Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

 
 






 

διήγηση



Μια παράξενη καλοκαιρινή

Βραδιά

*

Ήμουν μικρή όταν άρχισα να γράφω ημερολόγιο. Το ξεκίνησα κάποιο καλοκαίρι και από τότε δεν το άφησα ούτε μια μέρα, πιστέψτε το. Είναι καθαρή συνήθεια, μου έγινε απαραίτητο. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ θα γράψω λίγες γραμμές, τα πιο σημαντικά γεγονότα εκείνης της μέρας.

Τον περασμένο Αύγουστο αποφασίσαμε με τις φίλες μου να πάμε λίγες μέρες διακοπών σε ένα νησάκι. Να θυμηθούμε τα παλιά, τα χρόνια εκείνα τα ανέμελα, και να τα ξαναζήσουμε, έστω για λίγο. Το ταξίδι ήταν υπέροχο, συναρπαστικό θα μπορούσα να πω. Δελφίνια μας ακολουθούσαν ενώ από πάνω μας θαλασσοπούλια πήγαιναν κι έρχονταν καλώντας μας να πετάξουμε μαζί τους. Ήμουν σίγουρη η νύχτα θα περνούσε γεμίζοντας τις σελίδες του ημερολογίου μου. Στον προορισμό μας φθάσαμε αργά το απόγευμα. Τον ήλιο τον συναντήσαμε να δύει καθώς πλησιάζαμε το λιμάνι. Βυθίστηκε μέσα στα νερά αφήνοντας πίσω του ένα χρυσαφί χρώμα που έβαψε τη θάλασσα, τις αμμουδιές, τους βράχους μέχρι που χάθηκε κι αυτό για να πάρει τη σειρά του ένα σκούρο μαβί και να καλύψει τα πάντα. Τότε ξεκίνησε και η ζωή στο νησί. Η νυχτερινή ζωή.

Τα κλαμπ ασφυκτιούσαν από νεολαία που χόρευε σε ρυθμούς ζωηρούς, ακόμα και στους δρόμους χόρευαν, λες και κυνηγούσαν, μέσα απ’ τον χορό να φτάσουν όσο πιο κοντά μπορούσαν, μακρινά όνειρα ή να τα ξεχάσουν για λίγο. Τα ταβερνάκια και τα ουζερί γεμάτα κόσμο ακολουθούσαν κι αυτά το τρελό κυνηγητό του χρόνου. Μέσα στον κόσμο αυτόν βρεθήκαμε κι εμείς να ζούμε το μεθύσι της ζωής. Ξημερώματα γυρίσαμε στο ξενοδοχείο πιασμένες χέρι χέρι και τραγουδώντας, προσπαθώντας να αγκαλιάσουμε το μέλλον που άγνωστο ανοιγόταν μπροστά μας σαν ένα πελώριο κομμάτι στέπας που εμείς θα έπρεπε να βρούμε τον τρόπο να το καλλιεργήσουμε και ύστερα να μαζέψουμε τους καρπούς. Η Λύδια θα έμενε στην Αθήνα, δούλευε σε μια μεγάλη εταιρία, η Αλέκα θα πήγαινε στην Γερμανία να ζήσει με τον πατέρα της. Η Αλέκα είναι παιδί χωρισμένων γονιών. Μετά τον θάνατο της μητέρας της πήρε τη μεγάλη απόφαση, να φύγει απ’ την Ελλάδα. Εγώ πάλι θα συνέχιζα τις σπουδές μου στην Αγγλία, ίσως και να έμενα εκεί, ανάλογα με την δουλειά που θα εύρισκα. Κάποια στιγμή μας πέρασε η ιδέα πως ίσως να μη ξαναβρεθούμε πια. Σκέψεις πικρές, λανθασμένες ή όχι, μπερδεύτηκαν με τις προσδοκίες μας, κάθε τι παλιό που μας ένωνε θρυμματιζόταν μπροστά στο άγνωστο μέλλον, που σαν ανελέητος εχθρός παραμόνευε το τέλος μιας φιλίας ετών.

 Η άλλη μέρα πέρασε γρήγορα με μπάνια και τρελούς περιπάτους και ήρθε η νύχτα αυτή τη φορά πιο ήρεμη από την προηγουμένη, να μας συντροφεύσει. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, το Αυγουστιάτικο φεγγάρι λαμπερό έχυνε το ασημί του φως πάνω της και την έκανε να λάμπει ενώ ένας ασημένιος μακρύς διάδρομος έφτανε ως την αμμουδιά. Ξυπόλυτη προχώρησα ως εκεί που τα νερά της γλύφουν την άμμο, κυλούν πάλι προς τα πίσω και την αφήνουν να γυαλίζει. Εκεί τον συνάντησα, δεν ξέρω ποιος ήταν, ούτε το όνομά του έμαθα. Κράτησε τα χέρια μου μέσα στα δικά του και μου μίλησε για την ζωή, για κάθε τι όμορφο που βρίσκεται μπροστά μας κι εμείς δεν το βλέπουμε. «Προσπερνάμε τις ομορφιές», μου είπε «και ασχολούμεθα με τις πέτρες, τις φέρνουμε ανάμεσα στα δάκτυλά μας και προσπαθούμε να τις συνθλίψουμε, άλλες διαλύονται, γίνονται χώμα κι άλλες μένουν ανέπαφες. Μπερδευόμαστε μέσα στη δύνη των γεγονότων και χάνουμε την ουσία της ζωής. Δίνουμε σημασία σε γεγονότα που δεν θα πρέπει να μας αγγίζουν. Φοβόμαστε… Ποιους; Ο εχθρός είμαστε εμείς και η αγάπη φεύγει, ξεγλιστρά και χάνεται στον μαύρο απέραντο ουρανό». Κοίταξα προς τα πάνω, ήταν γεμάτος αστέρια, που όλο πλήθυναν μέχρι που στο τέλος σκέπασαν τελείως το μαύρο του χρώμα.

Μια αχτίδα ήλιου χάιδεψε τα βλέφαρά μου. Άνοιξα τα μάτια μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα προς τη θάλασσα, ακριβώς εκεί που τον συνάντησα. Δεν ήταν κανείς. Πήρα το ημερολόγιό μου κι άρχισα να γράφω γι αυτή την περίεργη συνάντηση. Γύρισα κάποιες σελίδες πιο μπροστά… ήταν παντού, σε κάθε μου λέξη, σε κάθε γραμμή, πολύ πριν τον γνωρίσω.

Χαμογέλασα!




 

Copyright © 2012     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

“All rights reserved”