Σάββατο 21 Απριλίου 2012

πασχαλινές μέρες




ΟΜΟΡΦΕΣ ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ

ΣΤΙΓΜΕΣ

*

Ήταν βράδυ Μεγάλης Παρασκευής. Οι καμπάνες κτυπούσαν πένθιμα. Τα σύννεφα, ήσαν έτοιμα να ρίξουν τα δάκρυά τους στη γη. Καθώς κοίταζα τον ουρανό συλλογιζόμουν, κι αυτός μουντός, έμοιαζε πως συνόδευε τα πάθη του Χριστού. Άφησα τις σκέψεις μου να φύγουν μακριά, ταξίδεψα πέρα απ’ τη Γη κι ένοιωσα το βλέμμα Του. Με αναμμένο το κερί στα χέρια ακολούθησα την πομπή μαζί με άλλους. Πρώτα ο Σταυρός και τα εξαπτέρυγα, μετά κοριτσόπουλα ντυμένα στα λευκά, ο Επιτάφιος, ο ιερέας και μια μικρή χορωδία, και ύστερα… εμείς. Ο πομπή προχώρησε στα σκοτεινά δρομάκια του χωριού που θα περνούσα εκείνες τις μέρες του Πάσχα, έκανε τον κύκλο της πλατείας κι επέστρεψε στην εκκλησιά. Μπήκα κι εγώ μέσα. Άφησα το αναμμένο μου κερί στο μανουάλι και μετά από λίγο με το βλέμμα χαμηλωμένο επιστρέψαμε στα σπίτια μας.

Η νύχτα πέρασε ήρεμη, απέριττη. Κανένας θόρυβος δεν υπήρξε για να ταράξει τα βάθη των σκέψεων μου και η άλλη μέρα ήρθε ζεστή. Χρυσαφένιες οι ακτίνες του ήλιου έσπασαν τα σύννεφα κι έπεσαν πάνω στο χωριό. Όλα έμοιαζαν πως έλαμπαν. Περπάτησα στους χωματόδρομους και τα καλντερίμια, όποιον συναντούσα με χαιρετούσε, μου ευχόταν Καλή Ανάσταση, κι ας μη με γνώριζε. Το βράδυ δεν άργησε να ‘ρθει. Στις έντεκα όλο το χωριό με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας μαζεύτηκε στην εκκλησία. Σε λίγο τα φώτα του Ναού έσβησαν. Περιμέναμε με τις λαμπάδες μας σβηστές κι αυτές. Κανείς δε μίλαγε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και μέσα απ’ το Ιερό φάνηκε η πορτοκαλή φλόγα ενός κεριού και ύστερα ακούστηκε η φωνή του παπά:

«Δεύτε λάβετε Φως»

Τα φώτα της εκκλησιάς άναψαν. Οι λαμπάδες μας έλαμψαν. Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα, και πάλι ακούστηκε η ίδια φωνή γεμάτη δέος και κατάνυξη.

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»

Οι καμπάνες ήχησαν πέρα ως πέρα κι ενώθηκαν με όλες τις φωνές μαζί. «ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ» Οι λαμπάδες της Ανάστασης υψώθηκαν. Βεγγαλικά φώτισαν τον σκοτεινό ουρανό.

Κυριακή του Πάσχα. Ημέρα αγάπης.

 Κάτι καινούριο υπήρχε μέσα στην ψυχή μας, όμορφο, φαινόταν στην έκφραση, στο βλέμμα. Περπάτησα για ακόμα μια φορά στα στενά δρομάκια. Ανέβηκα το ύψωμα. Ατένισα τα γύρω βουνά, όπως την προηγουμένη, αλλά τώρα μου φάνηκε άλλο τοπίο άγνωστο, μαγικό. Οι κορφές των δένδρων άγγιζαν τον ουρανό. Τα λουλούδια ευωδίαζαν. Όλη η Πλάση χαμογελούσε κι εγώ δεχόμουν με ευχαρίστηση κάθε δώρο που μου πρόσφερε. Ένιωθα χαρούμενη, αποφασισμένη να διώξω κάθε έχθρα και να χαρίσω την αγάπη μου.  Κάθισα στον πεσμένο κορμό κάποιου δένδρου κι έβγαλα απ’ την τσάντα μου το σημειωματάριο μου, ήθελα να γράψω αυτό που ένιωσα, να ζωντανέψω τις εικόνες σε ένα φύλλο χαρτί. Οι ώρες προχώρησαν χωρίς να τις καταλάβω, περπατώντας και γράφοντας, πιστεύοντας έτσι πως αποθανατίζω τις πιο όμορφες Πασχαλινές μου στιγμές κοντά στη φύση και στους ανθρώπους ενός μικρού χωριού της Ελλάδας, έφτασα πίσω στο σπίτι. Όλα ήσαν έτοιμα. Το αρνί στη σούβλα, τα Πασχαλινά αυγά, τα τσουρέκια.

 Στέλνω τις ευχές μου σε όλους σας για ό, τι καλλίτερο στη ζωή.



 

Copyright © 2012     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

“All rights reserved”

 



Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου την Μ. Παρασκευή 13 Απριλίου 2012. Αριθμός φύλλου 270.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου