Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

διήγημα




- 47 χρόνια απουσίας -

---

 

Αγαπημένη Μαίρη γειά σου.

Τι κάνεις; Μη μου απαντήσεις μόνο με ένα τηλεφώνημα, όπως συνήθως. Γράψε μου όλα τα νέα σου. Τα δικά μου είναι αρκετά περίεργα κι όπως ξέρεις δεν έχω κανέναν, ούτε να με συμβουλέψει, ούτε να με ακούσει. Η συντροφιά μου είναι οι τρείς γατούλες μου, που η μια είναι πιο όμορφη από την άλλη.

Μερικές φορές νομίζω πως αυτό το γράμμα θα είναι και το τελευταίο που σου γράφω, όχι για κανέναν άλλο λόγο, μην τρομάζεις, αλλά… ή δε θα έχω τίποτε να πω, ή… θα ντρέπομαι. Ναι θα ντρέπομαι Μαίρη. Μη σου φαίνεται παράξενο. Κάθομαι ώρες ολόκληρες και κοιτάζομαι στον καθρέφτη, ή παίρνω τα άλμπουμ και κοιτάζω τις φωτογραφίες. Ψάχνω εκεί μέσα να βρω τον εαυτόν μου, και δεν τον βρίσκω. Δεν είμαι πουθενά. Όχι… Ξέρω τι σκέπτεσαι.  Δεν τραβούσα εγώ τις φωτογραφίες. Είμαι κάποια άλλη. Κάποια άλλη Μαίρη μου. 

Παντρεύτηκα όπως θυμάσαι από προξενιό, τον Δημήτρη. Δέχτηκα αυτόν τον γάμο για να δείξω…, όπως είναι γνωστό, στον Στάθη, πως κανείς εμένα δεν μπορεί να με γελάσει. Δεν έζησα άσχημα, όμως κάτι έλλειπε απ’ την ψυχή μου. Μερικές φορές μάλιστα, ένοιωθα και πως με έχουν ακρωτηριάσει, και πως λείπει και κάτι κι από το ίδιο μου το κορμί. Δεν προσπάθησα ποτέ να κερδίσω ό,τι δεν πρόλαβα. Δέχτηκα στωικά τη ζωή με ό,τι μου χάριζε ή μου έπαιρνε.

Μπαίνω στο σπίτι. Βάζω το κλειδί στην πόρτα και δεν ακούω τίποτε, παρά μόνο το θόρυβο του κλειδιού μου. Είναι πικρό πράγμα η μοναξιά, κι εγώ από τότε που έφυγε ο Δημήτρης, για το πιο μακρινό του ταξίδι, δεν έψαξα για καμιά συντροφιά κι ας έρχονταν άπειρες φορές στο μυαλό μου οι παρέες, τα γλέντια, ο κόσμος, τα ταξίδια. Έφτασα σε σημείο να πιστεύω, πως δεν υπάρχει παρελθόν κι αυτό, γιατί ένοιωθα πως όλο αυτό που άφησα πίσω ήταν μόνο στην φαντασία μου. Τρόμαξα στην ιδέα πως κάποτε είχα κάνει λάθος κι έτσι καλύτερα να μην υπήρξα ποτέ. Δε χρειάζεται λοιπόν να διορθώσω τίποτε. Αν είχα παιδιά, τώρα θα ήμουν γιαγιά κι έτσι θα υπήρχε συνέχεια. Τέλος πάντων, θα γνώριζα μια άλλη πτυχή της ζωής και θα ήμουν σίγουρη πως κάποτε έζησα. Κατέληξα να μην είμαι σίγουρη για τίποτε. Ζω το τώρα. Δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχει πριν, παρά μόνο χάος. Μην πιστέψεις πως τρελάθηκα ή πως αρχίζω να τρελαίνομαι, είναι τα λάθη που δεν μπόρεσα να σβήσω, κι έτσι αν η ανάμνηση είναι φανταστική παύεις να υποφέρεις. Όμως, παρ’ όλο αυτό το τρομακτικό μου πιστεύω υπάρχει κάτι το ανεξιχνίαστο, μια συνάντηση που κατέρριψε τους τρόμους μου για το αν υπάρχει παρελθόν. Λίγες ώρες ήταν αρκετές για να ανατρέψω τα πάντα και κυρίως να συμφιλιωθώ με την ζωή, τους ανθρώπους και προπάντων με τον εαυτόν μου.

Ήταν μια σκοτεινή μέρα, από αυτές που τα σύννεφα δεν παραμερίζονται για να περάσει κάποια ακτίνα του ήλιου. Είχα πάρει ένα βιβλίο και προσπαθούσα να διαβάσω, όταν κτύπησε το τηλέφωνο. Πετάχτηκα. Είχε να κτυπήσει μέρες το τηλέφωνο. Το άνοιξα. Στο άκουσμα του εμπρός, μια ανδρική φωνή με ζήτησε.

«Καλημέρα» είπε. «Μπορώ να μιλήσω με την κυρία Αριστέα Παπανικολάου;»

Ποιος με ήξερε με το πατρικό μου; διερωτήθηκα.

«Η ίδια».

            «Αριστέα… Καλημέρα. Ένα όνομα θα σου πω. Στάθης Πετρόπουλος».

Δάγκασα τα χείλη μου κι έκλεισα το τηλέφωνο τρομαγμένη. Αυτό το όνομα το ήξερα. Ο Στάθης. Είχα προσπαθήσει και αυτό το όνομα και τα έντεκα χρόνια ζωής μαζί του να τα σβύσω. Είχα προσπαθήσει να πιστέψω πως ότι υπήρχε ήταν μόνο ένα όνειρο που με τύλιξε και κατέληξε ένα κομμάτι που κινούταν στη φαντασία μου. Με ξαναπήρε αμέσως και μου ζήτησε να βγούμε. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ μπροστά στην πραγματικότητα.  Από εκείνη τη μέρα αρχίζει ένα παιχνίδι με την ζωή, με τον έρωτα, με το παρελθόν. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Είχαν περάσει σαράντα επτά χρόνια από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Θα με γνώριζε άραγε; Διερωτήθηκα. λ

Άνοιξα τη ντουλάπα μου. Τίποτε δεν μου άρεσε. Δεν υπήρχε τίποτε κατάλληλο να φορέσω. Τίποτε δε θύμιζε την Αριστέα κάποιας εποχής που είχε σβύσει πια ανεπιστρεπτί. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που άλλαξα τα πιστεύω μου. Υπήρξα. Είχα ζήσει με όλα αυτά που ήταν δικά μου, μέρη της ζωής μου. Και ήταν κάτι που έπρεπε να το αποδείξω στον εαυτόν μου. Την ίδια μέρα πήγα στο κομμωτήριο κι έβαψα τα μαλλιά μου καστανά. Αγόρασα καινούρια εσώρουχα, φόρεμα, παλτό, παπούτσια, τσάντα. Κοιτάχτηκα πολλές φορές στον καθρέφτη, μήπως βρω κάποια ατέλεια. Ναι… πολλές ατέλειες ή… τελικά δεν ξέρω ίσως καμία. Ναι… μπορεί να σου φαίνεται αστείο. Νομίζω πως ήμουν τέλεια.

Σε δυο μέρες συναντηθήκαμε στο Σύνταγμα. Δυο μέρες μου φάνηκαν σα να ήταν εκείνα τα σαράντα δύο χρόνια απουσίας απ’ τη ζωή. Στο ραντεβού πήγα είκοσι λεπτά νωρίτερα. Τρόμαξα στην ιδέα μήπως με συναντήσει στο δρόμο και μπήκα σε μια μπουτίκ. Εκείνα τα είκοσι λεπτά αργούσαν τόσο πολύ να περάσουν. Φοβόμουν… Μία μέρα πριν ένοιωθα πως ήμουν τέλεια κι εκείνη τη στιγμή ένοιωσα το αντίθετο. Είχα μεγαλώσει πολύ. Δεν ήμουν εκείνη που παράτησε κάποιο δειλινό. Τότε είχα τη δύναμη να προσπεράσω τα εμπόδια και να προχωρήσω, τώρα… δεν είχα αντοχές πια. Κάθε χρόνος που πέρασε από πάνω μου νομίζω πως δεν είναι μόνο ένας, αλλά πολλοί και μου πρόσθεσαν βαρύ φορτίο. Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα, κάποιες ρυτίδες είχαν χαράξει το πρόσωπό μου και πανάδες είχαν γεμίσει τα χέρια μου. Όχι, δεν έπρεπε να τον συναντήσω. Το είχα ήδη μετανιώσει. Αλλά ήταν αργά. Πάντα οι πιο σωστές αποφάσεις  έρχονται αργά, για να σε βασανίζουν.

 Έφτασα δέκα λεπτά αργότερα. Για σκέψου. Δεν μπορούσα να ήμουν στην ώρα μου. Ίσως να μην ήθελα. Νομίζω πως ήθελα να τον δω από μακριά πρώτα και ύστερα… Δεν ξέρω Μαίρη τι ήθελα. Πάντως η ανακάλυψη μιας αληθινής αγάπης μετά από τόσα χρόνια μου χάρισε αυτοπεποίθηση. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον και ήπιαμε απ’ το ίδιο ποτό. Μου κράτησε τα χέρια, δε μιλούσαμε, και είχαμε τόσα πολλά να πούμε. Τελικά η σιωπή λέει τα πάντα. Δεν χρειάζεται να μιλάς.

«Να μη χαθούμε» του είπα.

«Η αγάπη δε χάνεται Αριστέα, όσα χρόνια κι αν περάσουν».

Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια ή απλά μια λέξη έτσι αόριστη, χωρίς συνέχεια. Χωρίς να λέει τίποτε. Ίσως η μοναξιά να μας έφερε πιο κοντά. Εκείνος μόνος, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Εγώ μόνη… Αν υπάρξει συνέχεια θα μείνω μαζί του, σ’ εκείνη τη βίλλα της Εκάλης, αν δεν υπάρξει θα φύγω από την γειτονιά μου. Δεν θέλω να ζω πια σε αυτό το σπίτι. Δε θέλω να αγγίζω ό,τι άγγιζε ο Δημήτρης.

Αν δε σου γράψω ξανά Μαίρη μου δε θα πει πως δε σ’ αγαπώ. Είμαι σίγουρη πως θα με συγχωρήσεις και θα με καταλάβεις. Ένας έρωτας που ξεκινά σε αυτή την ηλικία με κάνει να ντρέπομαι κι ας προϋπήρχε. Αν μείνω μόνη δεν θα υπάρχει κάτι για να σου γράψω. Η ζωή μου θα κιλά ανιαρά ως το τέλος της.

 Σε φιλώ

Η φίλη σου Αριστέα. 

 

Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

 



Copyright © 2013     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All rights reserved”
 




 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

διήγημα

 
 

ΣΚΙΕΣ

 

Είχε νυχτώσει. Τα λιγοστά φώτα των δρόμων σκορπούσαν ένα ομιχλώδες φως. Στέκονταν θαρρείς με το ζόρι πάνω στους στύλους τους μόνο και μόνο για κείνη, αφού το παράθυρο και οι σκιές που σχηματίζονταν είχαν γίνει πια και η μοναδικές της παρέες. Μόνη της καθόταν και κοίταζε. Θα έλεγε κανείς πως κάτι περίμενε. Όταν όμως περάσουν τα χρόνια και κουβαλάς μόνο αναμνήσεις, τότε δεν περιμένεις τίποτε, ή μάλλον κάτι περιμένεις… αλλά κι εσύ δεν θέλεις να το παραδεχτείς, γιατί φοβάσαι, και προτιμάς να κάθεσαι και να κοιτάζεις στο βάθος του δρόμου. Όπως εκείνη.

Εκεί που πέφτει το χλωμό φως ανάμεσα από τις σκιές συναντούσε τη ζωή της. Θυμόταν. Έκλαιγε και γέλαγε. Είναι ίσως το πολυτιμότερο δώρο που απέκτησε ποτέ.

Οι αναμνήσεις.

Καλές ή κακές της πρόσθεταν και κάτι καινούριο τώρα, στο τέλος της ζωής της. Η νύχτα δεν είχε φεγγάρι, τα δέντρα έμοιαζαν πεθαμένα στις άκρες των δρόμων να ενώνουν τα ξερά κλαδιά τους, να αγκαλιάζονται για το στερνό αντίο, ενώ οι πελώριοι ίσκιοι τους σέρνονταν πάνω στην υγρή άσφαλτο.

Σ’ αυτό το σπίτι με την τζαμένια πόρτα και τα ψηλά παράθυρα γεννήθηκε, σ’ αυτό το σπίτι παντρεύτηκε και σ’ αυτό το σπίτι απέκτησε τον Λευτεράκη της. Τότε ήσαν όλα τόσο ωραία, κι έμοιαζαν πως ήταν τώρα δα, τώρα… τη στιγμή που έβλεπε στο βάθος του νεκρού δρόμου. Πόσο όμορφα θα ήταν να μην έσβηναν ποτέ εκείνες οι ομορφιές της ζωής και να μην ήσαν μόνο ανάμνηση. Πόσο όμορφα θα ήταν να ξεπετάγονταν τα γράμματα από τις σελίδες του ημερολογίου της και να σχημάτιζαν την ζωή που λάτρεψε. Να ξαναζούσε. Να ήταν η παιδούλα με τις χρυσές μπούκλες, και να ‘τρεχε στα σοκάκια της γειτονιάς της, να ξαναφόραγε εκείνο το νυφικό που δουλεύτηκε μέρες και μέρες από εκείνη και τη μάνα.  Να μπορούσε να την έσφιγγε ξανά στην αγκαλιά της. Ν’ ανέβαινε της σκάλες της εκκλησιάς. Να μπορούσε να συναντήσει τα μάτια του αγαπημένου της, να ακουμπούσε τα χείλη της στα δικά του και ύστερα ο Λευτεράκης της, το αγόρι της. Να σας ζήσει! Να σας ζήσει! Της έλεγαν κι εκείνη καμάρωνε. Να μπορούσε να ξαναζήσει εκείνες τις μοναδικές στιγμές, που είναι πια μόνο σκιές.  

 Με τα αδύνατα δάκτυλα της σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν, χωρίς να το καταλάβει, στα στεγνά μάγουλά της. Ποια ήταν; Αναρωτήθηκε. Άδικα προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει μέσα στις σκέψεις της το δικό της όνομα. Ένα όνομα που ένωνε την ύπαρξή της με την ίδια τη ζωή, με τη στέρηση, με την απώλεια, με την αγάπη, με κάθε τι που λάτρεψε, γιατί… όλα αυτά είναι ζωή. Τώρα ο χρόνος έμοιαζε πως δεν υπήρχε πια. Ό,τι μπορούσε να προλάβει ήταν μόνο σκιά, τίποτε άλλο. Άπλωσε τα χέρια της να χαϊδέψει το αόριστο, το απόλυτο κενό που την περιέβαλε. Κι όμως μέσα σε αυτόν τον αδυσώπητο χρόνο υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να σβήσει. Το κάποτε. Γι αυτό το κάποτε ζούσε κι ένα αντίο ήταν πολύ λίγο. Πέντε γράμματα δεν μπορούσαν να κρατήσουν πάνω τους όλη αυτή τη ζωή που ήταν γραμμένη σε αμέτρητες σελίδες.

Ελπίδες που σύρθηκαν πίσω από κάθε όνειρο της ξεπήδησαν από τα βάθη της ψυχής της, ένα πνιχτό γιατί ακούστηκε και χάθηκε στον ορίζοντα του πουθενά. Τα χέρια της ανακάτεψαν ξανά και ξανά τις μπερδεμένες φωτογραφίες. Χάιδεψαν τα πρόσωπα, τα χείλη της ακούμπησαν τα χείλη, τα μάτια, τα μαλλιά. Μορφές που δεν ήσαν πια τίποτε άλλο παρά χαρτιά έμειναν πολύ ώρα αγκαλιά της. Έγχρωμες εικόνες, ασπρόμαυρες εικόνες ανακατεύτηκαν και σχημάτισαν τη ζωή της, τουλάχιστον ότι  μπορούσε να θυμάται, και πέρασαν σαν καταιγίδα και έφυγαν. Η καρδιά της κτύπησε δυνατά, πολύ δυνατά. Οι σκιές μεγάλωσαν, έγιναν όγκοι και άρχισαν να χορεύουν γύρω της. Πετάχτηκε όρθια. Οι φωτογραφίες έπεσαν και χύθηκαν στο πάτωμα. Άρχισε να χορεύει κι εκείνη. Όλα γύριζαν τώρα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Ήταν ο πιο τρελός χορός της ζωής της. Ένας τρόμος την περιέβαλλε. Ρίγος διαπέρασε το κορμί της.

 Όχι, όχι δεν ήταν εκείνη, ήταν μια άλλη που πήρε τη θέση της αυτά τα τελευταία λεπτά. Όχι, όχι δεν ήταν εκείνη, εκείνη δεν χόρεψε ποτέ, δεν ήξερε να χορεύει, ήταν μια άλλη που κράτησε τα παγωμένα της χέρια και την έσυρε σε αυτόν τον μεθυστικό χορό. Όχι, όχι δεν ήταν εκείνη. Δεν μπορεί να ήταν εκείνη, ήταν μια άλλη που έκλεισε το φως και χάθηκαν οι σκιές για πάντα.    



 
Copyright © 2013     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All rights reserved”

 
 
v Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, ημέρα Παρασκευή. Αρ. φύλλου 341.

 

Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου