Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

διήγημα

 
 



 ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

 

Κάθε χρόνο στις 31 του Δεκέμβρη μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του παππού. Ήταν πατροπαράδοτο, μέχρι και η θεία Ευανθία ερχόταν με όλη της την οικογένεια από τη Βέροια. Έμεναν σε μας και ήταν κάτι πολύ όμορφο, αφού ξεφαντώναμε με τα ξαδέλφια μου. Το τραπέζι εκείνης της βραδιάς θαρρείς πως είχε κάτι το μαγικό. Η γιαγιά τα έφτιαχνε όλα μόνη της. Δεν άφηνε κανέναν να τη βοηθήσει. Ο δε παππούς ντυνόταν Άη-Βασίλης και μόλις γινόταν δώδεκα τα μεσάνυχτα μοίραζε σε όλους δώρα. Αλησμόνητες εκείνες οι μέρες χαράκτηκαν βαθιά στην μνήμη μου.

Έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία Πρωτοχρονιά που μαζευτήκαμε πάλι όλοι στο σπίτι του παππού. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το σοί μας ενωμένο, αφού μεσολάβησαν τόσα πολλά γεγονότα, που η τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου ανήκε πια στο παρελθόν.

Το πρώτο συμβάν ήταν το πιο μακρινό ταξίδι της γιαγιάς. Της άρεσε πάντα να ταξιδεύει, απ’ ότι μας έλεγε. Αυτό το ταξίδι όμως δεν είχε επιστροφή. Ευτυχώς δεν υπέφερε. Κι αυτό ήταν το μόνο που λιγόστευε την πίκρα της απώλειας. Έτσι ήθελε εξ’ άλλου να φύγει ήρεμα. Πριν κλείσει ο χρόνος ο θείος Μάκης χώρισε. Ποτέ δεν καταλάβαμε το γιατί, κι εκείνος ποτέ δεν μας είπε τους λόγους. Μετά το διαζύγιο του αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό, και από τότε δεν επέστρεψε. Βέβαια πέραν από τα γράμματα που στέλνει, μιλάμε και πολύ συχνά στο τηλέφωνο, αλλά μας λείπει, όπως μας λείπει και θεία Αγνή. Εκείνη θέλησε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Και φυσικά κανείς μας δεν την εμπόδισε. Στην οικογένεια μας δεν προσπαθεί ο ένας να πείσει τον άλλον για κάτι που δε θέλει. Είμαστε ελεύθεροι να αποφασίζουμε.

 Η ζωή μας βέβαια μπήκε στο ρυθμό της πολύ πιο γρήγορα από ότι περίμενε κανείς. Αλλά η αλήθεια είναι πως ό,τι κάναμε, ακόμα και οι δουλειές μας, φαίνονταν μόνο σαν υποχρέωση απέναντι στον εαυτόν μας και στις οικογένειες μας. Έτσι ήταν φυσικό να σβήσουν οι γιορτές και κάθε τι που θύμιζε τις ευτυχισμένες μέρες, όταν ήμασταν όλοι μαζί, κάποτε.

Ο παππούς από τότε που έχασε τη γιαγιά μένει μαζί μας. Δεν τον έχουμε δει να ξαναγελάσει. Κι εμείς ποτέ δεν χρησιμοποιήσαμε τη λέξη θάνατος, είναι μια λέξη που τον ταράζει. Το σπίτι του είναι τελείως άδειο, και δεν εννοώ από έπιπλα, αλλά από ζωή. Όσες φορές κι αν έχω πάει, αισθάνομαι ένα κενό, που τίποτε δεν μπορεί να το γεμίσει. Μερικές φορές νομίζω πως είμαστε εκεί όλοι μαζί, όπως παλιά, τότε που το σπίτι ασφυκτιούσε από τα ξεφωνητά μας, και τα γέλια μας. Οι μέρες των εορτών ήταν από τις πιο όμορφες της χρονιάς. Μαζευόμασταν όλα τα εγγόνια του και στολίζαμε το Δένδρο των Χριστουγέννων. Φτιάχναμε όλοι μαζί τη Βασιλόπιτα, τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα. Βέβαια η κουζίνα γινόταν το χάλι αλλά κανείς δεν μας μάλωνε. Για μας, ήταν ένα όμορφο παιχνίδι. Αναπολώ το παρελθόν και πάντα αναγκάζομαι να κλείσω την πόρτα πίσω μου και να γυρίσω στην ανιαρή πραγματικότητα.  

Αυτή όμως η Πρωτοχρονιά του 2014 είχε κάτι ασύλληπτα όμορφο, κάτι που δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ από κανέναν μας. Ο θείος Μάκης μας ειδοποίησε πως αυτές τις γιορτές θα τις περάσουμε όλοι μαζί. Μόλις το έμαθε ο παππούς σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και  αργά, σέρνοντας τα πόδια του, μπήκε στο δωμάτιο του να ντυθεί.

- Έλα, έλα, μου είπε. Να με βοηθήσεις να προλάβουμε.

-Δεν θα ‘ρθει ακόμα παππού, σε λίγες μέρες.

Αυτές οι λίγες μέρες μας φάνηκαν ατέλειωτες. Ο θείος Μάκης ήρθε με την γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Μετά από χρόνια ξαναζωντάνεψε το σπίτι. Τα μικρά στόλισαν το Χριστουγεννιάτικο Δένδρο, με γέλια και τραγούδια. Η παλιά εποχή επανήλθε με τα ξεφωνητά και τη χαρά στο βλέμμα όλων μας. Η μέρα της Πρωτοχρονιάς μας έφερε πίσω στα χρόνια που όλα φάνταζαν μαγικά. Η μητέρα έστρωσε το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι με το κεντημένο τραπεζομάντηλο, εκείνο της γιαγιάς. Έβαλλε τα ασημένια μαχαιροπήρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια, όλα της γιαγιάς. Ο παππούς θυμήθηκε τον Αη- Βασίλη και μας διηγήθηκε την ιστορία της βασιλόπιττας. Είχα χρόνια να την ακούσω και μου φάνηκε σα να ήταν η πρώτη φορά.        

 Ο Μέγας Βασίλειος παιδιά ζούσε στην Καισάρεια, και ήταν Δεσπότης, όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Κάποτε ένας στρατηγός μπήκε με τον στρατό του στην Καισάρεια και ζήτησε να τον δει, απαίτησε μάλιστα να του δώσει ότι χρυσαφικά υπήρχαν, διαφορετικά θα πολιορκούσε την πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος του εξήγησε πως οι κάτοικοι ήταν φτωχοί, εκείνος όμως επέμενε. Τότε αποφάσισαν όλοι να δώσουν στον Δεσπότη τους ότι χρυσαφικό είχαν. Ο Μέγας Βασίλειος τα έβαλλε μέσα σ’ ένα σεντούκι και τα έδωσε στον κακό στρατηγό. Τη στιγμή όμως που εκείνος έβαζε τα χέρια του για να αρπάξει τα χρυσαφικά, έγινε μια λάμψη κι εμφανίστηκε ένας λαμπρός καβαλάρης με τον στρατό του να ορμά κατ’ επάνω του. Η Καισάρεια σώθηκε και ο Μέγας Βασίλειος για να επιστρέψει τα χρυσαφικά στους κατοίκους κάλεσε τους βοηθούς του και ζύμωσαν ψωμάκια όπου μέσα σ’ αυτά έβαλλαν και από λίγα χρυσαφικά και τα μοίρασαν.

Αυτή είναι η βασιλόπιτα, γιαυτό έχει το νόμισμα.  

 

Όλοι τον ακούγαμε σιωπηλοί και δακρυσμένοι. Πόσο όμορφα μας διηγούνταν  αυτή την ιστορία. Έμοιαζε πως ξαναζούσε εκείνα τα παλιά χρόνια. Αισθανόμουν πως μαζί μας ήταν και η γιαγιά, πλάι του, πως δεν έφυγε ποτέ. Νομίζω πως μας έβλεπε κι ας μην τη βλέπαμε εμείς. Νομίζω πως κι εκείνος αισθανόταν το ίδιο, γιαυτό ήταν τόσο διηγηματικός. Πιστεύω πως όλοι, όσοι έλλειπαν ήταν παρόντες.

Όταν τέλειωσε τη διήγηση του έκοψε τη βασιλόπιττα και μας τη μοίρασε, έκοψε κι από ένα κομμάτι σε αυτούς που έλλειπαν. Το φλουρί έπεσε σε κείνον και θεωρήθηκε από όλους μας ο τυχερός της χρονιάς και πράγματι ήταν, γιατί απ’ εκείνη τη μέρα, που έμοιαζε μαγική, άρχισε να γελά και να βλέπει τη ζωή ποιο όμορφη, όπως την έβλεπε παλιά.

 

Εύχομαι από καρδιάς το 2014 να φέρει μαζί του τη χαρά και την ομορφιά της ζωής, την αγάπη και την ειρήνη. Υγεία κι ευτυχία.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

 

____________

 

Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου στις 10 Ιανουαρίου 2014 αρ. φύλλου 356.

 

 

Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου