Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

διήγημα




Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

***

Εδώ και καιρό καθηλωμένη στην ίδια αναπηρική καρέκλα, η κυρία Ευρυδίκη κοίταζε ώρες ολόκληρες τον δρόμο, που έφτανε ως το παλιό νεκροταφείο. Έλεγε μάλιστα πως της άρεσε να βλέπει τα πανύψηλα δέντρα που σχημάτιζαν αλέες και στο τέλος του δρόμου ενώνονταν ή να παρατηρεί τον ήλιο που περνούσε ανάμεσα απ’ τα κλαριά και τις φυλλωσιές, τα φύλλα που χρύσιζαν κάτω απ’ τις ακτίνες του ή στη δύση του που χάριζε εκείνο το μαβί χρώμα στους κορμούς, μέχρι που σκοτείνιαζε και χάνονταν τελείως απ’ τα μάτια της, σα να τα κάλυπτε κάποιο τεράστιο μαύρο πέπλο. Και το πρωί, όλα αυτά που εκείνη ονόμαζε απομεινάρια του παρελθόντος, έπαιρναν χρώμα, ζωή. Τίναζαν από πάνω τους τη νυχτερινή δροσιά που τους τύλιξε και άρχιζαν σιγά-σιγά να ρουφάνε φως.          
Μετά την αναπηρία της, η κυρία Ευρυδίκη άλλαξε πολύ. Απ’ εκεί που ήταν τόσο ήρεμη και υπομονετική, έγινε ιδιότροπη και απαιτητική. Παλιά, έβαζε στα ανθοδοχεία κάποια σπάνια λουλούδια, που το άρωμα τους έμοιαζε σαν να ήταν ένα κράμα όλων των αρωμάτων της γης. Ποτέ κανείς δεν έμαθε που τα εύρισκε. Και τώρα που της ήταν αδύνατον να περπατήσει για να μπορέσει να τα βρει και να τα φέρει, να γεμίσει τα ανθοδοχεία της και το άρωμα τους να τρυπώσει παντού, δεν δεχόταν κανένα άλλο λουλούδι να στολίσει το σπίτι της.
Μαζί της έμενε μια γυναίκα, αλλοδαπή, η Ντίνα, έλεγε μάλιστα πως ήταν νοσοκόμα κι έτσι η βοήθεια της ήταν πολύτιμη μια και η ίδια ήταν ανήμπορη πια κι έτσι την δέχτηκε αναγκαστικά. Της την είχε συστήσει κάποια φίλη της. Η μοναδική φίλη που είχε. Εκείνη έπαιρνε το μπαστουνάκι της, κατηφόριζε αργά-αργά τα σοκάκια και την επισκεπτόταν κάθε μέρα, μέχρι που κάποτε πέθανε και η κυρία Ευρυδίκη έμεινε μόνη, μαζί με την Ντίνα, χωρίς κανέναν άλλον στον κόσμο.
Στην αρχή οι δυο γυναίκες δυσκολεύτηκαν πολύ να προσαρμοστούν. Ήταν ένας καινούριος τρόπος ζωής που υποχρεωτικά έπρεπε να δεχτούν. Τα λίγα ελληνικά της Ντίνας δυσκόλευαν ακόμα πιο πολύ την κατάσταση και η ιδιοτροπία της κυρίας Ευρυδίκης δεν άφηνε περιθώρια για ηρεμία. Πέρασε καιρός ώστε να μπορέσει η μια να καταλάβει την άλλη, να την αποδεχτεί και να την εμπιστευθεί. Σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται φίλες και να συζητάνε μεταξύ τους κάποια μυστικά, μικρά και μεγάλα ή  ακόμα και ασήμαντα. Γεγονότα που δεν τα είχαν πει ποτέ σε κανέναν. Και τώρα, η μια κοντά στην άλλη, που ένιωθαν τόσο έντονα αυτή την ανάγκη της εκμυστήρευσης,  ενώθηκαν ακόμα πιο πολύ. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα καθώς δανείζονταν τις ιστορίες τους, τους πρώτους τους έρωτες, τις πρώτες απογοητεύσεις. Γέλαγαν μαζί για κάτι που κάποτε τους φάνηκε αστείο ή πραγματικά ήταν αστείο. Έκλαιγαν μαζί για κάτι θλιβερό που πόνεσε την ψυχή τους και τώρα πέρασε πια και ίσως θα έπρεπε να έχει ξεχαστεί. Όλη η ζωή έμοιαζε σαν διαβάτης που περνούσε από μπροστά τους, με όλες της τις χαρές και όλες της τις λύπες.
Κάθε μέρα στις οκτώ η ώρα το πρωί, η Ντίνα κτυπούσε ελαφρά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της κυρίας Ευρυδίκης κι έμπαινε μέσα. Με αργά βήματα έφτανε ως το παράθυρο και άνοιγε τις βαριές κουρτίνες που κρέμονταν απ’ το ταβάνι. Το φως που έμπαινε καθώς οι ακτίνες του ήλιου γλιστρούσαν μέσα απ’ τα κλαδιά της λεμονιάς, που βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο της, γέμιζε το δωμάτιο. Τότε πλησίαζε το κρεβάτι της. «Κυρία Ευρυδίκη» της έλεγε και της χάιδευε το μέτωπο, που παρ’ όλη την ηλικία της δεν είχε ούτε μια ρυτίδα. «Είναι ώρα να ξυπνήσετε». Και η κυρία Ευρυδίκη άνοιγε τα καταγάλανα μάτια της και την κοίταζε με αγαλλίαση.  Αφηνόταν στην αγκαλιά της κι εκείνη την σήκωνε όλο στοργή, σα να ήταν η μάνα της, την έπλενε και ύστερα την πήγαινε στο μπαλκόνι να δει τον δρόμο με τα δέντρα και να μιλήσουν για τα παλιά. Κι όταν χειμώνιαζε και ο δυνατός αέρας σφύριζε, καθώς περνούσε ανάμεσα απ’ τα γυμνά κλαριά τότε καθόταν μέσα απ’ το τζάμι της τραπεζαρίας και περίμενε να δει το κλάμα του ουρανού να ξεπλένει όσα φύλλα είχαν απομείνει.    
Το ‘ξερε. Ω!... Ναι..., η Ντίνα το ‘ξερε, το ‘νιωθε πως εκεί συναντούσε κάτι μακρινό. Το ‘βλεπε στα μάτια της, σ’ εκείνα τα γαλανά μάτια της, που γυάλιζαν, αλλά η κυρία Ευρυδίκη δεν μίλαγε ποτέ γι αυτά τα μέρη. Πάντα τα προσπερνούσε κοιτάζοντας μόνο προς τα ‘κει, τον δρόμο που δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Ένας φαρδύς χωματένιος δρόμος ήταν με πανύψηλα γηραιά δέντρα, γεμάτα σκόνη. Από μακριά φάνταζαν ωραία καθώς τα κλαδιά τους  ενώνονταν στο τέλος του. Αλλά από κοντά έμοιαζαν απολιθώματα κάποιας πόλης που δεν υπήρχε πια. Και το παλιό νεκροταφείο; Κι εκείνο δεν είχε τίποτε, παρά μόνο κάτι κατεστραμμένες ταφόπλακες και κοτρόνες πεσμένες απ’ εδώ και απ’ εκεί.

Ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό του Απρίλη που όλα τα λουλούδια ήσαν ανοιχτά και σκορπούσαν ένα μυστηριώδες άρωμα. Η κυρία Ευρυδίκη κράτησε τα χέρια της Ντίνας μέσα στις φούχτες της, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και άρχισε να της διηγείται μια παλιά ιστορία για τον δρόμο με τα πανύψηλα δέντρα και το παλιό νεκροταφείο.
Ήταν κοπελίτσα, όταν για πρώτη φορά έφυγε κρυφά απ’ το σπίτι της για να συναντήσει κάποιον, που δεν ήρθε ποτέ στο ραντεβού. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ήταν, σαν κι εκείνο το πρωινό του Απρίλη, ξέχειλο από ένα κράμα αρωμάτων που την οδήγησαν πέρα από τα πελώρια δέντρα του δρόμου, σ’ ένα μέρος που όλοι το ονόμαζαν παλιό νεκροταφείο. Η Ευρυδίκη κλαμένη βρέθηκε μπροστά σε μια θεόρατη σιδερένια αυλόπορτα με χρυσά πόμολα, ενώ δεξιά και αριστερά της οι πανύψηλοι μαντρότοιχοι, σκεπασμένοι με πυκνά φυλλώματα, δεν την άφηναν να δει πιο μέσα. Πλησίασε, έπιασε  τα κάγκελα κι ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στα χέρια της. Η αυλόπορτα άνοιξε χωρίς απολύτως καμιά προσπάθεια κι εκείνη προχώρησε αργά μέσα σε έναν μεγάλο κήπο, γεμάτο από παπαρούνες και κίτρινες μαργαρίτες. Ήταν τόσο όμορφα! Έτσι πρέπει να είναι ο Παράδεισος, σκέφθηκε. Κάθισε κάτω κι άρχισε να κόβει λουλούδια και να δημιουργεί στεφανάκια, ενώ απ’ τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα που ιρίδιζαν καθώς οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω τους. Σηκώθηκε, πέρασε τα στεφανάκια στα χέρια της σα να ήταν βραχιόλια και προχώρησε στο βάθος του κήπου.
Διάδρομοι από λευκά βότσαλα χάνονταν μέσα σε φυλλωσιές που ευωδίαζαν κι εκείνη μεθυσμένη από αυτή την ευωδιά προχώρησε μέσα στα φυλλώματα. Έκανε λίγα βήματα και πέρασε κάτω από έναν πανύψηλο θόλο. Σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε εκστατική τριγύρω της. Βρισκόταν σε μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη από σταλακτίτες. Στάλες που έπεφταν σαν δάκρυα πάνω σε μια γαλάζια λίμνη ακούγονταν από μακριά, όπως οι κτύποι ρολογιού. Η Ευρυδίκη προχώρησε κι άλλο. Μια μικρή γέφυρα ένωνε δυο στεριές από λευκά λουλούδια που κοίταζαν προς την μεριά εκείνη, όπου οι ρωγμές των βράχων σχημάτιζαν τα μοναδικά ανοίγματα, ώστε οι ακτίνες του ήλιου εύρισκαν δίοδο κι έμπαιναν μέσα χαρίζοντας στην σπηλιά ένα χρυσαφί χρώμα και στα δάκρυα μια λάμψη διαμαντιού.
Η Ευρυδίκη πλημμυρισμένη από χαρά, γι αυτό το μοναδικό μέρος που γνώρισε, σήκωσε τα χέρια της ψιλά και άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω όπως οι μπαλαρίνες. Τα μάτια της δεν ήταν πια υγρά και το γέλιο της έμοιαζε σα να ήταν μουσικοί φθόγγοι που χαϊδεύουν τους ανάγλυφους τοίχους και μετά σκορπίζονται παρασέρνοντάς σε πολύ μακριά, πέρα απ’ τα σύννεφα. Μετά έσκυψε κι έκοψε του κόσμου τα λευκά λουλούδια, και μόλις βγήκε στον ήλιο αυτά άρχισαν να βγάζουν ένα άρωμα που δεν το είχε ποτέ κανείς γνωρίσει. Γύρισε σπίτι της και γέμισε τα ανθοδοχεία με αυτά τα πανέμορφα λουλούδια που ούτε κι αυτά είχε δει ποτέ κανείς.
Από τότε η Ευρυδίκη, μέχρι που μεγάλωσε, συνέχισε να πηγαίνει κρυφά σ’ εκείνο το μέρος, στο τέλος του μεγάλου δρόμου. Έκοβε λουλούδια και γέμιζε τα ανθοδοχεία του σπιτιού και μόνο όταν πια καθηλώθηκε στην πολυθρόνα και ήξερε πως δεν πρόκειται να περπατήσει ξανά και να δει εκείνον τον δικό της Παράδεισο δεν δέχθηκε κανένα άλλο λουλούδι στο σπίτι της.

 Η κυρία Ευρυδίκη καθώς μίλαγε για εκείνον τον Παράδεισο που γνώρισε, σε κάποια σπηλιά κάτω απ’ την γη, έκλαψε. Και ήταν η πρώτη φορά που η Ντίνα την είδε έτσι, να κλαιει, και σκούπισε με τα χέρια της τα δάκρυα της. Και ήταν η πρώτη φορά που εκείνη της ζήτησε να μη την λεει κυρία, παρά απλά Ευρυδίκη. Και ήταν η πρώτη φορά που έμειναν πολύ ώρα αγκαλιασμένες.
Πέρασαν χρόνια η μια ακουμπισμένη στον ώμο της άλλης. Δεμένες σα να μεγάλωσαν μαζί, αγαπημένες περισσότερο κι από αδελφές, ενωμένες όπως η κόρη με την μάνα. Κι έφυγαν κάποτε μαζί, η μια ακουμπισμένη στον ώμο της άλλης κοιτάζοντας τον δρόμο και το παλιό νεκροταφείο με τα υπέροχα λουλούδια, που δεν έμαθε ποτέ άλλος κανείς.

                                                                                            
__________
        
                                                                                                                          


     
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λακωνικά ( Τεύχος 233 ) το έτος 2009 και
στην Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2010 (Εκδόσεις Μαυρίδη).




 

































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου