Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012
Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012
Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012
διήγηση
Ο ΒΡΑΧΟΣ
«Το
ταβερνάκι»
Βράχο το ονόμασε ο
καπετάν Νικολής το ταβερνάκι του, και είχε δίκιο. Κτισμένο πάνω σ’ ένα ύψωμα το
χειμώνα το έδερναν οι αγέρηδες, η θάλασσα φουρτουνιασμένη κτύπαγε με τον αφρό
της τον βράχο που βρισκόταν κάτω απ’ τα μικρά του παράθυρα, ενώ όταν ήταν ήσυχη,
τον ίδιο βράχο τον χάιδευε και τον γυάλιζε με τα νερά της. Όσο για τον καπετάν
Νικολή, καπετάνιος με τα όλα του. Κανονικός καπετάνιος, και όχι με λόγια. Την
στολή του την είχε κρεμασμένη μες στο μαγαζί του, αφού δεν μπορούσε να την
φορέσει πια. «Τι να φορέσω» έλεγε. «Καλλίτερα να την βλέπω. Με ένα χέρι κι ένα
πόδι τέτοιες στολές δεν φοριούνται».
«Άντε φτάνει πια. Δεν
πάτε για ύπνο. Κοντεύει να ξημερώσει. Θέλω να κλείσω το μαγαζί, να πάω στο
τσαρδί μου, στην κυρά μου».
«Κυρά είναι η θάλασσα
καπετάν Νικολή».
«Άντε, άντε σας λέω».
«Κάτσε μια στάλα ακόμη.
Κοίτα την! Κοίτα την πως τριγυρνάει, σαν τρελή μάγισσα. Μωρέ εμένα η θάλασσα μου
‘κλεψε την καρδιά, κι εσύ μου λες για κυράδες. Αυτή είναι κυρά. Δες την πως
κάνει; Και ύστερα γαληνεύει, σε τρελαίνει μωρέ. Κάτσε ρε καπετάν Νικολή. Κάτσε
κι άλλο να την δούμε, αφού δεν μπορούμε να την πλησιάσουμε πια».
«Καλά σου λέει. Έχεις
δίκιο μπάρμπα Φώτη. Κι εγώ την αγαπώ, αλλά τώρα πια… , μεγάλωσα. Εκείνη έγινε
αφορμή κι έμεινα μοναχός μου, δεν με νοιάζει όμως, εγώ την αγαπώ».
«Τι λέτε του λόγου σας;
Τι αγαπάτε και ξαγαπάτε;»
«Βρε, βρε, βρε. Καλώς
τον ιππότη».
Ο
ιππότης, έτσι όλοι τον φώναζαν, το κανονικό του όνομα κόντευε να το ξεχάσει και
ο ίδιος. Ο ιππότης λοιπόν ερχόταν στο ταβερνείο του καπετάν Νικολή πάντα
τέτοιες ώρες, πρωινές. Και όλοι τον περίμεναν γιατί με αυτόν ξέχναγαν τις
φουρτούνες τους, ξέχναγαν τα παράπονα τους, τα βάσανα και τους καημούς. Μέχρι
και ο καπετάνιος έβαζε και ξανάβαζε στα ποτήρια βαρελίσιο κρασί και δεν τους έλεγε
πια, άντε θέλω να κλείσω. Όοοχι! Τότε δεν ήθελε. Η αλήθεια είναι πως ο καπετάν
Νικολής παρέα με τον ιππότη δεν ξέχναγε, αλλά θυμόταν μόνο τις ομορφιές της
θάλασσας. Θυμόταν τις ακρογιαλιές, εκείνες τις όμορφες γυμνόστηθες γυναίκες. Οι
πίκρες που μπορεί να άφηνε η θάλασσα γίνονταν χάντρινο κομπολόι που είχε σπάσει
και οι χάντρες του χύθηκαν και χάθηκαν. Οι θύελλες, τα μαύρα σύννεφα που
κάλυπταν τον ουρανό, τα ψηλά κύματα που έμοιαζαν να ρουφάν τις ελπίδες έσβηναν
απ’ τις θύμισες κι έρχονταν οι λαμπερές εκείνες μέρες που το πλοίο τους
γλιστρούσε πάνω σε γαλάζια νερά να συναντήσει τον ήλιο, ώσπου τα μάτια του
καρφώνονταν στην κρεμασμένη στολή και τότε θυμόταν πάλι. Εκείνη η νύχτα η πιο
τραγική νύχτα, όταν το πλοίο τους κτύπησε πάνω στον μαύρο βράχο αφήνοντας ένα
βογγητό, σα να ‘βγαινε απ’ τα σωθικά κάποιου άγριου ζώου όλος ο πόνος της γης,
κι εκείνος μόνος, χωρίς σωτηρία να κοιτά τον ουρανό, τους κεραυνούς και την
βροχή που αλύπητα τον κτύπαγε και τον έσπρωχνε στην σκοτεινή άβυσσο. Δεν θα
συναντούσε πια το φως. Ο ήλιος θα έσβηνε για πάντα….
«Εεεε....! Καπετάν
Νικολή. Βάλε λίγο ακόμα», τον κτύπησε στην πλάτη ο ιππότης. «Και πες μας την
πιο τρελή σου ιστορία».
Ο καπετάνιος ξαναβρέθηκε
στο τώρα, οι σκέψεις έφυγαν απ’ το μυαλό του. Τα δακρυσμένα του μάτια
στέγνωσαν. Σηκώθηκε και πήγε προς τα βαρέλια. Σε λίγο ήρθε με μια κανάτα κρασί.
Πλησίασε το παράθυρο. Όλοι τον κοίταζαν και περίμεναν. Το ‘ξεραν πως οι
διηγήσεις του δεν είχαν ταίρι.
«Κάποτε», είπε
χαμογελώντας και ήπιε μια γουλιά κρασί αγναντεύοντας τη θάλασσα. «Στο πρώτο μου μπάρκο ακούτε τι έγινε. ………..»
Είχε πια ξημερώσει. Ο ήλιος φάνηκε στην
άκρη του ουρανού. Οι πρώτες του ακτίνες χύθηκαν πάνω στην θάλασσα κι εκείνη
διάφανη τον καλωσόρισε. Κάποια πουλιά πέταξαν, ένα τραγούδι ακούστηκε απ’ το
μικρό ταβερνάκι του καπετάν Νικολή. Η μέρα ξεκίνησε.
Copyright
© 2012 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012
Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012
Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012
διήγηση
Μια παράξενη καλοκαιρινή
Βραδιά
*
Ήμουν μικρή όταν άρχισα
να γράφω ημερολόγιο. Το ξεκίνησα κάποιο καλοκαίρι και από τότε δεν το άφησα
ούτε μια μέρα, πιστέψτε το. Είναι καθαρή συνήθεια, μου έγινε απαραίτητο. Κάθε
βράδυ πριν κοιμηθώ θα γράψω λίγες γραμμές, τα πιο σημαντικά γεγονότα εκείνης
της μέρας.
Τον περασμένο Αύγουστο
αποφασίσαμε με τις φίλες μου να πάμε λίγες μέρες διακοπών σε ένα νησάκι. Να
θυμηθούμε τα παλιά, τα χρόνια εκείνα τα ανέμελα, και να τα ξαναζήσουμε, έστω
για λίγο. Το ταξίδι ήταν υπέροχο, συναρπαστικό θα μπορούσα να πω. Δελφίνια μας
ακολουθούσαν ενώ από πάνω μας θαλασσοπούλια πήγαιναν κι έρχονταν καλώντας μας
να πετάξουμε μαζί τους. Ήμουν σίγουρη η νύχτα θα περνούσε γεμίζοντας τις
σελίδες του ημερολογίου μου. Στον προορισμό μας φθάσαμε αργά το απόγευμα. Τον
ήλιο τον συναντήσαμε να δύει καθώς πλησιάζαμε το λιμάνι. Βυθίστηκε μέσα στα
νερά αφήνοντας πίσω του ένα χρυσαφί χρώμα που έβαψε τη θάλασσα, τις αμμουδιές,
τους βράχους μέχρι που χάθηκε κι αυτό για να πάρει τη σειρά του ένα σκούρο μαβί
και να καλύψει τα πάντα. Τότε ξεκίνησε και η ζωή στο νησί. Η νυχτερινή ζωή.
Τα κλαμπ ασφυκτιούσαν
από νεολαία που χόρευε σε ρυθμούς ζωηρούς, ακόμα και στους δρόμους χόρευαν, λες
και κυνηγούσαν, μέσα απ’ τον χορό να φτάσουν όσο πιο κοντά μπορούσαν, μακρινά
όνειρα ή να τα ξεχάσουν για λίγο. Τα ταβερνάκια και τα ουζερί γεμάτα κόσμο
ακολουθούσαν κι αυτά το τρελό κυνηγητό του χρόνου. Μέσα στον κόσμο αυτόν
βρεθήκαμε κι εμείς να ζούμε το μεθύσι της ζωής. Ξημερώματα γυρίσαμε στο
ξενοδοχείο πιασμένες χέρι χέρι και τραγουδώντας, προσπαθώντας να αγκαλιάσουμε
το μέλλον που άγνωστο ανοιγόταν μπροστά μας σαν ένα πελώριο κομμάτι στέπας που
εμείς θα έπρεπε να βρούμε τον τρόπο να το καλλιεργήσουμε και ύστερα να
μαζέψουμε τους καρπούς. Η Λύδια θα έμενε στην Αθήνα, δούλευε σε μια μεγάλη
εταιρία, η Αλέκα θα πήγαινε στην Γερμανία να ζήσει με τον πατέρα της. Η Αλέκα
είναι παιδί χωρισμένων γονιών. Μετά τον θάνατο της μητέρας της πήρε τη μεγάλη
απόφαση, να φύγει απ’ την Ελλάδα. Εγώ πάλι θα συνέχιζα τις σπουδές μου στην
Αγγλία, ίσως και να έμενα εκεί, ανάλογα με την δουλειά που θα εύρισκα. Κάποια
στιγμή μας πέρασε η ιδέα πως ίσως να μη ξαναβρεθούμε πια. Σκέψεις πικρές,
λανθασμένες ή όχι, μπερδεύτηκαν με τις προσδοκίες μας, κάθε τι παλιό που μας
ένωνε θρυμματιζόταν μπροστά στο άγνωστο μέλλον, που σαν ανελέητος εχθρός
παραμόνευε το τέλος μιας φιλίας ετών.
Η άλλη μέρα πέρασε γρήγορα με μπάνια και
τρελούς περιπάτους και ήρθε η νύχτα αυτή τη φορά πιο ήρεμη από την προηγουμένη,
να μας συντροφεύσει. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, το Αυγουστιάτικο φεγγάρι λαμπερό
έχυνε το ασημί του φως πάνω της και την έκανε να λάμπει ενώ ένας ασημένιος
μακρύς διάδρομος έφτανε ως την αμμουδιά. Ξυπόλυτη προχώρησα ως εκεί που τα νερά
της γλύφουν την άμμο, κυλούν πάλι προς τα πίσω και την αφήνουν να γυαλίζει. Εκεί
τον συνάντησα, δεν ξέρω ποιος ήταν, ούτε το όνομά του έμαθα. Κράτησε τα χέρια
μου μέσα στα δικά του και μου μίλησε για την ζωή, για κάθε τι όμορφο που
βρίσκεται μπροστά μας κι εμείς δεν το βλέπουμε. «Προσπερνάμε τις ομορφιές», μου
είπε «και ασχολούμεθα με τις πέτρες, τις φέρνουμε ανάμεσα στα δάκτυλά μας και
προσπαθούμε να τις συνθλίψουμε, άλλες διαλύονται, γίνονται χώμα κι άλλες μένουν
ανέπαφες. Μπερδευόμαστε μέσα στη δύνη των γεγονότων και χάνουμε την ουσία της
ζωής. Δίνουμε σημασία σε γεγονότα που δεν θα πρέπει να μας αγγίζουν. Φοβόμαστε…
Ποιους; Ο εχθρός είμαστε εμείς και η αγάπη φεύγει, ξεγλιστρά και χάνεται στον
μαύρο απέραντο ουρανό». Κοίταξα προς τα πάνω, ήταν γεμάτος αστέρια, που όλο
πλήθυναν μέχρι που στο τέλος σκέπασαν τελείως το μαύρο του χρώμα.
Μια αχτίδα ήλιου
χάιδεψε τα βλέφαρά μου. Άνοιξα τα μάτια μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα
προς τη θάλασσα, ακριβώς εκεί που τον συνάντησα. Δεν ήταν κανείς. Πήρα το
ημερολόγιό μου κι άρχισα να γράφω γι αυτή την περίεργη συνάντηση. Γύρισα
κάποιες σελίδες πιο μπροστά… ήταν παντού, σε κάθε μου λέξη, σε κάθε γραμμή,
πολύ πριν τον γνωρίσω.
Χαμογέλασα!
Copyright
© 2012 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012
απόσπασμα από το βιβλίο μου "Κοριός στο μαξιλάρι του Προέδρου".
..... Είχα φτάσει πια στη Μεγάλη Γέφυρα, θυμωμένος
με τη ζωή μου και σίγουρος πως κανείς δε θα ψάξει να με βρει, κατέβηκα την όχθη
του ποταμού, και κάθισα χάμω, στην άκρη, εκεί που το κάτω μέρος της γέφυρας
ενώνεται με τη γη και το νερό. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι άκουσα να με φωνάζουν. Δεν
ήθελα να με βρουν. Ζάρωσα όσο πιο πολύ μπορούσα, ώστε να μη φαίνομαι και τότε
είδα αυτό εδώ το άνοιγμα. Τρύπωσα μέσα, προχώρησα μπουσουλώντας μέχρι που η
τρύπα μεγάλωσε και μπόρεσα να σταθώ όρθιος....
Ο Γερόλυκος σηκώθηκε απ΄
την πέτρα που καθόταν έκανε δυο βήματα, γονάτισε και με το χέρι του έδειξε ένα
βαθούλωμα.
...Εδώ βρήκα ένα μεταλλικό κουτί. Το
άνοιξα με δυσκολία».
«Και
τι είχε μέσα;», ρώτησε ο δημοσιογράφος.
«Χειροβομβίδες,
καλώδια, ολόκληρα ζωνάρια με σφαίρες. Το ’κλεισα ξανά τρομαγμένος και προχώρησα
προς την έξοδο. Μπουσουλώντας πάλι και με τα πόδια βουτηγμένα στο νερό, βρέθηκα
στην άκρη του ποταμού. Ξαλάφρωσα όταν είδα τον ουρανό και τα πανύψηλα δένδρα
μπροστά μου κι εκεί που ανάσαινα με ανακούφιση άκουσα τη φωνή της Πηγής που με
φώναξε. “Εδώ είσαι και σε ψάχνω;”
Ανέβηκα στα γρήγορα την όχθη και
άρχισα να τρέχω χωρίς να της μιλήσω καν. Είχα πάρει την απόφαση μου. Να φύγω
μακριά, όσο πιο μακριά γινόταν.
Βρέθηκα
μπροστά στον λόφο. Άρχισα να τον ανεβαίνω τρέχοντας, αδιαφορώντας για την Πηγή
που συνέχισε να με φωνάζει. “Μη τρέχεις, περίμενε με....Λύκο περίμενε με. Γιατί
είσαι τόσο κακός; Εεε... περίμενε.”
Εγώ
όμως δεν περίμενα. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μαύρα σύννεφα είχαν
καλύψει τον ήλιο κι εγώ όσο προχωρούσα ένοιωθα τον κρύο αέρα να με παγώνει. Έτρεχα...,
κάποια στιγμή λαχανιασμένος έφτασα στην κορυφή. Δεν είχα που να πάω. Σταμάτησα
κι άρχισα να φωνάζω δυνατά. Και τότε... άκουσα ξανά και ξανά την ίδια φωνή.
Έπεσα στα γόνατα, ακούμπησα το κεφάλι μου στη γη και το σκέπασα με τα χέρια μου
τρομαγμένος. Ούτε που σάλευα. Σε λίγο άκουσα τη φωνή της Πηγής, σχεδόν τσίριζε
και... ξανακούστηκε και η δική της φωνή. Έτσι γονατιστός όπως ήμουν γύρισα προς
τον ουρανό και φώναξα με όση δύναμη είχα.
“Θεέ Εσύ μας μιλάς;”
Και ξαφνικά ο ουρανός
γέμισε από αστραπές που σα φωτοβολίδες φώτισαν το σκοτεινό τοπίο. Κεραυνοί
χώρισαν τα σύννεφα, σα να τα κομμάτιασαν μεγάλα γυαλιστερά μαχαίρια. Βροντές
ακούγονταν απ’ άκρη σε άκρη. Κι εγώ... έμενα ακίνητος....
Ο
Γερόλυκος σηκώθηκε από εκεί που ήταν γονατιστός κι έπιασε τον Κίμωνα απ’ τον
γιακά.
«Αθηναίε,
καταλαβαίνεις;» του είπε. «Μιλούσα με τον Θεό. Το πιστεύεις; Πες μου στ’
αλήθεια το πιστεύεις;» τον ξαναρώτησε και συνέχισε να τον κρατά απ’ τον γιακά.
«Μιλούσα με τον Θεό», επανέλαβε.
Μετά κάθισε πλάι του, στη
μεγάλη πέτρα και συνέχισε:
....Ο αέρας πια φύσαγε δυνατά.
Ανακάτευε τα μαλλιά της Πηγής κι εκείνη στεκόταν εκεί όρθια, ακίνητη σαν κι
εμένα, φοβισμένη. Σε λίγο χοντρές στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν και μετά
χαλάζι, χοντρό σα ρεβίθι. Τρομάξαμε. Η Πηγή έκλεγε.
“Εμείς το κάναμε αυτό;”
ρώταγε και ξαναρώταγε.
“Δεν ξέρω”, της απαντούσα
σε κάθε της ερώτηση και τρέχαμε να σωθούμε. Κατεβαίναμε τον λόφο. Γλιστρούσαμε
πάνω στο χαλάζι που έπεφτε με μανία. Βρεγμένοι ως το κόκαλο, χωρίς να μπορούμε
να αναπνεύσουμε, φτάσαμε κοντά στο σπίτι. Η μάνα της Πηγής μας περίμενε έξω, η
έκφραση του προσώπου της ήταν ανήσυχη. Η Πηγή μόλις την είδε φώναξε:
“Μαμά…!”
κι έτρεξε προς το μέρος της.
Ήθελα κι εγώ να φωνάξω “μαμά”, αλλά
εγώ δεν είχα. Εκείνη λες και το κατάλαβε.
“Εδώ είμαι”, φώναξε
δυνατά για να την ακούσω κι άνοιξε τα χέρια της. Έτρεξα με δύναμη, χώθηκα στην αγκαλιά της.
“Μάνα!” φώναξα και ήταν η
πρώτη φορά που την είπα μάνα, την ένοιωσα τόσο δική μου, σαν να ήταν η μάνα μου
και την αγάπησα, όπως αγαπούσα την μάνα μου. Τόσο πολύ.
Μείναμε και οι τρεις έτσι
αγκαλιασμένοι, ενώ μας χτύπαγε το χαλάζι. Έκλαψα. Αυτή ήταν και η ωραιότερη
στιγμή της ζωής μου. Από τότε άρχισα να αγαπώ όλα τα πράγματα που λίγο πιο πριν
μισούσα. Και όσο περνούσε ο καιρός αυτή η αγάπη έγινε αρρώστια και άρχισε να
τρωει τα σώθηκα μου, όπως το σαράκι που τρωει τα σπλάχνα του ξύλου.
*
Ο Κίμων σταμάτησε για
λίγο αυτή τη τρομερή αφήγηση του Γερόλυκου και κοίταξε την Ευτυχία στα μάτια.
Εκείνη δεν μίλησε. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται.
Το αεράκι δυνάμωσε. Η θάλασσα θύμωσε κι άρχισε
να χτυπάει την προκυμαία. Ο μόνος επισκέπτης της, εκείνος ο ψαράς, παρέα με τα
λιγοστά του ψάρια, την εγκατέλειψε γρήγορα κι αυτός. Η θάλασσα συνέχισε να χτυπά
την προκυμαία, άλλοτε να αφρίζει κι αυτός ο αφρός της να την χαϊδεύει, να την
γλύφει και πριν προλάβει να στεγνώσει να την βρέχει πάλι και να μουρμουρίζει
αδιάκοπα σα να κλαιει.
Ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου "Κοριός στο μαξιλάρι του Προέδρου".
Copyright
© 2007 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012
Κυριακή 22 Απριλίου 2012
ποιητική συλλογή
Για να διαβάσετε την ποιητική συλλογή "το γυάλινο δωμάτιο" πατήστε πάνω στον παρακάτω σύνδεσμο.
Σάββατο 21 Απριλίου 2012
πασχαλινές μέρες
ΟΜΟΡΦΕΣ
ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ
ΣΤΙΓΜΕΣ
*
Ήταν βράδυ Μεγάλης
Παρασκευής. Οι καμπάνες κτυπούσαν πένθιμα. Τα σύννεφα, ήσαν έτοιμα να ρίξουν τα
δάκρυά τους στη γη. Καθώς κοίταζα τον ουρανό συλλογιζόμουν, κι αυτός μουντός,
έμοιαζε πως συνόδευε τα πάθη του Χριστού. Άφησα τις σκέψεις μου να φύγουν
μακριά, ταξίδεψα πέρα απ’ τη Γη κι ένοιωσα το βλέμμα Του. Με αναμμένο το κερί
στα χέρια ακολούθησα την πομπή μαζί με άλλους. Πρώτα ο Σταυρός και τα
εξαπτέρυγα, μετά κοριτσόπουλα ντυμένα στα λευκά, ο Επιτάφιος, ο ιερέας και μια
μικρή χορωδία, και ύστερα… εμείς. Ο πομπή προχώρησε στα σκοτεινά δρομάκια του
χωριού που θα περνούσα εκείνες τις μέρες του Πάσχα, έκανε τον κύκλο της
πλατείας κι επέστρεψε στην εκκλησιά. Μπήκα κι εγώ μέσα. Άφησα το αναμμένο μου
κερί στο μανουάλι και μετά από λίγο με το βλέμμα χαμηλωμένο επιστρέψαμε στα
σπίτια μας.
Η νύχτα πέρασε ήρεμη,
απέριττη. Κανένας θόρυβος δεν υπήρξε για να ταράξει τα βάθη των σκέψεων μου και
η άλλη μέρα ήρθε ζεστή. Χρυσαφένιες οι ακτίνες του ήλιου έσπασαν τα σύννεφα κι
έπεσαν πάνω στο χωριό. Όλα έμοιαζαν πως έλαμπαν. Περπάτησα στους χωματόδρομους
και τα καλντερίμια, όποιον συναντούσα με χαιρετούσε, μου ευχόταν Καλή Ανάσταση,
κι ας μη με γνώριζε. Το βράδυ δεν άργησε να ‘ρθει. Στις έντεκα όλο το χωριό με
το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας μαζεύτηκε στην εκκλησία. Σε λίγο τα φώτα του Ναού
έσβησαν. Περιμέναμε με τις λαμπάδες μας σβηστές κι αυτές. Κανείς δε μίλαγε. Δεν
πέρασε πολύ ώρα και μέσα απ’ το Ιερό φάνηκε η πορτοκαλή φλόγα ενός κεριού και
ύστερα ακούστηκε η φωνή του παπά:
«Δεύτε λάβετε Φως»
Τα φώτα της εκκλησιάς
άναψαν. Οι λαμπάδες μας έλαμψαν. Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα, και πάλι ακούστηκε η
ίδια φωνή γεμάτη δέος και κατάνυξη.
«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»
Οι καμπάνες ήχησαν πέρα
ως πέρα κι ενώθηκαν με όλες τις φωνές μαζί. «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ» Οι λαμπάδες της
Ανάστασης υψώθηκαν. Βεγγαλικά φώτισαν τον σκοτεινό ουρανό.
Κυριακή του Πάσχα.
Ημέρα αγάπης.
Κάτι καινούριο υπήρχε μέσα στην ψυχή μας,
όμορφο, φαινόταν στην έκφραση, στο βλέμμα. Περπάτησα για ακόμα μια φορά στα
στενά δρομάκια. Ανέβηκα το ύψωμα. Ατένισα τα γύρω βουνά, όπως την προηγουμένη,
αλλά τώρα μου φάνηκε άλλο τοπίο άγνωστο, μαγικό. Οι κορφές των δένδρων άγγιζαν
τον ουρανό. Τα λουλούδια ευωδίαζαν. Όλη η Πλάση χαμογελούσε κι εγώ δεχόμουν με
ευχαρίστηση κάθε δώρο που μου πρόσφερε. Ένιωθα χαρούμενη, αποφασισμένη να διώξω
κάθε έχθρα και να χαρίσω την αγάπη μου. Κάθισα
στον πεσμένο κορμό κάποιου δένδρου κι έβγαλα απ’ την τσάντα μου το
σημειωματάριο μου, ήθελα να γράψω αυτό που ένιωσα, να ζωντανέψω τις εικόνες σε
ένα φύλλο χαρτί. Οι ώρες προχώρησαν χωρίς να τις καταλάβω, περπατώντας και
γράφοντας, πιστεύοντας έτσι πως αποθανατίζω τις πιο όμορφες Πασχαλινές μου
στιγμές κοντά στη φύση και στους ανθρώπους ενός μικρού χωριού της Ελλάδας,
έφτασα πίσω στο σπίτι. Όλα ήσαν έτοιμα. Το αρνί στη σούβλα, τα Πασχαλινά αυγά,
τα τσουρέκια.
Στέλνω
τις ευχές μου σε όλους σας για ό, τι καλλίτερο στη ζωή.
Copyright
© 2012 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου την Μ. Παρασκευή 13 Απριλίου 2012. Αριθμός
φύλλου 270.
Δευτέρα 9 Απριλίου 2012
αναμνήσεις
Φαντασία και πραγματικότητα.
Σελεγούδι Πάσχα 2008
Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν ξέρω καν τι ώρα ήταν. Η αλήθεια είναι πως ένοιωσα κάποιο χάδι, ελαφρύ σαν αεράκι. Αυτό ήταν λοιπόν. Αεράκι. Χαμογέλασα και ξανακοιμήθηκα. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Άραγε πολλή; Λίγη; Ίσως και καθόλου και απλά να νόμιζα πως ξανακοιμήθηκα.
Άνοιξα πάλι τα μάτια. Στύλωσα το βλέμμα μου στο ταβάνι. Κοίταξα γύρω μου. Περιεργάστηκα την κάθε γωνιά του δωματίου που βρισκόμουν. Δεν ήταν το δικό μου δωμάτιο. Δεν ήμουν ξαπλωμένη στο δικό μου κρεβάτι. Παρατήρησα τις σκιές που σχημάτιζαν τα έπιπλα, καθώς ένα αμυδρό φως έμπαινε απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κάποια στιγμή μου φάνηκαν μακρόστενες, επιβλητικές σκιές κολλημένες στους τοίχους. Ανασηκώθηκα. Αριστερά μου ήταν μια όμορφη τουαλέτα από σκαλιστό ξύλο, με μεγάλους μπιζοτέ καθρέπτες. Κοιτάχτηκα. Μόλις που μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο μου με τα νυσταγμένα μου μάτια. Άναψα το φως του πορτατίφ που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο, πλάι στο κρεβάτι μου και κοίταξα την ώρα. Ήταν 6.30 το πρωί. Βάρβαρη ώρα είπα από μέσα μου, γιατί εγώ..., εδώ που τα λέμε, δεν συνήθιζα να ξυπνώ τόσο πρωί. Νυσταγμένη καθώς ήμουν έγειρα το κεφάλι μου και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Μάταια όμως. Κρύωνα κι έτσι σηκώθηκα για να κλείσω την μπαλκονόπορτα. Ένα χλωμό φως, που περισσότερο έμοιαζε με γκρίζο διάχυτο στην ατμόσφαιρα, με παραξένεψε. Έριξα τη ρόμπα στους ώμους μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Ακούμπησα στην κουπαστή κι έγειρα μπροστά κοιτάζοντας τριγύρω τη θέα. Βρισκόμουν σε ένα πανέμορφο χωριό, περιτριγυρισμένο από καταπράσινα βουνά, λόφους και λαγκάδια.
Από το μπαλκόνι μου μπορούσα να δω την εκκλησιά, την Αγία Τριάδα, τα λίγα σπίτια με τις γεμάτες λουλούδια αυλές τους, τις καγκελόπορτες, τους μαντρότοιχους, τα κόκκινα κεραμίδια τους, ακόμα και τον δρόμο μπορούσα να δω, που διασχίζει το χωριό και περνά ανάμεσα από ειδών ειδών δένδρα και θάμνους. Αυτός ο δρόμος κάνει παρέα στον ποταμό, που δεν σταματά να ψιθυρίζει για να καταλήξει στο ξωκλήσι, τον Άγιο Φανούριο.
Μπροστά μου, σε κάποια απόσταση, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, ανάμεσα στα βουνά και τα υψώματα βρίσκεται μια καταπράσινη κοιλάδα. Είχα στυλώσει το βλέμμα μου εκεί που οι κορφές των πανύψηλων δένδρων θαρρείς πως αγγίζουν τα ουράνια, όταν... ένα λευκό πέπλο ομίχλης άρχισε να αναδύεται από το βάθος. Έμοιαζε να βγαίνει άσπρος καπνός απ’ τα σπλάχνα της γης για να σκεπάσει το χώμα και ότι άλλο βρισκόταν στο πέρασμά του. Παρατηρούσα αυτό το πέπλο που ανέβαινε αργά αργά την πλαγιά του βουνού. Μνήμες των παιδικών μου χρόνων σαν παραστάσεις μιας μακρινής εποχής έμοιαζαν να παρουσιάστηκαν πάνω του. Έμεινα ακίνητη να κοιτάζω την πορεία του, σαν να ήταν η πορεία της δικής μου ζωής, με όλα τα όμορφα και άσχημα που υπήρξαν. Θυμήθηκα όταν μικρή ακόμα στην εξοχή χαιρόμουν αυτό το άσπρο υγρό πέπλο να με χαϊδεύει καθώς έτρεχα. Χανόμουν μέσα στον μανδύα της ομίχλης κι άνοιγα τα χέρια μου λες και μπορούσα να την κρατήσω στην αγκαλιά μου. Και τώρα ήθελα να τρέξω. Να νοιώσω το χάδι της. Αλλά, τι κρίμα! Τώρα δε γινόταν. Αρκέστηκα στο να τη βλέπω, μέχρι που διαλύθηκε. Φάνηκαν έτσι καθαρά τα δένδρα και τα πρώτα σπίτια που είχε περιβάλλει και μακριά, στο βάθος το ξωκλήσι, ο Άγιος Φανούριος.
Ναι! Τώρα τα διέκρινα όλα καθαρά, μέχρι που η βροχή που άρχισε να πέφτει δεν άφηνε να φανούν τα όμορφα χρώματα. Ήταν, όμως, η πρώτη φορά στην ζωή μου που κατάλαβα πως δεν είναι απαραίτητο το φως για να δεις την ομορφιά. Είναι αυτό το ξεχωριστό που σου χαρίζει η φύση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, με οποιονδήποτε καιρό, ηλιόλουστο ή βροχερό, ομιχλώδη ή λαμπερό. Είναι αυτή η ομορφιά που κρατάς μέσα σου και μένει δεμένη μαζί σου και για πάντα.
Βρεγμένη καθώς ήμουν μπήκα μέσα. Έκλεισα τη μπαλκονόπορτα και ακούμπησα το μέτωπό μου στο τζάμι. Όλα ήταν τόσο ήσυχα! Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή που έμοιαζε σαν τραγούδι κι εγώ ένιωθα τόσο μεγάλη γαλήνη και ηρεμία! Και συνέχισα να νοιώθω το ίδιο όλες εκείνες τις ημέρες που έμεινα στο Σελεγούδι.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, 25 του Απρίλη και ο χειμώνας δεν έλεγε να μας αφήσει. Αέρας, κρύο και βροχή συνόδευσαν όλες της ημέρες της παραμονής μου σ’ εκείνο το όμορφο χωριό. Αλλά η αγάπη, αυτή η μικρή και συνάμα τόσο μεγάλη λέξη, δεν επηρεάζεται από κανένα καιρό. Φωλιάζει μέσα στην ψυχή εκείνων που τη γνωρίζουν και την πιστεύουν. Είναι η λέξη που ηχεί στις καρδιές και σε φέρνει πιο κοντά στο να αισθανθείς αυτή την αλήθεια του Θείου δράματος.
Άνθρωποι με θρησκευτική ευλάβεια, με χαμηλωμένο βλέμμα, μικροί και μεγάλοι, με αναμμένα τα κεριά μας, προστατεύοντας τα απ’ τον αέρα, ανάμεσα στις φούχτες μας, ώστε να κρατήσουμε την φλόγα αναμμένη και ψέλνοντας, ακολουθήσαμε τον Επιτάφιο. Ανεβήκαμε το ανηφορικό δρομάκι μέχρι την παλιά εκκλησιά των Αγίων Θεοδώρων και ύστερα επιστρέψαμε με το ίδιο χαμηλωμένο βλέμμα. Άφησα το αναμμένο κερί στο μανουάλι και μαζί με τους άλλους γύρισα στο σπίτι. Βγήκα ξανά στο μπαλκόνι. Τα λιγοστά φώτα, σαν αστράκια που έπεσαν απ’ τον ουρανό άστραφταν μέσα στο σκοτάδι. Άνοιξα τα χέρια μου και κοίταξα προς τα πάνω.
Ω! Θεέ μου, είπα. Σ’ ευχαριστώ που υπάρχω.
Μεγάλο Σάββατο, 26 του Απρίλη. Κατέβηκα στον δρόμο που έβλεπα απ’ το μπαλκόνι του δωματίου μου και περπάτησα μέχρι το τέρμα του, εκεί που είναι το ξωκλήσι με τα κόκκινα κεραμίδια και το καμπαναριό. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Παρά την μουντή μέρα ένα άσπρο φως έμπαινε από κάποιο τζάμι και φώτιζε την Άγια Τράπεζα. Στάθηκα μπροστά στο Ιερό και προσευχήθηκα.
Είχε αρχίσει πάλι να ψιλοβρέχει. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να επιταχύνω καθόλου το βήμα μου. Το Σελεγούδι με τα άσπρα του σπίτια βρισκόταν μπροστά μου, όμορφο, ακουμπισμένο πάνω στο πράσινο. Ένιωσα πως το κάθε μικρό ή μεγάλο λουλούδι με κοίταζε, πως το κάθε δέντρο μου χαμογέλαγε. Περήφανη, σα να ήμουν η μοναδική που είχε αυτό το προνόμιο, του να βρίσκεται εκεί, που η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία, κατέβηκα στη ρεματιά. Κάθισα κάτω στις πέτρες να ακούσω το ποτάμι. Όλοι λένε πως το τραγούδι του είναι μονότονο. Εγώ το βρήκα διασκεδαστικό. Μου μίλαγε. Μου έλεγε ό, τι ήθελα να ακούσω.
Το απαλό θρόισμα των φύλλων, ο ήχος του αέρα που περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δένδρων και τα φυλλώματα τους, ο θόρυβος που άφηνε η βροχή καθώς κτυπούσε με το πέσιμό της στο χώμα και το ποτάμι που κυλούσε ακατάπαυστα συνέθεταν την πιο όμορφη μελωδία. Συνέχισα να κάθομαι στις πέτρες για να ακούσω και να ζήσω, έστω και για λίγο, αγκαλιά με την φύση.
«Για μένα και το πιο απλό λουλούδι μπορεί να μου γεννήσει σκέψεις,
που να μου φέρουν δάκρυα στα μάτια».
ΓΟΥΟΝΓΟΥΟΡΘ
Έντεκα το βράδυ και όλο το χωριό σιγά σιγά με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας, μαζεύτηκε στην Αγία Τριάδα. Μετά από λίγο τα φώτα έσβησαν. Ησυχία παντού, κανείς δεν μίλαγε. Η ηρεμία της νύχτας συντρόφευε τις σκέψεις μας. Μέσα απ’ το Ιερό φάνηκε η πορτοκαλή φλόγα ενός κεριού να τρεμοπαίζει και ύστερα ακούστηκε η φωνή του παπά:
«Δεύτε λάβετε Φως».
Τα φώτα της εκκλησίας ξανάναψαν. Οι σβηστές λαμπάδες που κρατούσαμε, τώρα έλαμψαν και ο ναός γέμισε φως. Δώδεκα τα μεσάνυχτα και πάλι ακούστηκε βροντώδης η φωνή του, γεμάτη δέος και κατάνυξη.
« ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ».
Οι καμπάνες ήχησαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Βεγγαλικά φώτισαν τον ουρανό. Ευχές ακούστηκαν και με τις λαμπάδες ανυψωμένες όλο το εκκλησίασμα με μια φωνή δυνατή φώναξε:
«Αληθώς Ανέστη».
Αυτή είναι η σπουδαιότερη στιγμή της Χριστιανοσύνης και την ένοιωσα βαθιά μέσα στην ψυχή μου κοντά στους ανθρώπους ενός μικρού χωριού του Ταύγετου.
27 Απριλίου. Κυριακή του Πάσχα. Ο καιρός συνέχισε να είναι μουντός. Βαριά τα σύννεφα κατέβαιναν απ’ τον ουρανό για να αγγίξουν τα γύρω βουνά. Περπάτησα στο μονοπάτι που περνά μέσα απ’ την λαγκαδιά, κοντά στα πλατάνια και τις βελανιδιές. Ανέβηκα το ύψωμα όσο πιο πολύ μπορούσα. Αισθάνθηκα σαν κάποιο αόρατο χέρι να με τράβαγε προς τα πάνω και δεν ήθελα να επιστρέψω. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα κάτω απ’ τα πόδια μου το Σελεγούδι σαν κόσμημα, ένα πολύτιμο πετράδι τυλιγμένο με τα χρώματα των λουλουδιών και τις αποχρώσεις του πράσινου. Κοίταξα πέρα, μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι μου κι ένιωσα το βλέμμα του Θεού.
Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα στα τέλη του Απρίλη. Μια μέρα όμως όμορφη, γεμάτη απ’ τα δώρα που μας προσφέρει η φύση. Γεμάτη μηνύματα για την ζωή, την ομορφιά της ζωής.
Υπάρχει ένα πολύ παλιό έθιμο. Το είδα στο Σελεγούδι και το κράτησα βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Έμαθα πως τα πολύ παλιά χρόνια, τότε ακόμα που οι έχθρες ανάμεσα στα χωριά ήταν έντονες, για να φιλιώσουν οι χωριανοί μεταξύ τους και να σταματήσει η βεντέτα, χρησιμοποιούσαν ως μέσο συμφιλίωσης την ημέρα του Πάσχα. Μια μέρα αγάπης. Όταν η αγκαλιά είναι πραγματική και το φιλί αληθινό σβήνουν οι έχθρες.
Σελεγούδι ημέρα Δευτέρα 28 Απριλίου. Ξύπνησα πρωί, από μια μικρή ακτίνα ήλιου που γλίστρησε μέσα απ’ τα σύννεφα κι εκείνα σαν να μην άντεξαν πια να τον κρατάνε φυλακισμένο, τον άφησαν λεύτερο να χαρίσει τη ζέστη του και τη λάμψη του. Ο ιερέας μας επισκέφθηκε, όπως εξ’ άλλου και τα άλλα σπίτια του χωριού. Η κάθε φαμίλια του πρόσφερε κουλούρα ψωμί, αυγά ή κρασί, όπως τα παλιά χρόνια. Στην συνέχεια όλα αυτά τα μάζεψαν έξω απ’ την εκκλησιά κι έγινε δημοπρασία με σκοπό τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για ιερό σκοπό. Ήμασταν όλοι εκεί, γνωστοί και άγνωστοι, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε μεταξύ μας, ως ένδειξη αγάπης και συμφιλίωσης.
Νωρίς το απόγευμα έφυγα για την Αθήνα παίρνοντας μαζί μου τις όμορφες στιγμές και αφήνοντας εκεί, στο Σελεγούδι, την καρδιά μου. Ευχαριστώ τους φίλους, τους δικούς μου ανθρώπους που μου έδωσαν την ευκαιρία να γευθώ και να απολαύσω τα δώρα που μας προσφέρει η μητέρα φύση και να ζήσω μαζί τους αγαπημένες μέρες.
Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου.
Τρίτη 3 Απριλίου 2012
χρυσές σελίδες
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
-Σάσα τρέξε. Γρήγορα, φώναξε ο Δημητράκης και χτύπαγε τα πόδια του. Τρέξε να δεις στον κήπο ένα αποκεφαλισμένο τέρας.
Η Σάσα τρόμαξε τόσο πολύ που κατουρήθηκε πάνω της. Και ο Δημητράκης όλο φώναζε και την τράβαγε να πάει να το δει.
-Έλα, έλα....
-Δε θέλω να δω το τέρας. Μαμάαα...
-Ουου, χαζή. Πρωταπριλιά είναι. Σε γέλασα.
Η Σάσα έβαλε τα κλάματα και ώσπου να συνέλθει πέρασε ώρα. Ο δε Δημητράκης της έφαγε απ’ την μαμά του για να μάθει να μην κάνει τέτοια αστεία, κι έτρεξε στην αγκαλιά της Μαρίκας να βρει παρηγοριά, η Σάσα τον ακολούθησε. Και τα δυο της εγγόνια έμειναν πολύ ώρα πλάι της. Ο Δημητράκης απ΄ τη μια μεριά και η Σάσα απ’ την άλλη. Ούτε κοιτάζονταν. Του κόσμου τις προσπάθειες έκανε η Μαρίκα για να συμφιλιωθούν. Του κάκου όμως. Όλη η μέρα τους πέρασε έτσι.
*
Ήταν ένα μικρό απόσπσμα απ' το βιβλίο μου "Χρυσές σελίδες"
Copyright
© 2010 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012
οι πίνακές μου
Νεκρή φύση. Πίνακας λάδι σε καμβά 50Χ35 εκ. Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου |
Αντιγραφή του πίνακα ( Έφηβος Βάκχος ) Καραβάτζιο από Καίτη Λιανού-ιωαννίδου. Λάδι σε καμβά 50Χ40 εκ. |
Το μπουκέτο ( Λάδι σε ξύλο 23Χ42 εκ.) Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου. |
Το δείλι (πίνακας λάδι σε καμβά 25Χ50 εκ.) Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου |
Το κιούπι (πίνακας λάδι σε καμβά 45Χ55 εκ.) Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου |
Αντίγραφή του πίνακα (Swans Reflecting Elephants) "Salvador Dali, 1937" από Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου. Λάδι σε καμβά 80Χ50 εκ. |
Θάλασσα (πίνακας λάδι σε καμβά 50Χ50 εκ.) Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου |
Αντιγραφή του πίνακα (Zeune homme nu assis au bord de la mer). "Hippolyte de Flandrin 1836" από Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου. Λάδι σε μάρμαρο 38Χ40 εκ. |
Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012
διήγημα
Κάποιο πρωινό
Πώς μου φάνηκε πως δεν έλεγε να ξημερώσει;
Γιατί όχι;
Να ακούσω εκείνο τον μονότονο κτύπο της πάνω στην ομπρέλα. Να με πιτσιλίσουν οι ρόδες κάποιου αυτοκινήτου καθώς θα χόνωνται με δύναμη σε κάποια λακκούβα κι εγώ να βρίσω τον οδηγό και ύστερα να τρέξω και οι λάσπες να κολλήσουν στα παπούτσια μου και τα βρώμικα νερά του πεζοδρομίου να μπουν στα πόδια μου, να σπρώξω κάποιους για να μπω στο λεωφορείο και να στριμοχτώ μαζί τους, όπως οι παστές σαρδέλες, να αηδιάσω από τις διάφορες μυρωδιές, τον ιδρώτα ... και το σκόρδο... ή οτιδήποτε άλλο.
Αλήθεια γιατί όχι; Οι άλλοι πως τα υποφέρουν αυτά κάθε πρωί; Κι εγώ; Χμ... Εγώ με μια μικρή αναποδιά θύμωσα, πληγώθηκα και άφησα τον εγωισμό μου να με παρασύρει. Λάθος μου. Δεν πρόλαβα να ανοίξω την εξώπορτα και χτύπησε το κινητό μου.
Ήταν εκείνος.
Το άφησα να κτυπά μέχρι που έκλεισε. Στάθηκα από πάνω του και περίμενα. ξανακτύπησε. Άπλωσα το χέρι μου να το ανοίξω, αλλά... δεν το 'κανα. Έκλεισε και ξανακτύπησε. Τελικά το άνοιξα. Μιλήσαμε... κι εγώ αισθάνθηκα μια απερίγραπτη λαχτάρα να τον δω, να τον αγκαλιάσω και να συνεχίσουμε μαζί, όπως μου είπε.
Δεν είμαι μόνη και τελικά δεν υπήρξα ποτέ μόνη.
Ασφάλισα τα πατζούρια μου και περίμενα την αναπάντητη κλήση του.
Ήταν όλο νύχτα, σκοτεινή όσο ποτέ.Το ξυπνητήρι χτύπησε μέσα στο αυτί μου και τρόμαξα. Τελικά ως φαίνεται ή δεν είχα καταλάβει πως κοιμόμουν και ξύπνησα απ' αυτό το αντιπαθητικό κουδούνισμα ή ήμουν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις μου που δεν αντιλήφθηκα που βρισκόμουν και ο κτύπος αυτός με έφερε στην πραγματικότητα. Έβαλα το χέρι μου ασυναίσθητα πάνω στο κουμπί του ρολογιού, το πίεσα ελαφρά και αυτομάτως αυτό το ντριν... ντριν... που τάραξε την ηρεμία μου, σταμάτησε. Με τα δάκτυλά μου άρχισα να ψαχουλεύω μες στο σκοτάδι να βρω από που ανάβει το πορτατίφ. Άδικα. Είχα κιόλας ξεχάσει που εγώ, λίγες ώρες πριν, πάνω στον θυμό μου το είχα ρίξει κάτω κι έσπασε. Το βρήκα σα μια λύση σωτηρίας για να ξεθυμάνω και να μείνω στο απόλυτο σκοτάδι. Γιατί εδώ που τα λέμε το φως δεν σε αφήνει ούτε να συλλογιστείς, ούτε να ηρεμήσεις. Βλέπεις τη δική σου σκιά, που κάποτε την χαιρόσουν γιατί άλλαζε σχήμα κι εσύ έπαιζες μαζί της και τώρα την φοβάσαι μήπως χημίξει πάνω σου και σε πνίξει. Βλέπεις τα χρώματα που κάποτε σου άρεσαν και τώρα τρομάζεις μη σε παγιδέψουν. Τουλάχιστον στα σκοτεινά δεν βλέπεις τίποτε, μόνο την ψυχή σου, και μάλιστα την βλέπεις καλλίτερα στο σκοτάδι.
Σηκώθηκα και προχωρώντας με προσοχή μες στο σκοτεινό δωμάτιο αγγίζοντας με τα ακροδάκτυλά μου τον τοίχο, βρήκα τον διακόπτη και άναψα το φως. Το ρολόι έδειχνε 05.30 το πρωί κι όμως ήταν ακόμα νύχτα. Κοίταξα τριγύρω μου. Ο ταξιδιωτικός μου σάκος ήταν ακουμπισμένος στην μπαλκονόπορτα. Πλησίασα. Άνοιξα το πατζούρι, ακόμα ήταν σκοτεινά. Ξυπόλιτη πήγα στο μπάνιο κι έριξα πολύ νερό στο πρόσωπό μου μπας και συνέλθω από τον προηγούμενο καυγά και δω την ζωή διφορετική. Γιατί όπως και να 'ναι ... είναι όμορφη. Έτσι λένε. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. ήμουν χλωμή και τα μάτια μου κόκκινα με μαύρους κύκλους. Αναστατωμένη με την εμφάνιση μου έκλεισα τα βλέφαρα και γρήγορα τα ξανάνοιξα. Καμιά αλλαγή, ίδια ήμουν όπως πριν. Επέστρεψα στο δωματιό μου απογοητευμένη και μόνη, όσο ποτέ. Προχώρησα ως την μπαλκονόπορτα, με το πόδι μου έσπρωξα τον σάκο μου και άνοιξα την πόρτα. Ένα κρύο αεράκι μπήκε μέσα κι εγώ ανάπνευσα. Αισθάνθηκα έντονα την ανάγκη του να γεμίσουν τα πνεμόνια μου οξυγόνο και βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα τον ουρανό. Ήταν γεμάτος σύννεφα. Έμοιαζαν πως κρατούσαν το φως μακριά απ' τη Γη. Έμεινα λίγο ακόμα να κοιτάζω. Δεν ήθελα να σκέπτομαι τίποτα, αλλά το μυαλό μου όλο έτρεχε πίσω κι όσο εγώ προσπαθούσα να σβήσω τις σκέψεις μου, να ξεχάσω τον καυγά που χάλασε την εκδρομή μου, εκείνο με πρόδιδε συνέχεια. Ακούμπησα στην κουπαστή κι έριξα μια γρήγορη ματιά στους δρόμους. Η κίνηση ήταν λιγοστή και τα φώτα τους δεν είχαν ακόμα σβήσει. Κάποιες ψιχάλες που άρχισαν να πέφτουν με έκαναν να μπω μέσα. Έκλεισα τη μπαλκονόπορτα και τράβηξα τις κουρτίνες. Ο καφές που ήπια ξεθόλωσε το μυαλό μου. Άναψα κι ένα τσιγάρο πιστεύοντας πως εκεί θα εύρισκα παρηγοριά, αλλά με χειροτέρεψε. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κι ετοιμάστηκα να βγω. Να περπατήσω κάτω απ' τη βροχή. Γιατί όχι;
Να ακούσω εκείνο τον μονότονο κτύπο της πάνω στην ομπρέλα. Να με πιτσιλίσουν οι ρόδες κάποιου αυτοκινήτου καθώς θα χόνωνται με δύναμη σε κάποια λακκούβα κι εγώ να βρίσω τον οδηγό και ύστερα να τρέξω και οι λάσπες να κολλήσουν στα παπούτσια μου και τα βρώμικα νερά του πεζοδρομίου να μπουν στα πόδια μου, να σπρώξω κάποιους για να μπω στο λεωφορείο και να στριμοχτώ μαζί τους, όπως οι παστές σαρδέλες, να αηδιάσω από τις διάφορες μυρωδιές, τον ιδρώτα ... και το σκόρδο... ή οτιδήποτε άλλο.
Αλήθεια γιατί όχι; Οι άλλοι πως τα υποφέρουν αυτά κάθε πρωί; Κι εγώ; Χμ... Εγώ με μια μικρή αναποδιά θύμωσα, πληγώθηκα και άφησα τον εγωισμό μου να με παρασύρει. Λάθος μου. Δεν πρόλαβα να ανοίξω την εξώπορτα και χτύπησε το κινητό μου.
Ήταν εκείνος.
Το άφησα να κτυπά μέχρι που έκλεισε. Στάθηκα από πάνω του και περίμενα. ξανακτύπησε. Άπλωσα το χέρι μου να το ανοίξω, αλλά... δεν το 'κανα. Έκλεισε και ξανακτύπησε. Τελικά το άνοιξα. Μιλήσαμε... κι εγώ αισθάνθηκα μια απερίγραπτη λαχτάρα να τον δω, να τον αγκαλιάσω και να συνεχίσουμε μαζί, όπως μου είπε.
Δεν είμαι μόνη και τελικά δεν υπήρξα ποτέ μόνη.
Ασφάλισα τα πατζούρια μου και περίμενα την αναπάντητη κλήση του.
Copyright
© 2011 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
-----------------
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)