Κυριακή 9 Απριλίου 2017

βράβευση



                                      Β' ΒΡΑΒΕΙΟ Ε.Π.Ο.Κ. ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ
                                       "Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ"

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017
ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
Θεατρικό σε τρεις πράξεις
Διασκευή του ομότιτλου μυθιστορήματος








ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ



ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ



ΣΚΗΝΗ 1



            (Έχουν περάσει χρόνια. Η Μίνα είναι παντρεμένη κι έχει δυο κόρες, την Λένα και την Έλση. Βρισκόμαστε στη βίλα τους. Είναι χειμώνας. Το σαλόνι και η τραπεζαρία είναι στον ίδιο χώρο. Είναι επιπλωμένο με το γούστο της Μίνας. Εκείνη προτιμά το λευκό, γιατί αγαπά το χιόνι, κι έτσι τα έπιπλα είναι λευκά, ακόμα και οι κουρτίνες που κρέμονταν απ' τα ταβάνια. Αριστερά είναι οι σκάλες που πάνε στις κρεβατοκάμαρες και στο γραφείο της Μίνας, πλάι είναι η εξώπορτα. Απέναντι απ' τις σκάλες είναι το τζάκι και μπροστά του ένας διθέσιος καναπές. Πλάι στο τζάκι υπάρχει η πόρτα της κουζίνας.

            Η Μίνα κάθεται στον καναπέ σταυροπόδι και μοιάζει πως είναι βυθισμένη στις σκέψεις της. Ξαφνικά ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνουν μέσα οι κόρες της. Ο καυγάς τους την ξαφνιάζει)

           



ΛΕΝΑ:          (Προς την Έλση) Τι έχεις πάθει και όλο γκρινιάζεις;

ΕΛΣΗ:            (Με θυμό) Εγώ γκρινιάζω ή εσύ, που όλα σου φταίνε;

ΛΕΝΑ:            Όλο φταίω εγώ για οτιδήποτε σου συμβαίνει.

ΕΛΣΗ:            Είσαι κακομαθημένη. Αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθώ άλλο μαζί σου.

ΜΙΝΑ:            Μπορώ να μάθω τι έχετε και γκρινιάζετε;

(Σηκώνεται και πλησιάζει τις κόρες της) 

ΕΛΣΗ:            Είναι ανεκδιήγητη μαμά. Κάποια είπε ότι έχω ωραίο όνομα και απ' εκείνη την ώρα γκρινιάζει.

ΜΙΝΑ:            (Ήρεμα)Λένα.

ΛΕΝΑ:            Δε θέλω να ακούσω τίποτε.

ΜΙΝΑ:            (Λίγο θυμωμένα)Μάθε να δέχεσαι την αλήθεια Λένα.

ΛΕΝΑ:            Ποια αλήθεια μαμά; Μμμ, ότι στην κατοχή μες στο καταφύγιο γνώρισες ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Λένα και σου έδωσε λίγη σοκολάτα. Κι εσύ ορκίστηκες πως άμα παντρευτείς και αποκτήσεις κόρη θα της δώσεις το όνομα Λένα; Παραμύθια είναι αυτά μαμά. Αλλά και αν είναι αλήθεια, ένιωσες τόση αγάπη για ένα ξένο κορίτσι και τώρα; Τώρα που είσαι μαμά;

ΜΙΝΑ:            Δεν σε καταλαβαίνω; Με κατηγορείς;

ΛΕΝΑ:            Μπα. Δε θα είχε νόημα. Απλά κάθεσαι ώρες και γράφεις, και ο μπαμπάς όλο ασχολείται με πόσο πιο καλά θα σκηνοθετήσει κάποιο θεατρικό σου. Και στο σχολείο με ρωτάν για σένα και τον μπαμπά.

ΜΙΝΑ:            Και δεν πρέπει να χαίρεσαι για αυτό;

            (Η Λένα σηκώνει τους ώμους της χωρίς να απαντήσει και ανεβαίνει τις σκάλες του σπιτιού)

ΕΛΣΗ:            Καληνύχτα μαμά.

(Την αγκαλιάζει και τη φιλάει. Και ακολουθεί την αδελφή της )

ΜΙΝΑ:            Καληνύχτα.

(Μένει λίγο ακίνητη να τις κοιτάζει και ξανακάθεται στον καναπέ βυθισμένη ξανά στις σκέψεις της. Σε λίγο έρχεται ο Άλεξ)

ΑΛΕΞ:            Καλησπέρα Μίνα.

ΜΙΝΑ:            Καλησπέρα (Σηκώνεται και τον πλησιάζει) Κουρασμένος φαίνεσαι.

ΑΛΕΞ:            Πώς να μην είμαι.(Την κοιτάζει)

ΜΙΝΑ:            Και τώρα με αυτό που θα σου δείξω είμαι σίγουρη πως θα τα αφήσεις όλα   (χαμογελά) και θα ασχοληθείς αποκλειστικά μ' αυτό.

ΑΛΕΞ:            Κανένα καινούριο θεατρικό;

ΜΙΝΑ:            Περίμενε.

(Ανεβαίνει γρήγορα τις σκάλες και γυρίζει με ένα πάκο γραμμένα χαρτιά. Του τα δείχνει)

ΑΛΕΞ:            Καλά το υπέθεσα!

ΜΙΝΑ:            Άκουσέ με. Θα το διαβάσεις. Και θα ξεχάσεις οτιδήποτε άλλο.

ΑΛΕΞ:            Μα έχω αρχινημένη δουλειά.

ΜΙΝΑ:            Αυτό αφορά αποκλειστικά εμένα. (Τα κρατά στα χέρια της και τα κουνά μπροστά στο πρόσωπό του) Παρ' τα Άλεξ.

ΑΛΕΞ:            Καλά κάποια στιγμή θα τα διαβάσω.

(Τα παίρνει και τα αφήνει αμέσως πάνω στον καναπέ)

ΜΙΝΑ:            Άκου Άλεξ. (Του δίνει πάλι τα χειρόγραφά της) Είναι καιρός που πήγα στο πατρικό μου να μαζέψω κάποια πράγματα. Όλα μου φάνηκαν τόσο διαφορετικά.(Πλησιάζει την μπαλκονόπορτα) Όσο ζούσαν οι γονείς μου και πήγαινα να τους δω, θυμόμασταν τα παιδικά μου χρόνια κι έμοιαζε σα να μην είχε τίποτε αλλάξει. Τώρα ήσαν όλα νεκρά. Ο κήπος άδειος από ζωή, τα δένδρα πεθαμένα. (Σιωπή) Δεν υπήρχε τίποτε ζωντανό.

ΑΛΕΞ:            Έτσι είναι Μίνα.

ΜΙΝΑ:            Όχι Άλεξ. Δεν είναι έτσι Αυτό θέλω να σου πω. Πως δεν είναι έτσι.(Γυρίζει και τον κοιτάζει) Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Κοίταξα τον ουρανό. Τα σύννεφα πηγαινοέρχονταν και σχημάτιζαν ανθρώπινες μορφές. (Όσο η Μίνα διηγείται αυτό που έζησε τα φώτα στη σκηνή παίρνουν διάφορες αποχρώσεις του μπλε) Έμεινα έτσι να κοιτάζω τον ουρανό. Αισθάνθηκα πως ήμουν μαζί τους Άλεξ. (Τον πλησιάζει και του πιάνει τα χέρια) Καταλαβαίνεις; (Πηγαίνει πάλι στην μπαλκονόπορτα) Ποιος κόσμος είναι ο πραγματικός; διερωτήθηκα. Αυτός εδώ; Η γη που πατάμε; ή ο άλλος; Αυτός έξω. (Δείχνει τον ουρανό) Όποιος κι αν είναι πάντως, είναι μαζί μας. Πίστεψέ με.

ΑΛΕΞ:            Κι αυτά τι είναι; Τι έγραψες δηλαδή;

(Χαμογελά)

ΜΙΝΑ:            Ένα μονόπρακτο. Ένα ταξίδι στο άπειρο. (Ο Άλεξ γελάει) Το έζησα Άλεξ. Έζησα με εκείνους που αγαπώ. Δεν έφυγαν. (Ακούγεται μουσική) Και δεν είναι η πρώτη φορά που το ζω. Υπήρξαν κι άλλες και το ξέρεις πολύ καλά μάλιστα, αλλά δεν με πίστεψες ποτέ. (Παύση) Προσπάθησε έστω μόνο για μια φορά να με καταλάβεις. Να πιστέψεις. Να αισθανθείς κι εσύ αυτή την υπέρτατη ικανοποίηση να βρίσκεσαι στο χώρο των ψυχών. Να νιώθεις την ηρεμία και τη γαλήνη. Να ταξιδεύεις μαζί τους στους διαδρόμους ενός άλλου κόσμου, λαμπερού. Συνυπάρχουμε Άλεξ. Κατάλαβε με. Συνυπάρχουμε. (Ψιθυριστά)

ΑΛΕΞ:            Μίνα θέλω να σε πιστέψω. Αλλά...

ΜΙΝΑ:            (Τον διακόπτει).Δεν είναι μόνο στις φωτογραφίες. Δεν είναι μόνο στις καρδιές μας. ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ.

(Μουσική)

ΑΛΕΞ:             Μίνα... Άκουσέ με...

ΜΙΝΑ:            (Τον διακόπτει) Δεν χρειάζεται πια να τους βλέπω ή να μυρίζω το άρωμά τους για να καταλάβω πως είναι πλάι μου, πως με βλέπουν ή πως με αγγίζουν. Άλεξ, πολύ απλά νιώθω την παρουσία τους. Είναι μαζί μου. Είμαι μαζί τους.(Παύση, κοιτάζονται στα μάτια) Γύρισα στο σπίτι τρέχοντας κι άρχισα να γράφω.

ΑΛΕΞ:            Εντάξει Μίνα θα το διαβάσω. Αν όμως...   Πως να στο πω...Δεν είναι αυτό...

ΜΙΝΑ:            Ξέρω τι θέλεις να πεις  Μην κουράζεσαι. Απλά διάβασε το.

ΑΛΕΞ:            Μμμ...Τι τίτλο έχεις βάλει;

(Κοιτάζει την πρώτη σελίδα του χειρόγραφου)

ΜΙΝΑ:            (Με πάθος)Είδα το χρώμα της μουσικής.

                                                               ____










Σάββατο 8 Απριλίου 2017

βράβευση




                                                                 ΒΡΑΒΕΙΟ Ε.Π.Ο.Κ.


Β' Βραβείο για την ζωγραφική
Πίνακας λάδι σε καμβά.
"Η ΄κούκλα" 80Χ60 εκ."









βράβευση


 
                                                               
                                                               
  
                                                               ΒΡΑΒΕΙΟ Ε.Π.Ο.Κ.


Α' βραβείο και βιβλίο χρονιάς για το "ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ"
Εκδόσεις Όστρια 2016






ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Η ΚΥΡΑ ΘΕΟΔΩΡΑ, Η ΜΑΜΗ



Τη λάτρεψα την κυρά Θεοδώρα κι ας μην τη γνώρισα ποτέ. Βέβαια σίγουρα θα διερωτάστε πως γίνεται αυτό. Πώς μπορείς να λατρέψεις έναν άνθρωπο άμα δεν τον γνωρίζεις, άμα δεν μιλήσεις μαζί του, να δεις τα μάτια του, την έκφραση, να δεις το χαμόγελο του. Άμα δεν του σφίξεις το χέρι και ο άλλος να σφίξει το δικό σου, πως μπορείς να ξέρεις. Κι όμως για την κυρά Θεοδώρα δεν χρειάστηκε τίποτε από αυτά, αρκέστηκα σε ότι άκουσα και… στο ότι υπάρχω, αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Η Θεοδώρα δεν είχε μπαμπά, κανείς δεν ήξερε τι συνέβη. Έμενε με την μητέρα της σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι, στο τέλος του χωριού μας. Όταν ήρθαν, απ’ ότι μου διηγήθηκαν, σχεδόν δεν τις ήθελε κανείς. Αυτές όμως τα κατάφεραν και στέριωσαν και όχι μόνο αλλά αγαπήθηκαν από όλους.

Η ζωή της Θεοδώρας είναι πολύ συγκινητική κι έτσι σκέφθηκα να τη γράψω σ’ αυτό το μικρό διήγημα.



Γεννήθηκε σ’ ένα πολύ μικρό χωριό χωμένο μέσα στα έλατα. Τον πατέρα της δεν τον γνώριζε κανείς. Όταν κάποτε ρώτησε την μάνα της για κείνον η απάντηση που πήρε κάθε άλλο παρά κατατοπιστική ήταν, αφού της είπε πως την έφερε ένα πουλί πέρα απ’ το δάσος. Η Θεοδώρα μια μέρα που μάζευε ξύλα για να ανάψουν φωτιά και να βάλλουν το τσουκάλι να ψήσουν κανένα φαγάκι, που συνήθως ήταν κάποια σούπα όλο νερό συνάντησε μια μεσόκοπη γυναίκα και λόγο στο λόγο, κουβέντα στην κουβέντα έμαθε πως η Λεμονιά  δεν είναι μάνα της, πως τη βρήκε μωρό, στο δάσος, μόνη, τυλιγμένη σε μια βελέντζα, να κλαίει και την περιμάζεψε…….


                                                                _________________



Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

βράβευση






                                            ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ



Β' Βραβείο Ε.Π.Ο.Κ. για το διήγημα (Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΥΛΗ)

12 Μαρτίου 2017







Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΥΛΗ

Ήταν Φθινόπωρο, ένα μουντό πρωινό που ο ήλιος δεν είχε τη δύναμη να ζεστάνει τη γη, αφού τα μαύρα σύννεφα τον κρατούσαν μακριά της. Η Έλση άνοιξε το παράθυρο. Ούτε η ίδια δεν ήξερε τι έψαχνε να βρει και κοίταζε απορημένη τα σύννεφα που έτρεχαν, λες και κυνηγιόντουσαν, άλλαζαν σχήμα και χάνονταν στο βάθος του ουράνιου θόλου.
 Μερικές φορές καθώς θυμόταν εκείνη την ημέρα που ακουμπισμένη στο περβάζι του παραθύρου αντίκριζε με δέος τον ουρανό, διάφανο, ατέλειωτο συνάντησε μορφές που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Έτεινε τα χέρια να τις αγγίξει, προσπάθησε να μιλήσει μαζί τους και απλά άγγιζε το κενό που ανοιγόταν μπροστά της έτοιμο να την καταπιεί. Πόσο ανακατωμένα συναισθήματα γέμισαν το είναι της τότε, και πόσο της ήταν αδύνατον να τα ξεδιαλύνει. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον κήπο. Τα φύλλα των δέντρων είχαν στολίσει το χώμα του μ’ ένα κίτρινο και κόκκινο χρώμα. Πρώτη φορά παρατήρησε αυτό το έντονο χρώμα τους κι ας είχε γεννηθεί εκεί, σ’ εκείνο το σπίτι, που τώρα πια ήταν γεμάτο από εικόνες ζωής, άλλες θολές κι άλλες με τόσο έντονα χρώματα ζωγραφισμένες. Στεκόταν εκεί ακίνητη όταν ξαφνικά ένας άνεμος άρχισε να παρασέρνει τα φύλλα του κήπου σ’ ένα τρελό χορό, το ένα δίπλα στο άλλο, άλλα να σέρνονται κι άλλα να στριφογυρίζουν ώσπου στοιβάχτηκαν στην άκρη σε μια γωνιά. Χαμογέλασε. Οι πρώτες σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν που γρήγορα κατέληξαν σε μπόρα, οι δρόμοι έγιναν μικρά ρυάκια, και παρέσυραν οτιδήποτε βρισκόταν στο διάβα τους.
Εκείνη η μέρα έρχεται συχνά στο μυαλό της σαν να ήταν η απόρροια της διαδρομής της ζωής της κι έφτασε στο τέλος της. Έριξε ακόμα μια ματιά στο στερέωμα κι έκλεισε το τζάμι. Η υγρασία θαρρείς πως είχε τρυπώσει μέσα στο δωμάτιο σαν απρόσκλητος επισκέπτης εκείνης της Φθινοπωρινής μέρας. Άνοιξε το ντουλάπι του μπουφέ, πήρε κάποια άλμπουμ με φωτογραφίες και κάθισε στην πολυθρόνα. Όλη η ζωή ήταν αποτυπωμένη σε χαρτιά, ανέτρεξε στο πολύ μακρινό χθες, όταν ακόμα δεν είχε γεννηθεί.
Εικόνες άλλες γκρίζες κι άλλες σ’ ένα χρώμα ξεθωριασμένο καφέ έμοιαζαν να παρελαύνουν μπροστά της. Όλοι ήταν εκεί. Πόζαραν, για να αποθανατίσουν τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής τους, εκδρομές στη θάλασσα ή στο βουνό, χαμογελαστοί, χαρούμενοι αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλον. Και ύστερα ήρθε στον κόσμο εκείνη να δώσει νέα χαρά σε όλους αυτούς που τώρα είναι μόνο παρελθόν.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα αφήνοντας πίσω τα σημάδια τους, όμορφα και άσχημα σημάδια, που όμως δε χάνονται μένουν στην μνήμη να θυμίζουν στιγμές χαράς ή πόνου, αναλλοίωτες εικόνες που σφραγίζουν κάθε φορά κι ένα τέλος, για να ξεκινήσει αμέσως μετά μια νέα αρχή.
Πήρε αυτές τις στιγμές μες στην αγκαλιά της που δεν ήταν τίποτε πια παρά μόνο φωτογραφικό χαρτί με φιγούρες που ξεδίπλωναν και από μια ιστορία. Ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο έπεσε στα πόδια της. Έσκυψε και το πήρε. Πόσο εύθραυστο ήταν. Το κράτησε στην φούχτα της και με τα ακροδάχτυλά της χάιδεψε απαλά τα πέταλα του. Έκλεισε τα μάτια και άφησε να κυλίσουν δάκρυα πάνω του.
Έμεινε αρκετή ώρα έτσι με τα μάτια κλειστά και με το τριαντάφυλλο μέσα στην παλάμη της. Πόσες πολλές αναμνήσεις, χιλιάδες αναμνήσεις κατέκλεισαν το δωμάτιο κι εκείνη άρχισε να ψάχνει ανάμεσα σε όλες αυτές τις φωτογραφίες και στάθηκε στον δικό της έρωτα. Τον μοναδικό της δικής της ζωής.
«Πόσα χρόνια…» ψιθύρισε.
 Πέτρο τον έλεγαν, ένα όνομα που δεν έσβησε ποτέ και χάραξε μαζί της μια μακρινή πορεία ζωής γεμάτη ρόδα ανθισμένη μέχρι, που κάποτε μαράθηκαν και κατέληξαν στην άκρη κάποιου λιθόστρωτου δρόμου, πατήθηκαν από τους περαστικούς ή παρασύρθηκαν από τα νερά της βροχής για να μείνουν μόνο ανεξίτηλα χρώματα στην ψυχή.
Πόσα πολλά χρόνια…. Μακάρι να μπορούσε να τα μετρήσει. Αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Μακάρι να μπορούσε να τρέξει πίσω. Μακάρι να μπορούσε ν’ αγκαλιάσει το χρόνο που δεν στάθηκε ούτε στιγμή, κυλούσε πάντα τόσο γρήγορα, κι εκείνη ήθελε τόσο πολύ να του μιλήσει και να την ακούσει, αλλά έφευγε, πάντα έφευγε, την προσπερνούσε χωρίς οίκτο. Κι εκείνη την ημέρα όπου το τελευταίο φιλί συνόδεψε το αντίο και τα λευκά χρυσάνθεμα κάλυψαν το χώμα που σκέπασε την πνοή, έμοιαζε σαν να μην υπήρξε αρχή, παρά μόνο τέλος, σε μια ιστορία που χάθηκε στο κατώφλι της απεραντοσύνης του ουρανού.
Ήταν μια Φθινοπωρινή μέρα, που όλα έμοιαζαν μουντά και υγρά. Είχαν φύγει πια όλοι και το σπίτι της φάνηκε για πρώτη φορά άδειο. Στάθηκε στις πιο όμορφες στιγμές της ζωής της καθώς κοίταζε τις φωτογραφίες. Αυτές οι φωτογραφίες ήταν τα μόνα πια πραγματικά, αληθινά κομμάτια ζωής. Ω! Τα παιδιά της! Σίγουρα τα παιδιά αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Είναι δικά της, μόνο δικά της, αληθινά παιδιά, αλλά μακριά της.
            Χάιδεψε το γυαλιστερό χαρτί. Χάιδεψε το πρόσωπο, το κορμί του. Χαμογέλασε, μόλις χαμογέλασε.
-Πέτρο περίμενε να σε βγάλω μια φωτογραφία την ώρα που ψαρεύεις.
- Εντάξει!!! Περιμένω, της είπε και πήρε πόζα.
Ήταν μια αξέχαστη εκδρομή. Εκείνος είχε όλων των ειδών τα αγκίστρια μαζί του, τις πετονιές, πέντε καλάμια, απόχη και οτιδήποτε ακόμα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Η Έλση κοίταζε τη φωτογραφία και συνέχισε να χαμογελά ελαφρά, καθώς θυμόταν εκείνον και τα ψάρια του. Έριξε πάλι μια ματιά στο αποξηραμένο τριαντάφυλλο. Το πήρε με ευλάβεια στα χέρια της, το μύρισε όπως έκανε τότε.
-Πέτρο κοίτα κάτι όμορφα τριαντάφυλλα!
-Να σου κόψω ένα;
-Να μη μας κάνουν παρατήρηση.
-Ποιος να μας κάνει παρατήρησή, αφού είναι έξω από την μάντρα. Αλλά και κάτι να τύχει να μας πουν, θα τους δώσω τα ψάρια που έπιασα. Έβαλλε τα γέλια και το έκοψε.
-Ορίστε κυρία μου! Σας το χαρίζω, και μαζί με αυτό σας κάνω και πρόταση γάμου.
Ήταν το ωραιότερο δώρο που πήρε στην ζωή της και από τότε το κράτησε. Για κείνη δεν μαράθηκε ποτέ, έμεινε το λευκό τριαντάφυλλο της αγάπης.
Η Έλση συνέχισε να κοιτάζει τις φωτογραφίες. Μέρες που κυλούσαν σαν τρέιλερ κινηματογραφικής ταινίας πέρασαν από μπροστά της όλες οι στιγμές ζωής, καλές και κακές. Μόνο που στις εικόνες, αυτές που είχε μπροστά της, σ’ εκείνο το φωτογραφικό χαρτί, δεν υπήρχαν άσκημες στιγμές παρά μόνο όμορφες. Το δερμάτινο μεγάλο άλμπουμ δώρο της μητέρας της, που κατόπιν την βάπτισαν μεγάλη μαμά, είχε γεμίσει αποκλειστικά με τις φωτογραφίες του γάμου της.
Τι αγωνία εκείνη την ημέρα! Τι κτυποκάρδι!
Η εκκλησία ήταν στολισμένη από λευκά τριαντάφυλλα, και το νυφικό της κεντημένο με χρυσή κλωστή. Τέσσερα παρανυφάκια κρατούσαν το πέπλο κι εκείνη προχωρούσε μπροστά με αργά βήματα, μαζί με τον πατέρα της, ώσπου την παρέδωσε στον Πέτρο. Η αγωνία της σιγά σιγά πέρναγε μέχρι… που τέλειωσε το μυστήριο. Και ύστερα η δεξίωση.
Η Έλση έκλεισε το άλμπουμ και το άφησε κάτω πλάι στα πόδια της. Τώρα ήθελε να ανατρέξει στις άλλες μεγάλες της αγάπες, στα δίδυμα. Τα αγγελούδια μου έλεγε πάντοτε, και μέχρι τώρα που μεγάλωσαν συνέχισε έτσι να τα λέει κι ας έχουν τις δικές τους οικογένειες. Σηκώθηκε και άνοιξε το συρτάρι του μπουφέ. Εκεί ήταν οι φωτογραφίες με τα αγγελούδια. Χρόνια έλεγε να τις φτιάξει, να τις βάλλει σε άλμπουμ αλλά, όλο κάτι άλλο τύχαινε και οι φωτογραφίες παρέμεναν χυμένες και μπερδεμένες μεταξύ τους. Τις πήρε και τις άπλωσε στο τραπέζι. Με δακρυσμένα μάτια προσπάθησε να θυμηθεί τις ημερομηνίες, να τις βάλλει με την σειρά, σε μια τάξη, αλλά τα χρόνια που πέρασαν από πάνω της έσβησαν και τις μέρες και τους αριθμούς.
Η βάπτιση τους. Ο μικρός της με μπλε κουστουμάκι, σαν γαμπρός. Λευτέρη τον ονόμασαν και η μικρούλα της, η Αννούλα με ροζ φορεματάκι, όπως τα παρανυφάκια, με ξανθές μπουκλίτσες και τα δυο, με γαλανά ματάκια, όπως οι άγγελοι. Και ύστερα ήρθαν τα πρώτα τους γενέθλια. Τα ξεφωνητά τους και τα γέλια έμειναν σαν ηχώ ανάμεσα στους τοίχους του άδειου σπιτιού να θυμίζουν πως κάποτε έσφυζε από ζωή. Τώρα οι φωτογραφίες η μια πίσω απ’ την άλλη σαν παρέλαση από χιλιάδες στρατιώτες γέμισαν το τραπέζι, ώσπου έφτασε η πρώτη μέρα του σχολειού. Η πρώτη στιγμή που το παιδί αποχωρίζεται την μάνα του και αρχίζει μια άλλη, καινούρια ζωή που, θα διαρκέσει χρόνια, και κάθε μέρα όλο και θα γίνεται πιο έντονη, πιο δημιουργική και πιο απαιτητική, ώσπου όταν πια τα μάτια θα σφραγίζουν από την κούραση ή όταν τα δάκρυα θα στεγνώνουν πάνω στα μάγουλα μετά από κάποια απογοήτευση, εκείνη η αγκαλιά της μάνας θα είναι πάντα ανοικτή, για να χαρίσει ξεκούραση, σιγουριά και ηρεμία.  
Η Έλση γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τον μεγάλο μπουφέ με τον οβάλ καθρέφτη. Πλησίασε, άγγιξε με τα ακροδάχτυλα της τις φωτογραφίες με τις σκαλιστές κορνίζες. Οι πρωταγωνιστές εκείνης της μέρας πόζαραν χαρούμενοι μπροστά στον φακό αποθανατίζοντας τη στιγμή του γάμου τους. Αγκαλιάζοντας τες και κρατώντας τες σφικτά στο στήθος της διέσχισε τα μονοπάτια της αλήθειας, και χάθηκε στον ορίζοντα τους ψηλαφώντας αναμνήσεις, ατέλειωτες όμορφες στιγμές, δάκρυα χαράς αλλά και πόνου. Περιπλανήθηκε στους διαδρόμους της ζωής της κι έφτασε κυρτή πια, γιαγιά να αγκαλιάζει τα δικά της εγγόνια.
Τα εγγόνια της… «Τα εγγόνια μου, οι τελευταίες χαρές της ζωής μου» είπε από μέσα της, και άνοιξε μια μεγάλη αγκαλιά να χωρέσει όλες τις φωτογραφίες τους. Όταν γεννήθηκαν, όταν έγινε η βάπτιση τους, όταν έσβησαν στα γενέθλια τους τα πρώτα τους κεράκια, όταν πήγαν σχολειό, και κρατούσαν μια σάκα που έμοιαζε να είναι πιο μεγάλη και απ’ το μπόι τους, όταν ξεκίνησαν την μελέτη, και πόσα ακόμα πολλά όταν… ήταν αποτυπωμένα σε εκείνο το γυαλιστερό χαρτί. Με τις φωτογραφίες αγκαλιά έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα της να δει τις ζωγραφιές τους, κολλημένες στην ντουλάπα, στην πόρτα, στους τοίχους. Έμεινε αρκετή ώρα να τις κοιτάζει βυθισμένη σε ένα κόσμο λατρεμένο γεμάτο από τα όμορφα χρώματα της ανατολής. Με τις φωτογραφίες αγκαλιά γύρισε πάλι στο σαλόνι. Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω τον δρόμο. Από αυτό το παράθυρο πάντα έβλεπε τους δικούς της να έρχονται, τον πατέρα της, την μητέρα, τον Πέτρο, τα παιδιά, τα εγγόνια της, όλους…  
 Είχε πια νυχτώσει. Οι φωτογραφίες τέλειωσαν και μαζί τους τέλειωσε μια ζωή. Τις άφησε στη θέση τους και πλησίασε τη φωτογραφία του Πέτρου, με την ασημένια κορνίζα, που ήταν πάνω στο τραπέζι. Άναψε την καντήλα πλάι της, και τον χάιδεψε, μετά την πήρε και την ακούμπησε στα χείλη της και φίλησε τα δικά του χείλη. Κάθισε στην πολυθρόνα και άφησε τον εαυτόν της λεύθερο να αφουγκραστεί τις σιωπές εκείνης της Φθινοπωρινής νύχτας, ανάπνευσε βαθιά κι έκλεισε τα μάτια.
Ένα μαύρο πέπλο κάλυψε κάθε σοκάκι της Γης, κάθε γωνιά του ουρανού για να φωτίσει μόνο τα σκαλοπάτια μιας καινούριας ζωής που ξεκινούσε πέρα από τα σύνορα της ανθρώπινης ύπαρξης και περνούσε την Μεγάλη Πύλη.