Κάποιο πρωινό
Πώς μου φάνηκε πως δεν έλεγε να ξημερώσει;
Γιατί όχι;
Να ακούσω εκείνο τον μονότονο κτύπο της πάνω στην ομπρέλα. Να με πιτσιλίσουν οι ρόδες κάποιου αυτοκινήτου καθώς θα χόνωνται με δύναμη σε κάποια λακκούβα κι εγώ να βρίσω τον οδηγό και ύστερα να τρέξω και οι λάσπες να κολλήσουν στα παπούτσια μου και τα βρώμικα νερά του πεζοδρομίου να μπουν στα πόδια μου, να σπρώξω κάποιους για να μπω στο λεωφορείο και να στριμοχτώ μαζί τους, όπως οι παστές σαρδέλες, να αηδιάσω από τις διάφορες μυρωδιές, τον ιδρώτα ... και το σκόρδο... ή οτιδήποτε άλλο.
Αλήθεια γιατί όχι; Οι άλλοι πως τα υποφέρουν αυτά κάθε πρωί; Κι εγώ; Χμ... Εγώ με μια μικρή αναποδιά θύμωσα, πληγώθηκα και άφησα τον εγωισμό μου να με παρασύρει. Λάθος μου. Δεν πρόλαβα να ανοίξω την εξώπορτα και χτύπησε το κινητό μου.
Ήταν εκείνος.
Το άφησα να κτυπά μέχρι που έκλεισε. Στάθηκα από πάνω του και περίμενα. ξανακτύπησε. Άπλωσα το χέρι μου να το ανοίξω, αλλά... δεν το 'κανα. Έκλεισε και ξανακτύπησε. Τελικά το άνοιξα. Μιλήσαμε... κι εγώ αισθάνθηκα μια απερίγραπτη λαχτάρα να τον δω, να τον αγκαλιάσω και να συνεχίσουμε μαζί, όπως μου είπε.
Δεν είμαι μόνη και τελικά δεν υπήρξα ποτέ μόνη.
Ασφάλισα τα πατζούρια μου και περίμενα την αναπάντητη κλήση του.
Ήταν όλο νύχτα, σκοτεινή όσο ποτέ.Το ξυπνητήρι χτύπησε μέσα στο αυτί μου και τρόμαξα. Τελικά ως φαίνεται ή δεν είχα καταλάβει πως κοιμόμουν και ξύπνησα απ' αυτό το αντιπαθητικό κουδούνισμα ή ήμουν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις μου που δεν αντιλήφθηκα που βρισκόμουν και ο κτύπος αυτός με έφερε στην πραγματικότητα. Έβαλα το χέρι μου ασυναίσθητα πάνω στο κουμπί του ρολογιού, το πίεσα ελαφρά και αυτομάτως αυτό το ντριν... ντριν... που τάραξε την ηρεμία μου, σταμάτησε. Με τα δάκτυλά μου άρχισα να ψαχουλεύω μες στο σκοτάδι να βρω από που ανάβει το πορτατίφ. Άδικα. Είχα κιόλας ξεχάσει που εγώ, λίγες ώρες πριν, πάνω στον θυμό μου το είχα ρίξει κάτω κι έσπασε. Το βρήκα σα μια λύση σωτηρίας για να ξεθυμάνω και να μείνω στο απόλυτο σκοτάδι. Γιατί εδώ που τα λέμε το φως δεν σε αφήνει ούτε να συλλογιστείς, ούτε να ηρεμήσεις. Βλέπεις τη δική σου σκιά, που κάποτε την χαιρόσουν γιατί άλλαζε σχήμα κι εσύ έπαιζες μαζί της και τώρα την φοβάσαι μήπως χημίξει πάνω σου και σε πνίξει. Βλέπεις τα χρώματα που κάποτε σου άρεσαν και τώρα τρομάζεις μη σε παγιδέψουν. Τουλάχιστον στα σκοτεινά δεν βλέπεις τίποτε, μόνο την ψυχή σου, και μάλιστα την βλέπεις καλλίτερα στο σκοτάδι.
Σηκώθηκα και προχωρώντας με προσοχή μες στο σκοτεινό δωμάτιο αγγίζοντας με τα ακροδάκτυλά μου τον τοίχο, βρήκα τον διακόπτη και άναψα το φως. Το ρολόι έδειχνε 05.30 το πρωί κι όμως ήταν ακόμα νύχτα. Κοίταξα τριγύρω μου. Ο ταξιδιωτικός μου σάκος ήταν ακουμπισμένος στην μπαλκονόπορτα. Πλησίασα. Άνοιξα το πατζούρι, ακόμα ήταν σκοτεινά. Ξυπόλιτη πήγα στο μπάνιο κι έριξα πολύ νερό στο πρόσωπό μου μπας και συνέλθω από τον προηγούμενο καυγά και δω την ζωή διφορετική. Γιατί όπως και να 'ναι ... είναι όμορφη. Έτσι λένε. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. ήμουν χλωμή και τα μάτια μου κόκκινα με μαύρους κύκλους. Αναστατωμένη με την εμφάνιση μου έκλεισα τα βλέφαρα και γρήγορα τα ξανάνοιξα. Καμιά αλλαγή, ίδια ήμουν όπως πριν. Επέστρεψα στο δωματιό μου απογοητευμένη και μόνη, όσο ποτέ. Προχώρησα ως την μπαλκονόπορτα, με το πόδι μου έσπρωξα τον σάκο μου και άνοιξα την πόρτα. Ένα κρύο αεράκι μπήκε μέσα κι εγώ ανάπνευσα. Αισθάνθηκα έντονα την ανάγκη του να γεμίσουν τα πνεμόνια μου οξυγόνο και βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα τον ουρανό. Ήταν γεμάτος σύννεφα. Έμοιαζαν πως κρατούσαν το φως μακριά απ' τη Γη. Έμεινα λίγο ακόμα να κοιτάζω. Δεν ήθελα να σκέπτομαι τίποτα, αλλά το μυαλό μου όλο έτρεχε πίσω κι όσο εγώ προσπαθούσα να σβήσω τις σκέψεις μου, να ξεχάσω τον καυγά που χάλασε την εκδρομή μου, εκείνο με πρόδιδε συνέχεια. Ακούμπησα στην κουπαστή κι έριξα μια γρήγορη ματιά στους δρόμους. Η κίνηση ήταν λιγοστή και τα φώτα τους δεν είχαν ακόμα σβήσει. Κάποιες ψιχάλες που άρχισαν να πέφτουν με έκαναν να μπω μέσα. Έκλεισα τη μπαλκονόπορτα και τράβηξα τις κουρτίνες. Ο καφές που ήπια ξεθόλωσε το μυαλό μου. Άναψα κι ένα τσιγάρο πιστεύοντας πως εκεί θα εύρισκα παρηγοριά, αλλά με χειροτέρεψε. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κι ετοιμάστηκα να βγω. Να περπατήσω κάτω απ' τη βροχή. Γιατί όχι;
Να ακούσω εκείνο τον μονότονο κτύπο της πάνω στην ομπρέλα. Να με πιτσιλίσουν οι ρόδες κάποιου αυτοκινήτου καθώς θα χόνωνται με δύναμη σε κάποια λακκούβα κι εγώ να βρίσω τον οδηγό και ύστερα να τρέξω και οι λάσπες να κολλήσουν στα παπούτσια μου και τα βρώμικα νερά του πεζοδρομίου να μπουν στα πόδια μου, να σπρώξω κάποιους για να μπω στο λεωφορείο και να στριμοχτώ μαζί τους, όπως οι παστές σαρδέλες, να αηδιάσω από τις διάφορες μυρωδιές, τον ιδρώτα ... και το σκόρδο... ή οτιδήποτε άλλο.
Αλήθεια γιατί όχι; Οι άλλοι πως τα υποφέρουν αυτά κάθε πρωί; Κι εγώ; Χμ... Εγώ με μια μικρή αναποδιά θύμωσα, πληγώθηκα και άφησα τον εγωισμό μου να με παρασύρει. Λάθος μου. Δεν πρόλαβα να ανοίξω την εξώπορτα και χτύπησε το κινητό μου.
Ήταν εκείνος.
Το άφησα να κτυπά μέχρι που έκλεισε. Στάθηκα από πάνω του και περίμενα. ξανακτύπησε. Άπλωσα το χέρι μου να το ανοίξω, αλλά... δεν το 'κανα. Έκλεισε και ξανακτύπησε. Τελικά το άνοιξα. Μιλήσαμε... κι εγώ αισθάνθηκα μια απερίγραπτη λαχτάρα να τον δω, να τον αγκαλιάσω και να συνεχίσουμε μαζί, όπως μου είπε.
Δεν είμαι μόνη και τελικά δεν υπήρξα ποτέ μόνη.
Ασφάλισα τα πατζούρια μου και περίμενα την αναπάντητη κλήση του.
Copyright
© 2011 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
-----------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου