Παρασκευή 1 Μαΐου 2020









Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

(συνέχεια)



Όταν μπήκαμε πάλι στο σπίτι, αφού πρώτα τινάξαμε τα ρούχα μας, που ήδη είχαν πάρει το αρχικό τους χρώμα, μια και το χιόνι είχε λιώσει από πάνω μας, σκεφθήκαμε να καθίσουμε πλάι στο αναμμένο τζάκι, που μ’ αυτό το κρύο δεν έσβηνε λεπτό και να πιούμε από ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι. Πήγα στην κουζίνα, για να το ετοιμάσω κι εκείνη ανέβηκε επάνω, στο δωμάτιο της.

Γέλαγε και σιγοτραγουδούσε… Κάποια στιγμή, άκουσα μια κραυγή κι ένα δυνατό κρότο, πανικόβλητη άφησα τα φλιτζάνια απ’ τα χέρια μου. Έπεσαν κάτω. Χτύπησαν στα πολύχρωμα πλακάκια αφήνοντας να ακουστεί ένας κλαψιάρικος θόρυβος, ενώ θρυμματίζονταν.

Έτρεξα επάνω. Η πόρτα απ’ το δωμάτιο της κυρίας Αλίκης ήταν μισάνοιχτη, πλησίασα. Είδα τη Λευκή να στέκεται όρθια, ακίνητη, μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα και να κοιτάζεται σ’  ένα σπασμένο καθρέφτη. Μόλις με κατάλαβε πέταξε κάτω το κομματιασμένο βάζο που κρατούσε, έκρυψε με τα χέρια της το πρόσωπο της και τρέχοντας, κατέβηκε τις σκάλες. Το μακρύ της φόρεμα χάιδευε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια και όπως ήταν λευκό, την έκανε να μοιάζει με νύφη, που έτρεχε να συναντήσει τον καλό της. Για κείνη όμως, δεν ήταν έτσι. Άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω. Πήρε χιόνι κι άρχισε να τρίβει το πρόσωπο της με μανία. Έμεινα επάνω, να την κοιτάζω απ’ το παράθυρο, χωρίς όμως να μπορώ να της προσφέρω τίποτα, μετά μάζεψα τα σπασμένα κομμάτια. Πήρα κόλλα και με μεγάλη προσοχή, άρχισα να τα κολλάω ένα προς ένα. Τρόμαξα όταν την ξαναείδα μπροστά μου. Μ’ ένα μυτερό κομμάτι έκοψα κατά λάθος το χέρι μου. Μία σταγόνα αίμα κύλησε στα σπασμένα γυαλιά, μπερδεύτηκε με την υγρή κόλλα και χώθηκε μέσα στην ένωση. Με το μανίκι μου σκούπισα τα υπολείμματα και συνέχισα να κολλάω σιωπηλά.

«Συγνώμη Μίνα» μου είπε. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Πάω να φέρω ιώδιο».

- Και δεν ξαναγύρισε;

- Ξαναγύρισε. Έφερε βαμβάκι και γάζες και ιώδιο. Όλα τα ‘φερε. Μου τύλιξε το χέρι και μετά καθίσαμε στο διπλό κρεβάτι. Όλα, ήταν όπως παλιά, σα να μην είχε συμβεί τίποτα.

Κοιτάζαμε τα πρόσωπα μας  μέσα στον σπασμένο καθρέφτη και μας φαίνονταν κωμικά, μια και δεν μπορούσαν να φανούν ολόκληρα, ανάμεσα από τα κενά, που υπήρχαν. Μείναμε αρκετή ώρα έτσι κάνοντας αστεία και διάφορες γκριμάτσες. Κάποια στιγμή αισθανθήκαμε κρύο και θελήσαμε να σκεπαστούμε με το πάπλωμα. Έτσι ξαπλωμένες όπως ήμασταν, αρχίσαμε να συζητάμε για τη γιαγιά και τις ιστορίες της. Μου διηγήθηκε μια απ’ αυτές, που δεν είχα ακούσει ποτέ.

- Με συγχωρείτε, αλλά… δεν καταλαβαίνω σε τι μπορεί να ενδιαφέρει η ιστορία που σας διηγήθηκε η γιαγιά σας με την εξαφάνιση της αδελφής σας.

- Σας ενδιαφέρει, διότι τότε συνέβη και η εξαφάνιση της.

- Δεν καταλαβαίνω μ’ όλη αυτή την ιστορία. Το παραμύθι τι σχέση μπορεί να έχει;

- Θα καταλάβετε, γι’ αυτό και πρέπει να το ακούσετε.

Η γιαγιά, δε χρησιμοποιούσε ποτέ τη λέξη παραμύθι, αλλά ούτε κι άρχιζε τις ιστορίες της με το γνωστό «μια φορά κι έναν καιρό…». Πάντα μας έλεγε «θα σας διηγηθώ ένα ωραίο όνειρο, που είδα» ή «θα σας πω μια ιστορία που τη σκέφθηκα το πρωί» και ακριβώς αυτή η ιστορία τώρα, έχει  σχέση με την εξαφάνιση της αδελφής μου.



Ένα μικρό παραμύθι. 



«Σ’ ένα μακρινό κόσμο, πέρα από τη Γη, σ’ ένα Πύργο φτιαγμένο από κρύσταλλα και καθρέφτες, ζούσε μια πριγκίπισσα που δεν γελούσε ποτέ.

Ο Ήλιος δεν τολμούσε να την αντικρίσει, γιατί φοβόταν πως θα τον θάμπωνε η ομορφιά της και θα ‘χανε τη λάμψη του. Αλλά και το φεγγάρι, ποτέ δεν εμφανιζόταν. Μόνο τ’ αστέρια έμεναν καμαρωτά στον ουρανό να την κοιτάζουν. Οι γονείς της δεν την άφηναν να βγει έξω, γιατί φοβόντουσαν, να μη χαθεί στον απέραντο ουρανό και μετά, δε θα μπορούσε να γυρίσει πίσω.

Ο πατέρας της είχε στη δούλεψη του, κάτι κόκκινα μικρά πλασματάκια, τα ρουμπινάκια. Τα έλεγαν έτσι, γιατί έμοιαζαν με ρουμπίνια. Τα πιο δυνατά κατέβαιναν τέσσερις φορές το χρόνο στη Γη και μάζευαν σπασμένα κρύσταλλα, καθρέφτες, ακόμα και τζάμια, τα έβαζαν μέσα σε μεγάλα τσουβάλια και τα πήγαιναν πέρα, σ’ εκείνο το μακρινό κόσμο και μ’ αυτά, έφτιαχναν τον γυάλινο Πύργο της. Άλλα πάλι, για να αισθάνεται εκείνη όμορφα, της έκαναν παρέα, λέγοντας της παραμύθια ή και τραγουδώντας της.  Μάταια όμως. Η βασιλοπούλα ήταν συνέχεια θλιμμένη. Τίποτα δε την ευχαριστούσε.

Μία μέρα, όπως καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε τ’ αστέρια που τρεμόπαιζαν, καθώς βοηθούσαν τα ρουμπινάκια, να μεταφέρουν τα τσουβάλια, σκέφθηκε πως θα μπορούσε να πάει μαζί τους, στη Γη. Να δει πως είναι.

Έτσι κι έγινε.

Όταν έφθασαν, ήταν Άνοιξη.

Ενθουσιάστηκε με τα πολύχρωμα λουλούδια, μύρισε το υπέροχο άρωμα τους. Έπαιξε με τις πεταλούδες που κάθονταν στα μαλλιά της. Άκουσε τα πουλιά να τραγουδούν και να χαίρονται το φως, να πετούν απ’ το ένα κλαδί στο άλλο ή πολλά μαζί να σκίζουν τον αέρα. Ξάπλωσε στο καταπράσινο χορτάρι. Είδε τα γάργαρα νερά απ’ τις πηγές, να τρέχουν ανενόχλητα και να ποτίζουν τη γη. Χάρηκε με τη τόσο στολισμένη φύση. «Δε θέλω να γυρίσω πίσω» είπε στα ρουμπινάκια. «Είναι πολύ όμορφα εδώ. Να πείτε στους γονείς μου, πως θα μείνω κι άλλο και θα επιστρέψω την άλλη φορά που θα έρθετε».

Κι έγινε Καλοκαίρι.

Τα λουλούδια δεν υπήρχαν πια. Η μεγάλη ζέστη τα είχε ξεράνει όλα. Είδε όμως πανέμορφα, μεγάλα φρούτα και γεύτηκε το γλυκό χυμό τους. Είδε τον ήλιο, να ζεσταίνει τις θάλασσες, την άμμο στις ακρογιαλιές, το όμορφο φεγγάρι, να λάμπει στον ουρανό κι ήθελε να μείνει κι άλλο.

Κι έγινε Φθινόπωρο.

Άρχισε να φυσά, άνεμος δυνατός. Τα φύλλα ξερά και κίτρινα πια, γέμισαν τους δρόμους. Τα κλαριά μόνα τους, γυμνά, σαν αδειανά χέρια πρόβαλλαν σε κάθε γωνιά κι έμοιαζαν απεγνωσμένα να ζητούν βοήθεια. Η βροχούλα έπεφτε ψηλή και δρόσιζε τα πάρκα, τις αυλές και το ξερό το χώμα.

Η πριγκιποπούλα όμως, ήθελε να μείνει κι άλλο.

Κι έγινε Χειμώνας.

Μαύρισε ο ουρανός απ’ τα σύννεφα, που έφερε ο δυνατός αέρας κι άρχισε να βρέχει. Είδε αστραπές και κεραυνούς και τρόμαξε. Έπεσε χαλάζι που κυλούσε σαν τους βόλους. Είδε το χιόνι, που σκέπασε τα πάντα, τις στέγες των σπιτιών, τις αυλές τους, τους δρόμους, τις πλατείες. Είδε τα δέντρα που έγειραν από το βάρος του. Όλα είχαν γίνει πια λευκά και το κρύο ήταν τσουχτερό. Η πριγκιποπούλα τότε άρχισε να κλαίει. Τώρα πια ήθελε να γυρίσει πίσω, στον γυάλινο της Πύργο. Τα ρουμπινάκια όμως, δεν μπόρεσαν να’ ρθούν στη Γη με το πολύ το χιόνι κι έτσι, εκείνο το Χειμώνα, έμεινε μαζί με τους ανθρώπους.

Γνώρισε τη ζέστη των σπιτιών, τη φλόγα απ’ τα κούτσουρα, στο τζάκι. Γνώρισε και τι θα πει αγάπη και θέλησε, να παντρευτεί. Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσε όμορφα και γέλασε.

Όταν τα χιόνια έλιωσαν κι άρχισε πάλι να ζεσταίνεται η Γη μας, πήρε τον καλό της κι έφυγαν για πέρα… μακριά. Χάθηκαν όμως μέσα στον ουρανό. Μπερδεύτηκαν από το φως του ήλιου, τη λάμψη του φεγγαριού κι έκτισαν αλλού το σπιτικό τους. Σ’ ένα από εκείνα τ΄ αστέρια. Εκεί… ψηλά.»



«Μας βλέπουν γιαγιά;»

«Μας βλέπουν!»

«Ποιο αστέρι είναι;»

«Εκείνο εκεί…το πιο λαμπερό!»



«Όταν άκουσα αυτή την ιστορία, ήμουν πολύ μικρή» μου είπε «κι από τότε, ζω με το όνειρο, ότι κάποτε θα βγω έξω και θ’ αγγίξω το κάθε τι. Θ’ αγγίξω τα λουλούδια… τα δέντρα. Θα μιλήσω με τα πουλιά. Θ’ αφήσω τη βροχή να μου χαϊδέψει το πρόσωπο. Θα δω τον ήλιο να βγαίνει και να χάνεται, το φεγγάρι να μεγαλώνει και να μικραίνει. Ίσως εύρισκα κι εγώ κάποιον κι έφευγα μακριά. Το ευχόμουν κάθε μέρα που περνούσε και δεν ήθελα να το πω σε κανέναν…. Φοβόμουν μη χαθώ.»

«Και η μητέρα σου, αυτό φοβόταν… Μη χαθείς. Ήθελε να σε προστατέψει απ’ αυτόν τον άνισο αγώνα» της είπα.

-  Μείναμε για λίγη ώρα σιωπηλές, ψάχνοντας μέσα μας να βρούμε τη ζωή που δεν είχαμε γνωρίσει. Με κοίταξε στα μάτια κι έτσι, κοιτάζοντας με, μου έπιασε τα χέρια, τα’ σφίξε με δύναμη και μου ζήτησε να της πω οτιδήποτε ήξερα γι αυτή τη διαφορά, που είχε το πρόσωπο της. Αναγκάστηκα να της πω όλη την αλήθεια.

- Δηλαδή;

- Οι γονείς της είχαν πάει σε πολλούς γιατρούς. Κανείς δεν μπόρεσε να δώσει κάποια εξήγηση. Όλοι όμως πίστευαν, πως δεν έπρεπε να την αγγίζουν οι ακτίνες του ήλιου, την ημέρα, αλλά ούτε και η λάμψη του φεγγαριού, τη νύχτα. Από τότε η κυρία Αλίκη χειροτέρεψε. Έμεινε κι εκείνη κλεισμένη, μέσα στο δωμάτιο της. Απαρνήθηκε τα πάντα. Η ζωή της δεν είχε πια κανένα νόημα. Έβγαινε μόνο για να της αγοράσει φορέματα, όπως και πηλό, για να μπορεί να φτιάχνει διάφορα αντικείμενα και πραγματικά είχε κάνει μια θαυμάσια συλλογή από διάφορα πιάτα, αμφορείς, όπως και μικρές ανθρώπινες φιγούρες. Τα έβαζε μέσα σε βιτρίνες και στο κάθ’ ένα έγραφε την ημερομηνία κατασκευής του. Η μητέρα της πολλές φορές κατέβαινε μαζί της, στο υπόγειο και την έβλεπε με πόση δεξιοτεχνία δημιουργούσε αυτά τα μικρά αριστουργήματα και μετά… ανέβαινε ενθουσιασμένη.

Ήταν το μόνο που την ευχαριστούσε πια.

Τότε κατάλαβα, πως η ζωή είναι ένας πόλεμος που δεν έχει νικητές και ηττημένους, παρά μόνο νεκρούς, που σέρνονται πίσω απ’ τ’ άλογα αυτών που κρατούν τα ινία.

«Το ξέρω πως πονάς» της είπα κάποια στιγμή. «Όλοι μας πονάμε, μα ο καθ’ ένας μας και για κάτι πολύ διαφορετικό. Εγώ δεν έχω οικογένεια, δεν έχω όνομα, δεν ξέρω πια είμαι. Οικογένεια μου, είστε εσείς. Αδελφές μου, είσαι εσύ και η Σοφούλα. Αυτούς που ονομάζω θείους, με βρήκαν μόνη, έξω από το σπίτι τους και με περιμάζεψαν, αλλά δεν μπόρεσαν να με ζήσουν κι έτσι έμεινα σε ορφανοτροφείο. Οι γονείς σου με πήραν κοντά τους κι από τότε ζω εδώ, μ’ εσάς.

Τι κι αν βγαίνω έξω και αντικρίζω όλα αυτά που εσύ δεν ξέρεις; Χάνομαι μέσα στους σκοτεινούς δρόμους της ζωής και απεγνωσμένα γυρεύω την έξοδο».

«Ζεις όμως το κάθε τι και χαίρεσαι γι αυτό. Αναπνέεις και δεν πνίγεσαι. Η ζωή σου δεν είναι χίμαιρα, είναι η πραγματικότητα κι εσύ αυτή τη ζωή, τη πλάθεις, όπως εγώ πλάθω τον πηλό. Αλλά όλα αυτά είναι άψυχα αντικείμενα που δε θα μ’ αγκαλιάσουν ποτέ. Ούτε θα δακρύσουν για μένα. Ούτε θα γελάσουν. Ξέρεις πόσες φορές κάθισα στο παράθυρο και κοίταζα τ’ αστέρια κι έψαχνα να βρω πιο είναι το πιο λαμπερό; και ονειρευόμουν…»

Σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε. «Όταν είδα το πρόσωπο μου στον καθρέφτη, τρόμαξα. Τώρα όμως δε φοβάμαι πια. Αλήθεια σου λέω. Πίστεψε με… .»

«Σε πιστεύω…» απάντησα.

Με κοίταξε ευχαριστημένη. Μετά έσκυψε και μάζεψε τα υπόλοιπα  κομμάτια, που είχαν μείνει στο πάτωμα, ενώ τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα, που κύλησαν επάνω στα θρυμματισμένα γυαλιά.

Ορκιστήκαμε πως θα μείνουμε για πάντα αγαπημένες και τίποτα δε θα χαλάσει τη φιλία μας. Σηκώσαμε τα χέρια μας ψηλά, προς τον ουρανό. Θέλαμε να φωνάξουμε δυνατά και η φωνή μας να μπερδευτεί με το κελάδημα των πουλιών και ν’ ακουστεί πολύ μακριά, σ’ όλη την Οικουμένη και πέρα απ’ αυτήν, στο άπειρο και να γυρίσει στη Γη, σα τραγούδι.

Προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους, να γλυκάνουμε τις μέρες που έφευγαν από μπροστά μας, αφού η μοίρα μάς είχε φυλακίσει σε δύο τόσο κοντινές, αλλά και τόσο διαφορετικές φυλακές. Ανοίξαμε το παράθυρο κι επιτρέψαμε να μπει  μέσα ο παγωμένος αέρας, που έφερνε μαζί του λεπτές νιφάδες χιονιού κι ευχηθήκαμε:

 Nα μπορούσαμε ν’ αφήσουμε τον εαυτόν μας ελεύθερο, να φύγει μακριά, όσο πιο μακριά μπορεί και να γνωρίσει αυτούς τους κόσμους, που δεν μπορεί να φτάσει κανείς.”

Κοιταζόμασταν μέσα στον καθρέφτη. Όταν ξαφνικά… συνειδητοποιήσαμε πως δεν ήμασταν εμείς. Πως δεν καθρεφτιζόταν αυτό το δωμάτιο, αλλά κάτι άλλο, απροσδιόριστο. Τρομαγμένες, ακουμπήσαμε τα δάχτυλα μας επάνω στα κολλημένα σημεία προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουμε κάτι, οτιδήποτε. Και τότε… απ’ το ανοιχτό παράθυρο μπήκε μέσα ένας δυνατός άνεμος, μ’ ένα βουητό, ταράσσοντας την ηρεμία του χιονιού, που έπεφτε ακατάπαυστα και ο καθρέφτης έγινε χίλια, μύρια κομμάτια, ψηλά, κόκκινα κρυσταλλάκια σα ρουμπίνια, που γέμισαν την ατμόσφαιρα.

Πιαστήκαμε απ’ τα χέρια, σφιχτά για να μη χαθούμε και μπήκαμε μέσα σ’ ένα θόλο γεμάτο αστέρια. Πάρα πολλά αστέρια και χρώματα. Πάρα πολλά χρώματα, που δεν τα έχω ξαναδεί, ούτε ξέρω την ονομασία τους, ενώ μουσική ακουγόταν από παντού.



Η Μίνα είχε πια κουραστεί. Ώρες καθόταν στο ανακριτικό γραφείο εξηγώντας, με κάθε λεπτομέρεια, όλα όσα είχαν συμβεί. Ο ιδρώτας έσταζε απ’ το μέτωπο της. Τα χείλη της είχαν στεγνώσει κι έτρεμαν. Δεν τα παρατούσε όμως. Ήταν αποφασισμένη. Τη Λευκή έπρεπε να τη βρει και θα κινούσε, Γη και Ουρανό.

- Νομίζω, πως… είναι καλύτερα να σταματήσετε εδώ. Θα πρέπει να ξεκουραστείτε. Κατάλαβα τι σας συνέβη. Μην κουράζεστε περισσότερο. Ξέρουμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Μας… βοηθήσατε πολύ. Σας το διαβεβαιώ.

- Δεν κουράστηκα κύριε ανακριτή. Όπως και δε τελείωσα ακόμα. Δε χαθήκαμε μέσα σ’ αυτόν τον ουράνιο θόλο, όπως φαντάζεστε.

Εκεί…Ζήσαμε…...



Έβγαλε από την τσάντα της ένα μαντίλι και σκούπισε το ιδρωμένο της πρόσωπο. Μετά, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα που καθόταν και προχώρησε με αργά βήματα, ως το παράθυρο. Κοίταξε έξω. Είχε πια σκοτεινιάσει. Μια ελαφριά ομίχλη είχε πέσει σα πέπλο και δεν άφηνε να φανούν οι μακρινοί, φωτισμένοι δρόμοι, ενώ τα πιο κοντινά σπίτια φαίνονταν, καθώς άναβαν σιγά σιγά τα φώτα τους. Η βραδιά ήταν ήσυχη. Απ’ το δάσος δεν ακουγόταν τίποτα. Ο ουρανός έμοιαζε σκοτεινός, σα να μην είχε ούτε άστρα, ούτε φεγγάρι. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της. Έβαλε τα χέρια της αντικριστά και άρχισε να τρίβει τα μπράτσα της με δύναμη.



- Κρυώνετε…; τη ρώτησε ο ανακριτής ενώ συγχρόνως έβγαλε το σακάκι του και με μεγάλη ευγένεια, το έριξε στους ώμους της. Εκείνη χαμογέλασε. Αναστέναξε βαθιά. Είπε απλά ευχαριστώ και το τακτοποίησε επάνω της.

 - Όποτε θέλετε, μπορείτε να συνεχίσετε τη διήγηση σας. Εγώ είμαι έτοιμος να σας ακούσω, της είπε και της πρόσφερε καρέκλα. Εκείνη κάθισε αμήχανα, κοιτάζοντας πάντα έξω. Ο ανακριτής, της ξαναγέμισε το φλιτζάνι με ζεστό καφέ. Έβαλε και στο δικό του, πήρε την καρέκλα του και κάθισε κι εκείνος απέναντι της.

Η νύχτα φαινόταν μεγάλη και οι δυο στέκονταν ακίνητοι, σιωπηλοί να κοιτάζουν τον ουρανό. Μετά, το βλέμμα τους συναντήθηκε κι έμεινε καρφωμένο, σαν να προσπαθούσε ο ένας να μπει βαθιά στην ψυχή του άλλου και να την εξερευνήσει, να μάθει τις σκέψεις του, ό,τι περισσότερο μπορεί. Μετά και οι δυο σιωπηλοί άφησαν το βλέμμα τους να περιπλανηθεί και ύστερα χαμήλωσαν τα μάτια. Την σιωπή τους την διέκοψε το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας που άρχισε να χτυπά. Ενοχλημένη η Μίνα απ’ αυτή τη διακοπή σήκωσε τα μάτια της και όπως τον κοίταξε του είπε.

- Θα κάνω, ότι είναι δυνατόν  για να βρω την αδελφή μου και θέλω να ξέρω πως θα με βοηθήσετε κι εσείς.

- Θα σας βοηθήσω κυρία Ζερβούδη. Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου.

- Μου το υπόσχεστε;

- Σας το υπόσχομαι!

- Ευχαριστώ!

- Μόνο…που πρέπει να εστιάσετε περισσότερο την υπόθεση ακριβώς εκείνη την στιγμή που εσείς πιστεύετε πως ήταν καθοριστική για την εξαφάνιση της αδελφής σας. Για να μπορέσω να κάνω τις σχετικές έρευνες, πρέπει να έχω κάποια στοιχεία, που μόνο εσείς μπορείτε να μου τα δώσετε. Καταλαβαίνετε φυσικά; Έτσι δεν είναι;

Η Μίνα ήπιε μια γουλιά καφέ και σα να ένοιωσε κάπως άβολα, σηκώθηκε  πάλι απ’ την καρέκλα της. Στάθηκε όρθια μπρος στο παράθυρο και αδιαφορώντας για τη σκόνη, ακούμπησε τους αγκώνες της πάνω στο περβάζι, σταύρωσε τα δάχτυλα της και άρχισε να τα παίζει. Κάποια στιγμή γύρισε απότομα ο κεφάλι της προς τον ανακριτή.

- Και βέβαια καταλαβαίνω, του είπε. Θα σας τα πω όλα!

Η Μίνα έτσι όπως στεκόταν όρθια, σήκωσε τα χέρια της και ζωγραφίζοντας στον αέρα μια περίμετρο, άρχισε να διηγείται αυτό που  έζησαν.

Ήταν ένας πελώριος κρατήρας από χρώματα, που μπερδεύονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα αποχρώσεων και χορού. Χρωματιστές γλώσσες πηγαινοέρχονταν, σα να φύσαγε άνεμος δυνατός, ενώ μουσική έβγαινε απ’ τα σπλάχνα του και τ’ άστρα έτρεχαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και μεγάλωναν…κι έγιναν προβολείς κι έγιναν πολυέλαιοι κι έλαμπαν φωτίζοντας το χρώμα της μουσικής.

*

Μίλαγε και κουνούσε τα χέρια της, ενώ το σώμα της λικνιζόταν κάθε φορά που θυμόταν το χρώμα της μουσικής. Θα έλεγε κανείς πως έπαιζε, μέσα σ’ αυτόν τον ανεμοστρόβιλο, των εκατομμυρίων άστρων του Γαλαξία και της φαντασίας.

Ο ανακριτής είχε σηκωθεί όρθιος. Άφωνος την κοίταζε μέσα στα μάτια, καθώς εκείνη συνέχιζε με το ίδιο πάθος, να διηγείται την ομορφιά μέσα στο άπειρο και το χρόνο.

*

Πλησιάσαμε τον Ήλιο. Φλόγες έβγαιναν κι έκαιγαν. Εμάς όμως δε μας πείραξαν. Μας χάιδευαν. Η Λευκή φαινόταν τόσο ευτυχισμένη που βρισκόταν ελεύθερη, που δεν φοβόταν τον ήλιο πια, κι όταν φτάσαμε στο φεγγάρι αυτό μας μίλησε και μας έδειξε το δρόμο, ώστε να πάμε από την πίσω μεριά, αυτή που δε βλέπει κανείς κι εκεί, σ’ αυτή την πλευρά, τη σκοτεινή για άλλους, είδαμε καινούριους ήλιους, που έλαμπαν κι έστελναν τις ακτίνες τους σε άλλους κόσμους, ονειρικούς. “Μίνα είδες δεν υπάρχει κίνδυνος για μένα πια”. Είπε χαμογελόντας.

 Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα και εμείς περνούσαμε μέσα από χρωματιστές στοές και λαβυρίνθους. Ώσπου κάποια στιγμή σταθήκαμε στον πιο όμορφο κόσμο. Ήταν ακριβώς η ώρα που από όλους τους ήλιους μαζί αναδυόταν χρυσή λάβα που δεν έκαιγε, αλλά χυνόταν στον μαύρο ουρανό και σχημάτιζε σπίτια και οικισμούς, πολιτείες και ολόκληρα βασίλεια με χρυσοκόκκινους δρόμους και χρυσαφένια δένδρα. Ενώ τριγύρω έπεφταν πυκνές νιφάδες χιονιού με πανέμορφα σχήματα και γέμιζαν τα κενά του ουρανού κι εμείς ήμασταν εκεί….

Ξυπόλητες χοροπηδούσαμε πάνω στο φρέσκο χιόνι.

Τι κι αν μας φώναζαν να γυρίσουμε πίσω.

Τι κι αν οι πόρτες έκλειναν κάποια στιγμή για πάντα.

Ζούσαμε τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας, μπορεί και χρόνια. Αύριο ίσως ήταν αργά.

Ήμασταν ελεύθερες μέσα στο χάος. Διασχίζαμε τον ουράνιο θόλο, εκεί που δεν υπάρχουν σύννεφα, σ’ ένα κόσμο που μόνο εμείς είχαμε το προνόμιο να βρεθούμε. Απαλλαγμένες από σκέψεις, φόβους και προβληματισμούς, μακριά απ’ το σώμα μας κι ενώ χαιρόμασταν αυτό που μας πρόσφερε το σύμπαν κάποια στιγμή χαθήκαμε κι εκείνη έμεινε σ’ εκείνα τα μέρη, που δεν κινδύνευε πια ούτε απ’ τον ήλιο, ούτε απ’ το φως του φεγγαριού.

            Μάταια προσπαθούσα να τη βρω.

            Περιπλανήθηκα μόνη, άλλοτε μέσα σε σκοτεινούς και άλλοτε σε φεγγερούς  διαδρόμους. Άγγιξα τα χρώματα ενός μακρινού κόσμου. Είδα τα φώτα μιας μακρινής έκτασης, χωρίς εμπόδια, χωρίς βράχους. Άκουσα το γογγυτό των κυμάτων και τις φωνές που βγαίνουν απ’ τα έγκατα της γης να ενώνονται με τις Ουράνιες μελωδίες και τέλος επέστρεψα στη Γη μόνη.”       

  •  



Ποιος θα μπορούσε να την πιστέψει;

Κανείς!

Εκείνη όμως, ήξερε, πως… ήταν αλήθεια.

- Το ξέρω πως δε με πιστεύετε. Γι’ αυτό ήθελα να μου υποσχεθείτε πως θα με βοηθήσετε.

- Σας πιστεύω…!

Ο ανακριτής πήρε τα χέρια της, που έτρεμαν και τα ‘βαλε ανάμεσα στα δικά του.

- Μη φοβάστε. Να μ’ έχετε εμπιστοσύνη. Ακόμα κι αν χρειαστεί θα ταξιδέψουμε μαζί, σ’ αυτή την ατέλειωτη θάλασσα των χρωμάτων και της μουσικής.





 (Συνεχίζεται)

Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου 2020

All rights reserved










  














































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου