Παρασκευή 8 Μαΐου 2020









Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

(3η συνέχεια)



ΟΝΕΙΡΟ

ή

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;



Η Λένα όταν άκουσε το πρώτο της παραμύθι ήταν πολύ μικρή, τότε ακόμα που σ΄ όλα τα παιδάκια, όλα… φαίνονται παράξενα. Η γιαγιά την είχε πάρει στα γόνατα της, για να της διηγηθεί μια όμορφη τρυφερή ιστορία.



~~ ~~ ~~

Ο βασιλιάς

«Σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας βασιλιάς, που όλα του τα πλούτη τα χάριζε σ’ αυτούς που δε μπορούσαν να δουλέψουν γιατί ήταν άρρωστοι, αλλά και στους άλλους που κέρδιζαν πολύ λίγα χρήματα, μέχρι…, που έμεινε φτωχός. Τότε…όλοι οι υπήκοοι του έκαναν  μια μεγάλη συγκέντρωση και αποφάσισαν, πως έπρεπε να μαζέψουν χρήματα και να του τα δώσουν. Εκείνος συγκινήθηκε πολύ με αυτή τους την πράξη και τους τα επέστρεψε πάλι. Αυτό συνεχίστηκε για καιρό κι έτσι, μια γινόταν πλούσιος βασιλιάς και μια φτωχός.

Σ’ αυτό το μέρος ήταν όλοι αγαπημένοι και κανένας δεν παραπονιόταν ποτέ και για τίποτε.

            Κάποτε όμως, από ένα βασίλειο πολύ μακρινό ήρθε ένας κακός και πίστεψε πως θα μπορούσε να πάρει μαζί του τα πλούτη τους και  τον καλό τους βασιλιά. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με όλους αυτούς τους ανθρώπους που μπόρεσαν να νικήσουν τη φτώχια τους και να ζήσουν όμορφα κοντά στον αγαπημένο τους βασιλιά, που πρώτος εκείνος τους δίδαξε τι θα πει να αγαπάς».

~~ ~~ ~~

            Τώρα η Λένα τελείωνε το Δημοτικό και ήθελε ακόμα να ακούει τις όμορφες εκείνες διηγήσεις της γιαγιάς της κι ακόμα περισσότερο όταν έβλεπε πως την ευχαριστούσε κι εκείνης. Ανέβηκε στη σοφίτα, την βρήκε να κοιμάται στην πολυθρόνα της. Θυμήθηκε τα μικράτα της, που τη σκουντούσε για να ξυπνήσει κι έκανε πάλι το ίδιο.             

               - Γιαγιά, κοιμάσαι; ξύπνα…μη κοιμάσαι άλλο… δε θα μου διηγηθείς τίποτα;

και η γιαγιά ξύπνησε.

- Τι θέλεις να σου διηγηθώ; ρώτησε χαμογελώντας.

- Το όνειρο που είδες…, απάντησε η Λένα και τα μάτια της έλαμπαν καθώς περίμενε να ακούσει την ιστορία.

Η γιαγιά έριξε μια γρήγορη ματιά έξω απ’ το παράθυρο και άρχισε τη διήγηση της, ενώ η Λένα κάθισε κάτω, όπως τότε που ήταν μικρούλα, για ν’ ακούσει καλύτερα το όνειρο.




- Ξέρεις πόσο όμορφο είναι…, να βλέπεις τ’ αστέρια να μεγαλώνουν τόσο πολύ, ώστε να γίνονται προβολείς και να φωτίζουν τη σκηνή του θεάτρου και να γίνονται πολυέλαιοι και να στολίζουν την αίθουσα, δίδοντας της ένα μαγικό φως;

- Αλήθεια γιαγιά;

- Αλήθεια…!

- Θα μου διηγηθείς αυτό το όνειρο που είδες;

- Και βέβαια θα στο διηγηθώ!

- Όλο…!ως το τέλος!

- Και βέβαια όλο! Είναι… το πιο όμορφο όνειρο της ζωής μου.

Ήμασταν παιδιά ακόμα, όταν μας ήρθε μια τρελή ιδέα και φυσικά, σαν παιδιά, έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε τρελές σκέψεις και πολλές φορές να τις πραγματοποιούμε, αδιαφορώντας για τις οποιεσδήποτε συνέπειες που  μπορεί να υπάρξουν.

Δεν είχε ξημερώσει ακόμα και η Λευκή ήρθε στο δωμάτιο μου και άρχισε να με σπρώχνει, για να ξυπνήσω.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα τρομαγμένη.

«Μου ήρθε μια ιδέα και ήθελα να στην πω».

«Καλά… ας περιμένουμε να ξημερώσει και θα μου την πεις» αποκρίθηκα θυμωμένη.

«Δε γίνεται… τώρα πρέπει. Εγώ, δεν έχω κοιμηθεί».

Οι κουβέντες της ήταν κοφτές και ξεκάθαρες. Κατάλαβα πως δε γινόταν διαφορετικά και κάθισα στο κρεβάτι μου, με τα χέρια σταυρωμένα και περίμενα την ανακοίνωση της.

«Το ξέρει και η Σοφούλα» μου είπε και συνέχισε χωρίς να πάρει ανάσα. «Ξέρεις Μίνα. Όλη τη νύχτα αυτό συζητάμε και συμφωνεί κι εκείνη. Την ιδέα μου μάλιστα τη βρήκε καταπληκτική».

Δεν άντεχα άλλο, άρχισα να χασμουριέμαι.

«Μήπως είναι καλύτερα…όταν θα παίρνουμε το πρωινό μας…να το ανακοινώσετε και οι δυο μαζί σε όλους μας;» τη ρώτησα, για να αποφύγω εκείνη την ώρα, οποιαδήποτε συζήτηση.

«Όχι. Αυτό δεν γίνεται. Αυτό θα το ξέρουμε μόνο οι τρεις μας» μου απάντησε θυμωμένα, κι ετοιμάστηκε να φύγει. Πριν ανοίξει την πόρτα μου γύρισε απότομα το κεφάλι της και μου έριξε μια ματιά… λοξά. «Πάω να φέρω και την Σοφούλα, για να το συζητήσουμε πριν ξυπνήσει κανείς» είπε κι έφυγε. Τώρα πια ο ύπνος μου είχε περάσει. Αναστατώθηκα με όλη αυτή την ιστορία. Σηκώθηκα κι άνοιξα το παράθυρο μου. Έξω, ήταν ακόμα σκοτεινά.

Μέναμε χειμώνα, καλοκαίρι στην εξοχή. Η μητέρα μας είχε ένα πρόβλημα με την αναπνοή της κι έπρεπε να βρίσκετε πάντα, στο βουνό και στον καθαρό αέρα. Έτσι λοιπόν, είχαμε ένα σπίτι στην πλαγιά ενός βουνού. Κοντά μας υπήρχε μια πηγή, που δε σταματούσε ποτέ να τρέχει γάργαρο νερό. Κρύο, σαν πάγος. Καθαρό, σαν κρύσταλλο.

Το σπίτι μας ήταν διώροφο. Στο ισόγειο, υπήρχε η σάλα και η τραπεζαρία, μ’ ένα τζάκι από μάρμαρο, λευκό σαν το χιόνι. Στο ταβάνι κρεμόταν ένα μεγάλο φωτιστικό, με κόκκινα κρυσταλλάκια και πλάι στη τραπεζαρία βρισκόταν η κουζίνα, που το πάτωμα της ήταν φτιαγμένο από πολύχρωμα πλακάκια.

Για να πάμε στον πάνω όροφο, ανεβαίναμε μια σκάλα κι αυτή από μάρμαρο και στον πλαϊνό της τοίχο είχε μεγάλους καθρέφτες. Σ΄ αυτόν τον όροφο υπήρχαν οι κρεβατοκάμαρες, μία για τον μπαμπά και τη μαμά, η άλλη για τη γιαγιά και οι άλλες δύο, μία για μένα και μία για τη Λευκή και τη Σοφούλα. Είχαμε κι έναν ξενώνα. Αυτός ήταν η σοφίτα. Όποτε ερχόταν ο Πέτρος με την Ανθή, δηλαδή τα ξαδέλφια μας, έμεναν εκεί.

Ήταν πολύ ωραία στη σοφίτα! Ανέβαινα κι εγώ συχνά και απ’ το παράθυρό της, έβλεπα τ’ αστέρια. Όταν μάλιστα ήμουν μικρή, ερχόταν και η γιαγιά. Καθόμασταν ώρες μαζί και την άκουγα, να μου λέει παραμύθια, ενώ βλέπαμε τα γύρω σπίτια με τις αυλές τους και την εκκλησία, με το μεγάλο ρολόι, να κτυπά κάθε μισή ώρα και λίγο πιο μακριά, το δάσος, με τα έλατα.

Ο κήπος μας, ήταν γεμάτος με λουλούδια και δένδρα. Σ’ ένα απ’ αυτά τα δένδρα, το πιο ψηλό, το στολίζαμε τα Χριστούγεννα και ανάβαμε άσπρα λαμπάκια και όπως ήταν γεμάτο χιόνι, έμοιαζε παραμυθένιο. Σε μια γωνιά του κήπου, ο παππούς είχε φτιάξει ένα σπιτάκι, για αποθήκη. Ήταν κτισμένο από βυσσινί πέτρες και γύρω γύρω είχε τετράγωνα παράθυρα με πράσινα παντζούρια. Πέθανε εκεί μέσα φτιάχνοντας καρέκλες. «Τις φτιάχνω για το θέατρο» μου έλεγε. Ποιο θέατρο; Ούτε που έμαθα ποτέ. Ίσως να τα είχε λίγο χαμένα. Πάντως, πέθανε ευχαριστημένος, καθώς εκπλήρωνε την επιθυμία του. Φτιάχνοντας καρέκλες.

Η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε κάπως απότομα ή τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε και τάραξε τις ήρεμες σκέψεις που είχα, γύρω απ’ τον παππού και το θέατρο του. Η Λευκή με τη Σοφούλα μπήκαν μέσα περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους, για να μη τις ακούσει κανείς. Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και η μία κοίταξε την άλλη, σα να μην ήξεραν πώς ν’ αρχίσουν. Καθίσαμε και οι τρεις πάνω στο κρεβάτι. Ξεκίνησα πρώτη.

«Λοιπόν, σας ακούω…»

 Απάντησαν και οι δυο, με μια φωνή. «Σκεφθήκαμε να φτιάξουμε ένα θίασο!»

«Θίασο; Τι θίασο;» ρώτησα ξαφνιασμένη και συνέχισα με την ίδια απορία «Και, πως θα φτιάξετε θίασο για να ‘χουμε καλό ρώτημα»

«Όχι μόνες μας κι εσύ μαζί! Δέχεσαι, δεν είναι έτσι;»

Περίμεναν να απαντήσω, ενώ με κοίταζαν επίμονα μεσ στα μάτια.

«Τι αν δέχομαι;» Το χαμόγελο απ’ το πρόσωπο τους άρχισε να σβήνει, στην ιδέα πως μπορούσα να μη δεχθώ κι επανέλαβαν λυπημένα.

«Δέχεσαι…;»

«Να μ’ αφήσετε πρώτα να το σκεφθώ καλά» απάντησα αυστηρά, μια και ήμουν η μεγαλύτερη και ήξερα καλά, πως ο λόγος μου είχε μεγάλη αξία για τις αδελφές μου.

«Εντάξει…» μου είπαν κι έφυγαν, περπατώντας πάλι στις μύτες των ποδιών τους.

«Και μη φοβάστε, δε θα το πω σε κανέναν» ψιθύρισα.

Πριν ανοίξουν την πόρτα κι επιστρέψουν στο δωμάτιο τους, γύρισαν και με φίλησαν. Σηκώσαμε το δεξί μας χέρι και ορκιστήκαμε, πως κανείς δε θα μάθει ποτέ τίποτα, παρά μόνο, αν συμφωνήσουμε και οι τρεις. Ορκιστήκαμε, πως θα μείνουμε για πάντα αγαπημένες και πως δε θα μας ενώνει μόνο αδελφικό αίμα, αλλά και μια δυνατή φιλία.



Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Πήγα μέχρι το παράθυρο μου και κοίταξα τον ήλιο, που μόλις είχε προβάλλει. Αισθάνθηκα πως μια καινούρια μέρα έφθασε, με νέες ελπίδες, που πραγματικά δεν ήξερα, αν ήταν παράλογες ή όχι. Πάντως ήταν κάτι καινούριο και όσο ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό, τόσο η ιδέα του θιάσου γινόταν και πιο δυνατή μέσα στην ψυχή μου. Είχα αναστατωθεί πολύ με αυτή τη σκέψη. Ήταν όμως μια γλυκιά  αναστάτωση, που με γέμιζε.

Το πρωινό μας το πήραμε σιωπηλές. Έβλεπα τις αδελφές μου, που η μία κοίταζε την άλλη, περιμένοντας κάποιο γνέψιμο μου ή ένα πονηρό μου χαμόγελο, που θα έλυνε την απορία που είχαν μέσα τους. Δεν τολμούσα όμως να κάνω τίποτα, το αντίθετο μάλιστα. Ήμουν τόσο σοβαρή, όσο ποτέ.

«Σας συμβαίνει τίποτα;» ρώτησε η μητέρα μας, καθώς σέρβιρε πορτοκαλάδα.

«Όχι βέβαια! Σαν τι να συμβαίνει;» απαντήσαμε και οι τρεις μαζί.

Η μητέρα μας ήταν πολύ καλός άνθρωπος και την αγαπούσαν όλοι. Παρ’ όλο που υπέφερε από την αναπνοή της, δεν κούραζε κανένα και πάντοτε τα εύρισκε όλα ωραία κι ας μην ήταν. Κανείς όμως δε μπορούσε να τη γελάσει ή να της πει ψέματα. Καταλάβαινε τα πάντα. Έτσι και τώρα. Αν καθόμασταν λίγο ακόμα στο τραπέζι, θα έπρεπε να της πούμε όλη την αλήθεια και αυτό δε γινόταν, αφού είχαμε ορκιστεί εχεμύθεια. Πήραμε λοιπόν τις πορτοκαλάδες μας και σα σίφουνες τρέξαμε στην αυλή. Με την άκρη του ματιού μου, την είδα που σταυροκοπήθηκε. Την παρακολούθησα για λίγο που μας κοίταζε απ’ το παράθυρο της κουζίνας και κουνούσε το κεφάλι της με απορία. Τι μπορούσε να κάνει όμως;

Τίποτα….

“Καημένη μαμά…!”

Δεν ήθελα να πιστέψω, πως κάνουμε κάτι ξεγελώντας την. Μπορεί όμως και να το είχε καταλάβει και να μη μας έλεγε τίποτα, για να μη μας χαλάσει τη χαρά που νοιώθαμε. Εξάλλου, αυτή ήταν η ευτυχία της. Να μας βλέπει πάντα έτσι. Χαρούμενες. Ίσως αυτό, να μ’ έκανε, να έχω λιγότερες τύψεις και να το χρησιμοποίησα, για να δικαιολογηθώ στον εαυτόν μου.

Η Λευκή και η Σοφούλα περίμεναν να ακούσουν την απόφαση μου. Είχαν καθίσει κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο και είχαν στυλώσει το βλέμμα τους επάνω μου.

«Κορίτσια, εντάξει… Συμφωνώ!» είπα χαμογελώντας.

Το τι έγινε…! Δεν περιγράφεται. Αρχίσαμε να πηδάμε…,να φωνάζουμε…,να τρέχουμε… . Μετά, σοβαρευτήκαμε και καταστρώσαμε το σχέδιο μας.

Το θεατράκι, θα το φτιάχναμε στο σπιτάκι του παππού! Εκεί δεν έμπαινε κανείς, ποτέ. Δεν ήξερα γιατί ή μάλλον…, δε θυμόμουν.

Η Μίνα σταμάτησε για λίγο. Έμοιαζε πως προσπαθούσε κάτι να θυμηθεί. Έκλεισε τα μάτια της και ακούμπησε τα δάκτυλά της στο μέτωπό της. Δεν θυμάμαι γιατί, είπε ξαφνικά και συνέχισε την διήγηση της. Γύρισα το κεφάλι μου προς την κουζίνα. Ένοιωσα… κάτι σαν αγαλλίαση, όταν διαπίστωσα πως η μητέρα μας, δεν ήταν άλλο στο παράθυρο και δε μας κοίταζε πια. Ενώ…άλλες φορές, το πόσο όμορφα αισθανόμουν, που ήταν εκεί και μ’ έβλεπε να φεύγω για το σχολειό ή να πηγαίνω στην πόλη για ψώνια ή και ακόμα να παίζω και τώρα…; ντρεπόμουν να με βλέπει  να χαίρομαι, για κάτι που δεν της είχα πει και δε το μοιραζόμουν μαζί της.

Το σπιτάκι είχε μείνει κλειστό για χρόνια. Ο παππούς είχε βάλλει γύρω γύρω ξύλινα κάγκελα, που τώρα πια, ήταν σκεπασμένα από παρθενόκισσους και μαζί με τα δένδρα, δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει, αν μέσα υπάρχει φως. Ολοκάθαρα, φαινόταν μόνο απ’ το παράθυρο, που είχε η σοφίτα του σπιτιού μας. Αλλά η σοφίτα ήταν ξενώνας και δεν πήγαινε κανείς εκεί. Έτσι λοιπόν, η καλύτερη λύση για το θεατράκι μας ήταν αυτή, που σκεφθήκαμε.

Πρώτα, έπρεπε να δούμε, αν η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Σ’ αυτό το σημείο, ήμασταν τυχερές. Λουκέτο υπήρχε, αλλά ευτυχώς ήταν ξεκλείδωτο. Η πόρτα άνοιξε δύσκολα και χρειάστηκε δύναμη, ακούστηκε ένα τρίξιμο  και τελικά τα καταφέραμε και μπήκαμε  μέσα στο σκοτεινό σπιτάκι. Μια άσκημη μυρωδιά μας ήρθε, από κλεισούρα και μούχλα. Αρχίσαμε να κρυώνουμε κι ας ήταν καλοκαίρι. Τρίβαμε τα χέρια μας, για να ζεσταθούμε και πηδούσαμε όπως οι στρατιώτες, όταν κάνουν βήμα σημειωτόν με γρήγορο ρυθμό. Ίσως… να είχαμε μετανιώσει κιόλας. Ποια όμως μπορούσε να το παραδεχτεί; Φυσικά… καμία. Αποφασισμένες λοιπόν, αρχίσαμε την εξερεύνηση.

Πασπατεύοντας δεξιά και αριστερά, βρήκαμε ένα διακόπτη και τον γυρίσαμε. Μια λάμπα άναψε κι έσβησε αμέσως. Βρισκόμασταν πάλι στο σκοτάδι. Τα παράθυρα, δε θέλαμε να τα’ ανοίξουμε, γιατί τότε… θα μας έπαιρναν είδηση και όλα θα τελείωναν εκεί, πριν ακόμα αρχίσουν. Πριν προλάβουμε να χαρούμε το θίασο μας. Το λιγοστό φως, που έμπαινε από κάποια κενά, που άφηναν οι πέτρινοι τοίχοι, μας διευκόλυνε λιγάκι και καθώς και τα μάτια μας συνήθιζαν στο σκοτάδι, βλέπαμε καλύτερα.

Στεκόμασταν ακίνητες, σε μια γωνιά ενός μεγάλου δωματίου. Κάτω δεν υπήρχε πάτωμα, παρά χυμένο τσιμέντο, μάλλον κακοβαλμένο και πολλές καρέκλες, άλλες στοιβαγμένες, η μια πάνω στην άλλη κι άλλες άφτιαχτες. Κοιτάζαμε γύρω μας, όταν ξαφνικά…η πόρτα άνοιξε μόνη της και τότε…ακούστηκε ένα τρίξιμο, το ίδιο μ ‘εκείνο, που ακούσαμε όταν μπαίναμε. Το φως από τον ήλιο μπήκε διάχυτο μέσα και μας τύφλωσε. Α!… φωνάξαμε τρομαγμένες και τρέξαμε έξω, να σωθούμε…. Η μία κρατούσε την άλλη. Καθίσαμε κάτω, στο χώμα, ούτε καν δώσαμε σημασία στα μερμήγκια, που άλλοτε φοβόμασταν. Ακουμπήσαμε την πλάτη μας στον τοίχο. Η ανάσα μας είχε κοπεί. Η καρδιά μας κτυπούσε τόσο δυνατά, που νομίζαμε , πως θα σπάσει. Τώρα…; έπρεπε κάποια, να κλείσει την πόρτα και να φύγουμε απ’ εκεί. Να φύγουμε, όσο πιο γρήγορα γινόταν και να μη  μιλήσουμε ποτέ πια γι’ αυτό που συνέβη, σε κανένα. Τα όνειρα μας χάθηκαν μονομιάς και θα έμεναν κρυμμένα στη καρδιά μας, να μας θυμίζουν αυτή την λαχτάρα που είχαμε για τον θίασο μας. Μια ιδέα, που σκεφτήκαμε  μέσα σε μια καλοκαιρινή νύχτα και που έσβησε την άλλη μέρα το πρωί.

Οι αδελφές μου με κοίταξαν. «Κατάλαβα!…» τις είπα, με βαριά φωνή, που πραγματικά, έβγαινε με δυσκολία απ’ το στόμα μου και σαν πιο μεγάλη που ήμουν, πήρα όλο το βάρος επάνω μου. Σηκώθηκα, με το ένα μου χέρι κράτησα τη Σοφούλα και με το άλλο, προσπάθησα να κλείσω την πόρτα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα και χωρίς να πλησιάσω πολύ. Τη τράβηξα με δύναμη  κι άλλο τρίξιμο, μια γάτα, σαν αστραπή πέρασε κάτω απ’ τα πόδια μας και με το τρίχωμα της μάς χάιδεψε, νιαούρισε, σήκωσε την ουρά της και χώθηκε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Εκεί, που λίγο πριν, ήμασταν εμείς. Μάς πήραν τα γέλια. Παρ’ όλα αυτά, δε θελήσαμε να ξαναμπούμε μέσα. Σκύψαμε το κεφάλι μας και  γυρίσαμε στα δωμάτια μας, χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη.

Το μεσημέρι κατεβήκαμε στην τραπεζαρία για φαγητό και παρ’ όλο που ήταν το αγαπημένο μας, δεν είχαμε καμιά όρεξη. Η μητέρα μας, δε ρώτησε τίποτα κι ευτυχώς…,  γιατί τότε… θα μάς έφερνε σε δύσκολη θέση. Όταν τελειώσαμε, μαζέψαμε τα πιάτα κι επιστρέψαμε στα δωμάτια μας. Καθώς ανέβαινα τη σκάλα, πρόσεξα τη μητέρα, που με κοίταζε κι ενώ μου χαμογέλαγε μου είπε.

«Δε λέτε στα ξαδέλφια σας ν’ αρθούν;»

«Θα συνεννοηθώ με τα κορίτσια» της απάντησα και ανέβηκα στο δωμάτιο μου.

Από την ώρα που επιστρέψαμε δεν σταμάτησα να σκέπτομαι το σπιτάκι του παππού και προσπαθούσα να βρω κάποιο τρόπο, για να κερδίσω πάλι τα όνειρα μας και να τα φέρω πίσω και τελικά… βρήκα τον τρόπο! και σ’ αυτό έγινε αφορμή η μητέρα που μου είπε να καλέσουμε τα ξαδέλφια μας. Τώρα, ήμουν εγώ, που έτρεξα στο δωμάτιο της Σοφούλας και της Λευκής. Άνοιξα την πόρτα χαμογελαστή και είπα καθώς τις κοίταζα.

«Ένα αγόρι είναι απαραίτητο σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές. Εξ’ άλλου, τ’ αγόρια δε φοβούνται εκ φύσεως. Λοιπόν, λέω να καλέσουμε τον Πέτρο με την Ανθή. Τα ξαδέλφια μας, να μείνουν λίγο καιρό μαζί μας». Η ιδέα φάνηκε καταπληκτική. Την άλλη μέρα το πρωί τους καλέσαμε κι εκείνα άλλο που δεν ήθελαν. Η χαρά όλων μας ήταν μεγάλη.

Δύο άτομα ακόμα προστέθηκαν στο θίασο μας και ορκίστηκαν κι αυτά πίστη και εχεμύθεια. Η ζωή μας ξαναπήρε το ρυθμό της και το όνειρο, επέστρεψε.



            Ο Πέτρος και η Ανθή ήταν δίδυμοι. Οι γονείς τους είχαν χωρίσει και ζούσαν με τη μητέρα τους, την αδελφή του μπαμπά μου. Δεν έμαθα ποτέ γιατί χώρισαν. Η θεία μου, λες και πήρε γομολάστιχα κι έσβησε όλη αυτή τη ζωή απ’ το μυαλό της κι έτσι έμοιαζε, σα να μην υπήρξε ποτέ. Τα δίδυμα…, έτσι τους φωνάζαμε, έρχονταν πολύ συχνά κι έμεναν σπίτι μας. Η σοφίτα είχε γίνει το δωμάτιο τους, μέχρι και ρούχα δικά τους είχαν εκεί. Τελευταία, κοιμόμουν εγώ  με την Ανθή και ο Πέτρος έπαιρνε το δικό μου δωμάτιο.            Η θεία μου ερχόταν σπάνια γιατί δούλευε. Με τα δίδυμα ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Ένιωθα πως έχω, άλλα δυο αδέλφια και ξέρω καλά, πως ο καθ’ ένας μας χωριστά, αισθανόταν το ίδιο.

Η χαρά μας ήταν πολύ μεγάλη, όταν μάθαμε, πως θα μείνουν μαζί μας όλο το καλοκαίρι και στην άδεια της θα ερχόταν και η θεία μου, την οποία και υπεραγαπούσαμε. Πιστεύω πως ήμασταν πολύ ευτυχισμένη οικογένεια, αφού η αγάπη που είχαμε, ο ένας για τον άλλον, ήταν το παν στη ζωή μας.

Ο Πέτρος μάθαινε μουσική. Έπαιζε ωραίο βιολί, που δεν το αποχωριζόταν εύκολα. Όπου πήγαινε, το έπαιρνε μαζί του, σα το σαλιγκάρι, που κουβαλάει το σπίτι του. Αυτό, του το έλεγα συχνά κι εκείνος θύμωνε μαζί μου κι έλεγε πως δε θα μου ξαναμιλήσει ποτέ πια. Όταν όμως του ζητούσα να παίξει κάτι για μένα, του πέρναγε αμέσως ο θυμός και τότε…, έπαιζε εκείνες τις υπέροχες δικές του μελωδίες. Μερικές απ’ αυτές της έγραφε μαζί μ ‘ένα φίλο του, τον Φίλιππο. Δε τον ήξερα, μου είχε όμως μιλήσει πολύ γι’ αυτόν. Ήθελε κι εκείνος να γίνει διευθυντής ορχήστρας. Αυτή τη φορά πάντως, το βιολί μάς ήταν απαραίτητο, μια και θα συνόδευε με την μουσική του τα θεατρικά που θα παίζαμε κι έτσι δε θύμωσε καθόλου όταν του είπα, να φέρει μαζί και το σπίτι του.

Ώσπου να έρθουν μας φάνηκε πως πέρασε αιώνας και ήταν μόνο μία μέρα. Και οι τρεις μας μετρούσαμε τις ώρες. Εκείνο δε το βράδυ ούτε που κοιμηθήκαμε. Περιμέναμε να ξημερώσει. Και τέλος πάντων η στιγμή της άφιξης ήρθε με γέλια και ξεφωνητά. Μαζευτήκαμε και οι πέντε στη σοφίτα και ανταλλάξαμε απόψεις, για το πώς θα φτιάξουμε το θίασο μας και πως θα διαμορφώσουμε το σπιτάκι του παππού. Η ιδέα μάλιστα του Πέτρου, να πηγαίνουμε τις νύχτες, όταν θα έχουν κοιμηθεί όλοι, μας φάνηκε σπουδαία κι έτσι δε θα υπήρχε κίνδυνος να μας πάρει είδηση κανείς. Ενώ μας καθησύχασε, πως δεν πρέπει να φοβόμαστε τίποτα, αφού θα είναι εκείνος μαζί μας.  “Καλά είχα πει εγώ, πως τα’ αγόρια δε φοβούνται! “ συλλογίστηκα.

Το βράδυ άργησε να ‘ρθει. Κάναμε πως νυστάξαμε νωρίς κι ανεβήκαμε στα δωμάτια μας και περιμέναμε….

Τελικά η μεγάλη στιγμή έφτασε.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Ένας ένας, με μεγάλη προσοχή θα κατεβαίναμε τις μαρμάρινες σκάλες. Φώτα, δε θ’ ανάβαμε πουθενά. Αργά αργά θ’ ανοίγαμε την εξώπορτα και θα συναντιόμασταν έξω απ’ την πόρτα που τρίζει. Πρώτος, θα πήγαινε ο Πέτρος, που ήταν ατρόμητος, μετά η Σοφούλα, ύστερα η Ανθή και τέλος η Λευκή μαζί μ’ εμένα, όπου θα έκλεινα και την εξώπορτα πίσω μου.

Όλα, τα είχαμε σχεδιάσει τέλεια.

Από τότε, ξεκίνησαν και τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου.

 Μόνο που νομίζω πως κράτησαν, όσο κρατάει το ασημένιο ολοστρόγγυλο φεγγάρι.



(Συνεχίζεται)

Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου 2020

All rights reserved












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου