Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

πασχαλινές μέρες




ΟΜΟΡΦΕΣ ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ

ΣΤΙΓΜΕΣ

*

Ήταν βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. Οι καμπάνες κτυπούσαν πένθιμα. Τα σύννεφα, ήσαν έτοιμα να ρίξουν τα δάκρυά τους στη γη. Καθώς κοίταζα τον ουρανό συλλογιζόμουν, κι αυτός μουντός, έμοιαζε πως συνόδευε τα πάθη του Χριστού. Άφησα τις σκέψεις μου να φύγουν μακριά, ταξίδεψα πέρα απ’ τη Γη κι ένοιωσα το βλέμμα Του. Με αναμμένο το κερί στα χέρια ακολούθησα την πομπή μαζί με άλλους. Πρώτα ο Σταυρός και τα εξαπτέρυγα, μετά κοριτσόπουλα ντυμένα στα λευκά, ο Επιτάφιος, ο ιερέας και μια μικρή χορωδία, και ύστερα… εμείς. Ο πομπή προχώρησε στα σκοτεινά δρομάκια του χωριού που θα περνούσα εκείνες τις μέρες του Πάσχα, έκανε τον κύκλο της πλατείας κι επέστρεψε στην εκκλησιά. Μπήκα κι εγώ μέσα. Άφησα το αναμμένο μου κερί στο μανουάλι και μετά από λίγο με το βλέμμα χαμηλωμένο επιστρέψαμε στα σπίτια μας.

Η νύχτα πέρασε ήρεμη, απέριττη. Κανένας θόρυβος δεν υπήρξε για να ταράξει τα βάθη των σκέψεων μου και η άλλη μέρα ήρθε ζεστή. Χρυσαφένιες οι ακτίνες του ήλιου έσπασαν τα σύννεφα κι έπεσαν πάνω στο χωριό. Όλα έμοιαζαν πως έλαμπαν. Περπάτησα στους χωματόδρομους και τα καλντερίμια, όποιον συναντούσα με χαιρετούσε, μου ευχόταν Καλή Ανάσταση, κι ας μη με γνώριζε. Το βράδυ δεν άργησε να ‘ρθει. Στις έντεκα όλο το χωριό με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας μαζεύτηκε στην εκκλησία. Σε λίγο τα φώτα του Ναού έσβησαν. Περιμέναμε με τις λαμπάδες μας σβηστές κι αυτές. Κανείς δε μίλαγε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και μέσα απ’ το Ιερό φάνηκε η πορτοκαλή φλόγα ενός κεριού και ύστερα ακούστηκε η φωνή του παπά:

«Δεύτε λάβετε Φως»

Τα φώτα της εκκλησιάς άναψαν. Οι λαμπάδες μας έλαμψαν. Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα, και πάλι ακούστηκε η ίδια φωνή γεμάτη δέος και κατάνυξη.

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»

Οι καμπάνες ήχησαν πέρα ως πέρα κι ενώθηκαν με όλες τις φωνές μαζί. «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ» Οι λαμπάδες της Ανάστασης υψώθηκαν. Βεγγαλικά φώτισαν τον σκοτεινό ουρανό.

Κυριακή του Πάσχα. Ημέρα αγάπης.

 Κάτι καινούριο υπήρχε μέσα στην ψυχή μας, όμορφο, φαινόταν στην έκφραση, στο βλέμμα. Περπάτησα για ακόμα μια φορά στα στενά δρομάκια. Ανέβηκα το ύψωμα. Ατένισα τα γύρω βουνά, όπως την προηγουμένη, αλλά τώρα μου φάνηκε άλλο τοπίο άγνωστο, μαγικό. Οι κορφές των δένδρων άγγιζαν τον ουρανό. Τα λουλούδια ευωδίαζαν. Όλη η Πλάση χαμογελούσε κι εγώ δεχόμουν με ευχαρίστηση κάθε δώρο που μου πρόσφερε. Ένιωθα χαρούμενη, αποφασισμένη να διώξω κάθε έχθρα και να χαρίσω την αγάπη μου.  Κάθισα στον πεσμένο κορμό κάποιου δένδρου κι έβγαλα απ’ την τσάντα μου το σημειωματάριο μου, ήθελα να γράψω αυτό που ένιωσα, να ζωντανέψω τις εικόνες σε ένα φύλλο χαρτί. Οι ώρες προχώρησαν χωρίς να τις καταλάβω, περπατώντας και γράφοντας, πιστεύοντας έτσι πως αποθανατίζω τις πιο όμορφες Πασχαλινές μου στιγμές κοντά στη φύση και στους ανθρώπους ενός μικρού χωριού της Ελλάδας, έφτασα πίσω στο σπίτι. Όλα ήσαν έτοιμα. Το αρνί στη σούβλα, τα Πασχαλινά αυγά, τα τσουρέκια.

 Στέλνω τις ευχές μου σε όλους σας για ό, τι καλλίτερο στη ζωή.



 

Copyright © 2012     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

“All rights reserved”

 



Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου την Μ. Παρασκευή 13 Απριλίου 2012. Αριθμός φύλλου 270.  


Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

αναμνήσεις





Φαντασία και πραγματικότητα.



Σελεγούδι  Πάσχα 2008



Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν ξέρω καν τι ώρα ήταν. Η αλήθεια είναι πως ένοιωσα κάποιο χάδι, ελαφρύ σαν αεράκι. Αυτό ήταν λοιπόν. Αεράκι. Χαμογέλασα και ξανακοιμήθηκα. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Άραγε πολλή; Λίγη; Ίσως και καθόλου και απλά να νόμιζα πως ξανακοιμήθηκα.

Άνοιξα πάλι τα μάτια. Στύλωσα το βλέμμα μου στο ταβάνι. Κοίταξα γύρω μου. Περιεργάστηκα την κάθε γωνιά του δωματίου που βρισκόμουν. Δεν ήταν το δικό μου δωμάτιο. Δεν ήμουν ξαπλωμένη στο δικό μου κρεβάτι. Παρατήρησα τις σκιές που σχημάτιζαν τα έπιπλα, καθώς ένα αμυδρό φως έμπαινε απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κάποια στιγμή μου φάνηκαν μακρόστενες, επιβλητικές σκιές κολλημένες στους τοίχους. Ανασηκώθηκα. Αριστερά μου ήταν μια όμορφη τουαλέτα από σκαλιστό ξύλο, με μεγάλους μπιζοτέ καθρέπτες. Κοιτάχτηκα. Μόλις που μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο μου με τα νυσταγμένα μου μάτια. Άναψα το φως του πορτατίφ που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο, πλάι στο κρεβάτι μου και κοίταξα την ώρα. Ήταν 6.30 το πρωί. Βάρβαρη ώρα είπα από μέσα μου, γιατί εγώ..., εδώ που τα λέμε, δεν συνήθιζα να ξυπνώ τόσο πρωί. Νυσταγμένη καθώς ήμουν έγειρα το κεφάλι μου και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Μάταια όμως. Κρύωνα κι έτσι σηκώθηκα για να κλείσω την μπαλκονόπορτα. Ένα χλωμό φως, που περισσότερο έμοιαζε με γκρίζο διάχυτο στην ατμόσφαιρα, με παραξένεψε. Έριξα τη ρόμπα στους ώμους μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Ακούμπησα στην κουπαστή κι έγειρα μπροστά κοιτάζοντας τριγύρω τη θέα. Βρισκόμουν σε ένα πανέμορφο χωριό, περιτριγυρισμένο από καταπράσινα βουνά, λόφους και λαγκάδια.

Από το μπαλκόνι μου μπορούσα να δω την εκκλησιά, την Αγία Τριάδα, τα λίγα σπίτια με τις γεμάτες λουλούδια αυλές τους, τις καγκελόπορτες, τους μαντρότοιχους, τα κόκκινα κεραμίδια τους, ακόμα και τον δρόμο μπορούσα να δω, που διασχίζει το χωριό και περνά ανάμεσα από ειδών ειδών δένδρα και θάμνους. Αυτός ο δρόμος κάνει παρέα στον ποταμό, που δεν σταματά να ψιθυρίζει για να καταλήξει στο ξωκλήσι, τον Άγιο Φανούριο.   

Μπροστά μου, σε κάποια απόσταση, που δεν μπορώ να προσδιορίσω, ανάμεσα στα βουνά και τα υψώματα βρίσκεται μια καταπράσινη κοιλάδα. Είχα στυλώσει το βλέμμα μου εκεί που οι κορφές των πανύψηλων δένδρων θαρρείς πως αγγίζουν τα ουράνια, όταν... ένα λευκό πέπλο ομίχλης άρχισε να αναδύεται από το βάθος. Έμοιαζε να βγαίνει άσπρος καπνός απ’ τα σπλάχνα της γης για να σκεπάσει το χώμα και ότι άλλο βρισκόταν στο πέρασμά του. Παρατηρούσα αυτό το πέπλο που ανέβαινε αργά αργά την πλαγιά του βουνού. Μνήμες των παιδικών μου χρόνων σαν παραστάσεις μιας μακρινής εποχής έμοιαζαν να παρουσιάστηκαν πάνω του. Έμεινα ακίνητη να κοιτάζω την πορεία του, σαν να ήταν η  πορεία της δικής μου ζωής, με όλα τα όμορφα και άσχημα που υπήρξαν. Θυμήθηκα όταν μικρή ακόμα στην εξοχή χαιρόμουν αυτό το άσπρο υγρό πέπλο να με χαϊδεύει καθώς έτρεχα. Χανόμουν μέσα στον μανδύα της ομίχλης κι άνοιγα τα χέρια μου λες και μπορούσα να την κρατήσω στην αγκαλιά μου. Και τώρα ήθελα να τρέξω. Να νοιώσω το χάδι της. Αλλά, τι κρίμα! Τώρα δε γινόταν. Αρκέστηκα στο να τη βλέπω, μέχρι που διαλύθηκε. Φάνηκαν έτσι καθαρά τα δένδρα και τα πρώτα σπίτια που είχε περιβάλλει και μακριά, στο βάθος το ξωκλήσι, ο Άγιος Φανούριος.

Ναι! Τώρα τα διέκρινα όλα καθαρά, μέχρι που η βροχή που άρχισε να πέφτει δεν άφηνε να φανούν τα όμορφα χρώματα. Ήταν, όμως, η πρώτη φορά στην ζωή μου που κατάλαβα πως δεν είναι απαραίτητο το φως για να δεις την ομορφιά. Είναι αυτό το ξεχωριστό που σου χαρίζει η φύση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, με οποιονδήποτε καιρό, ηλιόλουστο ή βροχερό, ομιχλώδη ή λαμπερό. Είναι αυτή η ομορφιά που κρατάς μέσα σου και μένει δεμένη μαζί σου και για πάντα.

Βρεγμένη καθώς ήμουν μπήκα μέσα. Έκλεισα τη μπαλκονόπορτα και ακούμπησα το μέτωπό μου στο τζάμι. Όλα ήταν τόσο ήσυχα! Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή που έμοιαζε σαν τραγούδι κι εγώ ένιωθα τόσο μεγάλη γαλήνη και ηρεμία!  Και συνέχισα να νοιώθω το ίδιο όλες εκείνες τις ημέρες που έμεινα στο Σελεγούδι.

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, 25 του Απρίλη και ο χειμώνας δεν έλεγε να μας αφήσει. Αέρας, κρύο και βροχή συνόδευσαν όλες της ημέρες της παραμονής μου σ’ εκείνο το όμορφο χωριό. Αλλά η αγάπη, αυτή η μικρή και συνάμα τόσο μεγάλη λέξη, δεν επηρεάζεται από κανένα καιρό. Φωλιάζει μέσα στην ψυχή εκείνων που τη γνωρίζουν και την πιστεύουν. Είναι η λέξη που ηχεί στις καρδιές και σε φέρνει πιο κοντά στο να αισθανθείς αυτή την αλήθεια του Θείου δράματος.

Άνθρωποι με θρησκευτική ευλάβεια, με χαμηλωμένο βλέμμα, μικροί και μεγάλοι, με αναμμένα τα κεριά μας, προστατεύοντας τα απ’ τον αέρα, ανάμεσα στις φούχτες μας, ώστε να κρατήσουμε την φλόγα αναμμένη και ψέλνοντας, ακολουθήσαμε τον Επιτάφιο. Ανεβήκαμε το ανηφορικό δρομάκι μέχρι την παλιά εκκλησιά των Αγίων Θεοδώρων και ύστερα επιστρέψαμε με το ίδιο χαμηλωμένο βλέμμα. Άφησα το αναμμένο κερί στο μανουάλι και μαζί με τους άλλους γύρισα στο σπίτι. Βγήκα ξανά στο μπαλκόνι. Τα λιγοστά φώτα, σαν αστράκια που έπεσαν απ’ τον ουρανό άστραφταν μέσα στο σκοτάδι. Άνοιξα τα χέρια μου και κοίταξα προς τα πάνω.

Ω! Θεέ μου, είπα. Σ’ ευχαριστώ που υπάρχω.

Μεγάλο Σάββατο, 26 του Απρίλη. Κατέβηκα στον δρόμο που έβλεπα απ’ το μπαλκόνι του δωματίου μου και περπάτησα μέχρι το τέρμα του, εκεί που είναι το ξωκλήσι με τα κόκκινα κεραμίδια και το καμπαναριό. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Παρά την μουντή μέρα ένα άσπρο φως έμπαινε από κάποιο τζάμι και φώτιζε την Άγια Τράπεζα. Στάθηκα μπροστά στο Ιερό και προσευχήθηκα.

Είχε αρχίσει πάλι να ψιλοβρέχει. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής χωρίς να επιταχύνω καθόλου το βήμα μου. Το Σελεγούδι με τα άσπρα του σπίτια βρισκόταν μπροστά μου, όμορφο, ακουμπισμένο πάνω στο πράσινο. Ένιωσα πως το κάθε μικρό ή μεγάλο λουλούδι με κοίταζε, πως το κάθε δέντρο μου χαμογέλαγε. Περήφανη, σα να ήμουν η μοναδική που είχε αυτό το προνόμιο, του να βρίσκεται εκεί, που η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία, κατέβηκα στη ρεματιά. Κάθισα κάτω στις πέτρες να ακούσω το ποτάμι. Όλοι λένε πως το τραγούδι του είναι μονότονο. Εγώ το βρήκα διασκεδαστικό. Μου μίλαγε. Μου έλεγε ό, τι ήθελα να ακούσω.

Το απαλό θρόισμα των φύλλων, ο ήχος του αέρα που περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δένδρων και τα φυλλώματα τους, ο θόρυβος που άφηνε η βροχή καθώς κτυπούσε με το πέσιμό της στο χώμα και το ποτάμι που κυλούσε ακατάπαυστα συνέθεταν την πιο όμορφη μελωδία. Συνέχισα να κάθομαι στις πέτρες για να ακούσω και να ζήσω, έστω και για λίγο, αγκαλιά με την φύση.



       «Για μένα και το πιο απλό λουλούδι μπορεί να μου γεννήσει σκέψεις,

        που να μου φέρουν δάκρυα στα μάτια».

ΓΟΥΟΝΓΟΥΟΡΘ



 Έντεκα το βράδυ και όλο το χωριό σιγά σιγά με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας, μαζεύτηκε στην Αγία Τριάδα. Μετά από λίγο τα φώτα έσβησαν. Ησυχία παντού, κανείς δεν μίλαγε. Η ηρεμία της νύχτας συντρόφευε τις σκέψεις μας. Μέσα απ’ το Ιερό φάνηκε η πορτοκαλή φλόγα ενός κεριού να τρεμοπαίζει και ύστερα ακούστηκε η φωνή του παπά:

 «Δεύτε λάβετε Φως».

Τα φώτα της εκκλησίας ξανάναψαν. Οι σβηστές λαμπάδες που κρατούσαμε, τώρα έλαμψαν και ο ναός γέμισε φως. Δώδεκα τα μεσάνυχτα και πάλι ακούστηκε βροντώδης η φωνή του, γεμάτη δέος και κατάνυξη.

             « ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ».    

            Οι καμπάνες ήχησαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Βεγγαλικά φώτισαν τον ουρανό. Ευχές ακούστηκαν και με τις λαμπάδες ανυψωμένες όλο το εκκλησίασμα με μια φωνή δυνατή φώναξε:

«Αληθώς Ανέστη».

Αυτή είναι η σπουδαιότερη στιγμή της Χριστιανοσύνης και την ένοιωσα βαθιά μέσα στην ψυχή μου κοντά στους ανθρώπους ενός μικρού χωριού του Ταύγετου.

            27 Απριλίου. Κυριακή του Πάσχα. Ο καιρός συνέχισε να είναι μουντός. Βαριά τα σύννεφα κατέβαιναν απ’ τον ουρανό για να αγγίξουν τα γύρω βουνά. Περπάτησα στο μονοπάτι που περνά μέσα απ’ την λαγκαδιά, κοντά στα πλατάνια και τις βελανιδιές. Ανέβηκα το ύψωμα όσο πιο πολύ μπορούσα. Αισθάνθηκα σαν κάποιο αόρατο χέρι να με τράβαγε προς τα πάνω και δεν ήθελα να επιστρέψω. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα κάτω απ’ τα πόδια μου το Σελεγούδι σαν κόσμημα, ένα πολύτιμο πετράδι τυλιγμένο με τα χρώματα των λουλουδιών και τις αποχρώσεις του πράσινου. Κοίταξα πέρα, μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι μου κι ένιωσα το βλέμμα του Θεού.

Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα στα τέλη του Απρίλη. Μια μέρα όμως όμορφη, γεμάτη απ’ τα δώρα που μας προσφέρει η φύση. Γεμάτη μηνύματα για την ζωή, την ομορφιά της ζωής.

           

Υπάρχει ένα πολύ παλιό έθιμο. Το είδα στο Σελεγούδι και το κράτησα βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Έμαθα πως τα πολύ παλιά χρόνια, τότε ακόμα που οι έχθρες ανάμεσα στα χωριά ήταν έντονες, για να φιλιώσουν οι χωριανοί μεταξύ τους και να σταματήσει η βεντέτα, χρησιμοποιούσαν ως μέσο συμφιλίωσης την ημέρα του Πάσχα. Μια μέρα αγάπης. Όταν η αγκαλιά είναι πραγματική και το φιλί αληθινό σβήνουν οι έχθρες.  

            Σελεγούδι ημέρα Δευτέρα 28 Απριλίου. Ξύπνησα πρωί, από μια μικρή ακτίνα ήλιου που γλίστρησε μέσα απ’ τα σύννεφα κι εκείνα σαν να μην άντεξαν πια να τον κρατάνε φυλακισμένο, τον άφησαν λεύτερο να χαρίσει τη ζέστη του και τη λάμψη του. Ο ιερέας μας επισκέφθηκε, όπως εξ’ άλλου και τα άλλα σπίτια του χωριού. Η κάθε φαμίλια του πρόσφερε κουλούρα ψωμί, αυγά ή κρασί, όπως τα παλιά χρόνια. Στην συνέχεια όλα αυτά τα μάζεψαν έξω απ’ την εκκλησιά κι έγινε δημοπρασία με σκοπό τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για ιερό σκοπό. Ήμασταν όλοι εκεί, γνωστοί και άγνωστοι, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε μεταξύ μας, ως ένδειξη αγάπης και συμφιλίωσης.  

Νωρίς το απόγευμα έφυγα για την Αθήνα παίρνοντας μαζί μου τις όμορφες στιγμές και αφήνοντας εκεί, στο Σελεγούδι, την καρδιά μου. Ευχαριστώ τους φίλους, τους δικούς μου ανθρώπους που μου έδωσαν την ευκαιρία να γευθώ και να απολαύσω τα δώρα που μας προσφέρει η μητέρα φύση και να ζήσω μαζί τους αγαπημένες μέρες.  



Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Λακωνικά "το έτος 2008 αρ.τεύχους 228. 







Τρίτη 3 Απριλίου 2012

χρυσές σελίδες




ΑΠΡΙΛΙΟΣ



-Σάσα  τρέξε. Γρήγορα, φώναξε ο Δημητράκης και χτύπαγε τα πόδια του. Τρέξε να δεις στον κήπο ένα αποκεφαλισμένο τέρας.

            Η Σάσα τρόμαξε τόσο πολύ που κατουρήθηκε πάνω της. Και ο Δημητράκης όλο φώναζε και την τράβαγε να πάει να το δει.

-Έλα, έλα....

-Δε θέλω να δω το τέρας. Μαμάαα...

-Ουου, χαζή. Πρωταπριλιά είναι. Σε γέλασα.

            Η Σάσα έβαλε τα κλάματα και ώσπου να συνέλθει πέρασε ώρα. Ο δε Δημητράκης της έφαγε απ’ την μαμά του για να μάθει να μην κάνει τέτοια αστεία, κι έτρεξε στην αγκαλιά της Μαρίκας να βρει παρηγοριά, η Σάσα τον ακολούθησε. Και τα δυο της εγγόνια έμειναν πολύ ώρα πλάι της. Ο Δημητράκης απ΄ τη μια μεριά και η Σάσα απ’ την άλλη. Ούτε κοιτάζονταν. Του κόσμου τις προσπάθειες έκανε η Μαρίκα για να συμφιλιωθούν. Του κάκου όμως. Όλη η μέρα τους πέρασε έτσι.

*         

          Ήταν ένα μικρό απόσπσμα απ' το βιβλίο μου "Χρυσές σελίδες"
           
 

Copyright © 2010     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

“All rights reserved”