Ο ΒΡΑΧΟΣ
«Το
ταβερνάκι»
Βράχο το ονόμασε ο
καπετάν Νικολής το ταβερνάκι του, και είχε δίκιο. Κτισμένο πάνω σ’ ένα ύψωμα το
χειμώνα το έδερναν οι αγέρηδες, η θάλασσα φουρτουνιασμένη κτύπαγε με τον αφρό
της τον βράχο που βρισκόταν κάτω απ’ τα μικρά του παράθυρα, ενώ όταν ήταν ήσυχη,
τον ίδιο βράχο τον χάιδευε και τον γυάλιζε με τα νερά της. Όσο για τον καπετάν
Νικολή, καπετάνιος με τα όλα του. Κανονικός καπετάνιος, και όχι με λόγια. Την
στολή του την είχε κρεμασμένη μες στο μαγαζί του, αφού δεν μπορούσε να την
φορέσει πια. «Τι να φορέσω» έλεγε. «Καλλίτερα να την βλέπω. Με ένα χέρι κι ένα
πόδι τέτοιες στολές δεν φοριούνται».
«Άντε φτάνει πια. Δεν
πάτε για ύπνο. Κοντεύει να ξημερώσει. Θέλω να κλείσω το μαγαζί, να πάω στο
τσαρδί μου, στην κυρά μου».
«Κυρά είναι η θάλασσα
καπετάν Νικολή».
«Άντε, άντε σας λέω».
«Κάτσε μια στάλα ακόμη.
Κοίτα την! Κοίτα την πως τριγυρνάει, σαν τρελή μάγισσα. Μωρέ εμένα η θάλασσα μου
‘κλεψε την καρδιά, κι εσύ μου λες για κυράδες. Αυτή είναι κυρά. Δες την πως
κάνει; Και ύστερα γαληνεύει, σε τρελαίνει μωρέ. Κάτσε ρε καπετάν Νικολή. Κάτσε
κι άλλο να την δούμε, αφού δεν μπορούμε να την πλησιάσουμε πια».
«Καλά σου λέει. Έχεις
δίκιο μπάρμπα Φώτη. Κι εγώ την αγαπώ, αλλά τώρα πια… , μεγάλωσα. Εκείνη έγινε
αφορμή κι έμεινα μοναχός μου, δεν με νοιάζει όμως, εγώ την αγαπώ».
«Τι λέτε του λόγου σας;
Τι αγαπάτε και ξαγαπάτε;»
«Βρε, βρε, βρε. Καλώς
τον ιππότη».
Ο
ιππότης, έτσι όλοι τον φώναζαν, το κανονικό του όνομα κόντευε να το ξεχάσει και
ο ίδιος. Ο ιππότης λοιπόν ερχόταν στο ταβερνείο του καπετάν Νικολή πάντα
τέτοιες ώρες, πρωινές. Και όλοι τον περίμεναν γιατί με αυτόν ξέχναγαν τις
φουρτούνες τους, ξέχναγαν τα παράπονα τους, τα βάσανα και τους καημούς. Μέχρι
και ο καπετάνιος έβαζε και ξανάβαζε στα ποτήρια βαρελίσιο κρασί και δεν τους έλεγε
πια, άντε θέλω να κλείσω. Όοοχι! Τότε δεν ήθελε. Η αλήθεια είναι πως ο καπετάν
Νικολής παρέα με τον ιππότη δεν ξέχναγε, αλλά θυμόταν μόνο τις ομορφιές της
θάλασσας. Θυμόταν τις ακρογιαλιές, εκείνες τις όμορφες γυμνόστηθες γυναίκες. Οι
πίκρες που μπορεί να άφηνε η θάλασσα γίνονταν χάντρινο κομπολόι που είχε σπάσει
και οι χάντρες του χύθηκαν και χάθηκαν. Οι θύελλες, τα μαύρα σύννεφα που
κάλυπταν τον ουρανό, τα ψηλά κύματα που έμοιαζαν να ρουφάν τις ελπίδες έσβηναν
απ’ τις θύμισες κι έρχονταν οι λαμπερές εκείνες μέρες που το πλοίο τους
γλιστρούσε πάνω σε γαλάζια νερά να συναντήσει τον ήλιο, ώσπου τα μάτια του
καρφώνονταν στην κρεμασμένη στολή και τότε θυμόταν πάλι. Εκείνη η νύχτα η πιο
τραγική νύχτα, όταν το πλοίο τους κτύπησε πάνω στον μαύρο βράχο αφήνοντας ένα
βογγητό, σα να ‘βγαινε απ’ τα σωθικά κάποιου άγριου ζώου όλος ο πόνος της γης,
κι εκείνος μόνος, χωρίς σωτηρία να κοιτά τον ουρανό, τους κεραυνούς και την
βροχή που αλύπητα τον κτύπαγε και τον έσπρωχνε στην σκοτεινή άβυσσο. Δεν θα
συναντούσε πια το φως. Ο ήλιος θα έσβηνε για πάντα….
«Εεεε....! Καπετάν
Νικολή. Βάλε λίγο ακόμα», τον κτύπησε στην πλάτη ο ιππότης. «Και πες μας την
πιο τρελή σου ιστορία».
Ο καπετάνιος ξαναβρέθηκε
στο τώρα, οι σκέψεις έφυγαν απ’ το μυαλό του. Τα δακρυσμένα του μάτια
στέγνωσαν. Σηκώθηκε και πήγε προς τα βαρέλια. Σε λίγο ήρθε με μια κανάτα κρασί.
Πλησίασε το παράθυρο. Όλοι τον κοίταζαν και περίμεναν. Το ‘ξεραν πως οι
διηγήσεις του δεν είχαν ταίρι.
«Κάποτε», είπε
χαμογελώντας και ήπιε μια γουλιά κρασί αγναντεύοντας τη θάλασσα. «Στο πρώτο μου μπάρκο ακούτε τι έγινε. ………..»
Είχε πια ξημερώσει. Ο ήλιος φάνηκε στην
άκρη του ουρανού. Οι πρώτες του ακτίνες χύθηκαν πάνω στην θάλασσα κι εκείνη
διάφανη τον καλωσόρισε. Κάποια πουλιά πέταξαν, ένα τραγούδι ακούστηκε απ’ το
μικρό ταβερνάκι του καπετάν Νικολή. Η μέρα ξεκίνησε.
Copyright
© 2012 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου