Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
(4η Συνέχεια)
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα, που
φεγγοβολούσαν και το φεγγάρι ήταν τόσο ασημί…! Όσο ποτέ. Τίποτα δεν τάρασσε την
ησυχία της νύχτας. Ακόμα κι εμείς, ούτε που ανασαίναμε. Γλιστρήσαμε σα σκιές
του κήπου και φτάσαμε στο σπιτάκι…
Ο πατέρας μας κοιμόταν βαθιά, όπως
πάντα. Το ξέραμε καλά, πως και κανόνια να έπεφταν, εκείνος δε θα ξυπνούσε.
Αντίθετα με τη μητέρα, που έπαιρνε χάπια για τον ύπνο. Η δε γιαγιά, δεν άκουγε
και κάθε βράδυ έβγαζε και τ’ ακουστικά της. Όλα αυτά ήταν ευνοϊκά για μας κι
έτσι ήμασταν σίγουροι, πως τίποτα δεν επρόκειτο να διακόψει την πορεία, που
είχαμε χαράξει.
…και να ‘μαστε τώρα μπροστά στην πόρτα, που τις
προάλλες, τόσο μας είχε τρομάξει…!
«Λοιπόν… εδώ είμαστε;» ρώτησε ο
Πέτρος.
«Ναι» του απάντησα, ενώ οι αδελφές
μου κούνησαν μόνο το κεφάλι τους. Το στόμα μου δεν είχε σάλιο και δεν μπορούσα
να πω τίποτα περισσότερο. Τα μάτια μας, τα είχαμε τόσο ανοίξει, που άρχισαν να
μας πονάνε. Κρατιόμασταν χέρι χέρι, η μία κοντά στην άλλη και κοιταζόμασταν.
Απόλυτη σιωπή.
Η επιχείρηση
άρχιζε…
Ο Πέτρος έσπρωξε την πόρτα κι
εκείνη δεν αντιστάθηκε, έτριξε μόνο,
αλλά άνοιξε αμέσως. Μπήκαμε από πίσω του, χωρίς ν’ αφήσουμε τα χέρια μας.
Εκείνος άναψε ένα μεγάλο φακό, που είχε μαζί του κι άρχισε να περιεργάζεται το
δωμάτιο. Ξανάκλεισε την πόρτα και γύρισε τον διακόπτη, που βρήκε στον πλαϊνό
της τοίχο. Αλλά η λάμπα, δεν έδωσε φως.
«Νομίζω… πως είναι καμένη» του είπα.
Με τη βοήθεια του φακού του,
προχωρήσαμε πιο μέσα. Είχαμε ιδρώσει και τρέμαμε απ’ το κρύο που νοιώθαμε. Σε
μια γωνιά ήταν στοιβαγμένες οι καρέκλες του παππού και σε μια απ’ αυτές βρήκαμε
μια κούτα με λάμπες.
«Θαυμάσια…! Σωθήκαμε…! Μπράβο!
παππού». Φώναξε ο Πέτρος. Ένα «Αχ…! Ωραία…!» ακούστηκε από όλες μας, σαν
ανακούφιση. Ανέβηκε σε μια καρέκλα και με μεγάλη προσοχή ξεβίδωσε τη λάμπα, που
κρεμόταν απ’ το ταβάνι και στη συνέχεια… βίδωσε την άλλη. Εγώ πήγα στον
διακόπτη και τον γύρισα. Τίποτα, κανένα φως και πάλι από όλες μας ακούστηκε,
ένα «Α…» κι ένα «Μμμ…γιατί άραγε;» και μετά… ησυχία.
«Μην απογοητευόμαστε. Εδώ, έχει κι
άλλες λάμπες. Θα ξαναπροσπαθήσω,» μάς είπε γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ξαναγύρισα
τον διακόπτη για να κλείσει και ο Πέτρος
προσπάθησε, ξανά και ξανά και τελικά η λάμπα άναψε. Αρχίσαμε να
χειροκροτούμε κι εκείνος, καθώς ήταν ανεβασμένος στην καρέκλα, μάς έκανε αστεία
και μάς χαιρετούσε κι εμείς φωνάζαμε «Μπράβο» ενώ συνεχίζαμε να χειροκροτούμε.
Τώρα πια, μ’ αυτό το άπλετο φως
μπορούσαμε να δούμε παντού, ολοκάθαρα.
Τίποτα όμως
δε θύμιζε την εποχή του παππού. Όλα, ήταν βρώμικα. Ακόμα και το νερό της
βρύσης, στο κουζινάκι, είχε σκούρο χρώμα και χρειάστηκε πολύ ώρα να τρέξει, για
να έρθει καθαρό.
Όταν ήμουν
μικρή, πήγαινα και τον έβλεπα να φτιάχνει τις καρέκλες του και όλα τότε είχαν
μια τάξη, ενώ τώρα… ήταν τόσο ανακατωμένα. Σα να φύσηξε αέρας και να τα
μπέρδεψε στο πέρασμα του. Τα παράθυρα είχαν γεμίσει από αράχνες και τα περβάζια
τους, ήταν όλο σκόνη. Σε μια γωνιά βρίσκονταν κάτι παλιά χαλιά. Αυτά ήταν από
τότε και το τραπέζι, ήταν ακόμα εκεί!
Ανέβαινα συχνά επάνω και τον κοίταζα κι εκείνος μου έλεγε κάθε φορά, πως ψήλωσα
πολύ γρήγορα και μέσα στις άφτιαχτες καρέκλες βρήκα το δικό μου καρεκλάκι, που
καθόμουν και του έκανα παρέα κι εκείνος μου έδινε κάτι ξυλάκια και ψάθα κι
έκανα πως φτιάχνω κι εγώ καρέκλες. «Να! και τα κουρτινόξυλα» φώναξα με λαχτάρα.
Έμειναν κι αυτά έτσι, ακουμπισμένα στον τοίχο. Βρήκα και τον μεγάλο καθρέφτη!
Έπαιρνα τα παπούτσια της μητέρας μου, εκείνα με τα ψηλά τακούνια. Τα φόραγα,
καθρεφτιζόμουν εκεί και τον ρωτούσα να μου πει, αν μου πάνε κι εκείνος μου έλεγε
πάντοτε, πως εμένα μου πήγαιναν περισσότερο.
Πόσο περίεργο μου φάνηκε, που μετά
από τόσα χρόνια βρισκόμουν σ’ εκείνο το χώρο.
Και να ήταν μακριά;
Πλάι στο σπίτι μας, ήταν!
Κι όμως, έμοιαζε σαν κάτι που πέρασε
κάποια στιγμή, χάθηκε και ξαναβρέθηκε. “Πώς μπορεί κανείς να σβήσει τη ζωή που
πέρασε;” αναρωτήθηκα. Τελικά, νομίζω πως
πάντοτε έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μας, σαν μια μακρινή ιστορία, που δεν
έφτασε ακόμα στο τέλος της.
Σκεπτόμουν συνέχεια, όταν άκουσα να
με φωνάζουν, πως η ώρα είχε περάσει κι έπρεπε να επιστρέψουμε. Χαρούμενοι
αφήσαμε το σπιτάκι πίσω μας και γυρίσαμε στα δωμάτια μας.
Αύριο, μας περίμενε μια μεγάλη μέρα.
Και πραγματικά, κάποια στιγμή, η
αυριανή μέρα έφτασε. Δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, εγώ πάντως δεν είχα κοιμηθεί.
Σκεπτόμουν συνέχεια το σπιτάκι. Τις ώρες που περνούσα εκεί με τον παππού μου.
Το πόσο όμορφο ήταν παλιά! και με τι μεράκι εκείνος, τα έφτιαχνε όλα! Πίστεψα
πως το όνειρο του παππού, ήταν αυτό, που σκέφθηκαν οι αδελφές μου κι έπρεπε να
το εκπληρώσουμε. Αν μπορούσε να μας δει ή να καταλάβει, θα χαιρόταν, που η
επιθυμία του έγινε πραγματικότητα και το σπιτάκι του θα γινόταν όμορφο, όπως
πριν και ακόμα καλύτερο!
Θα γινόταν το θέατρο μας!
Πρώτα, έπρεπε να το καθαρίσουμε.
Ευτυχώς στο υπόγειο υπήρχαν πολλά απορρυπαντικά. Θα έπρεπε να πάρουμε και
κουρτίνες και κάτω; το πάτωμα που ήταν από τσιμέντο; τι θα κάναμε;
Με τις διάφορες σκέψεις μου, η νύχτα
πέρασε χωρίς να το καταλάβω και το πρωινό φως μπήκε απ’ το παράθυρο μου, για να
μου θυμίσει τη μέρα, που ξεκίνησε. Μία μέρα, όλο κέφι και πράγματι, όλα μου
φαίνονταν τόσο όμορφα.
Ο Πέτρος, άρχισε από πρωί πρωί, να
παίζει με το βιολί του και ήταν η πρώτη φορά, που δεν τον πείραξα, για το…
«σπίτι» του. Τα κορίτσια σηκώθηκαν πολύ νωρίς κι ετοίμασαν μόνες τους το πρωινό
μας και η Ανθή για πρώτη φορά έστρωσε και τα δυο κρεβάτια.
Πόσα πράγματα είχαν αλλάξει κι όλα
αυτά, μέσα σε μια νύχτα.
Μαζέψαμε, ότι λεφτά είχαμε από
χαρτζιλίκια. Ανοίξαμε και τον κουμπαρά μας και πήγαμε στην αγορά, για
κουρτίνες. Αυτές που διαλέξαμε, ήταν
λευκές και πολύ λεπτές. Ο παππούς αγαπούσε πολύ το λευκό. Όποτε χιόνιζε
καθόμασταν μαζί στο παράθυρο και μου έλεγε.
«Ξέρεις Μίνα; Δεν υπάρχει πιο αγνό
από το λευκό του χιονιού, γιατί πέφτει ολοκάθαρο απ’ τα Ουράνια. Απ’ εκεί που κατοικούν
οι Αγγέλοι».
Έτσι κι εγώ σκέφθηκα, πως το θεατράκι μας θα
έπρεπε να έχει λευκές κουρτίνες, να θυμίζει το χιόνι απ’ τα Ουράνια. Με μεγάλη ευκολία τις ανεβάσαμε στην σοφίτα.
Χωρίς να μας καταλάβει κανείς. Τώρα, έπρεπε να περιμένουμε να νυχτώσει κι αυτή
η νύχτα, άργησε πολύ για να ‘ρθει.
Το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας,
χτύπησε μεσάνυχτα. Όλοι είχαν κοιμηθεί. Τίποτε δεν ακουγόταν πια, κι εμείς μετά
από λίγο γλιστρήσαμε πάλι μέσα στο σκοτάδι. Αυτή τη φορά όμως μεταφέραμε τα
διάφορα πράγματα, που χρειαζόμασταν, σκούπα, ξεσκονόπανα, απορρυπαντικά και
φυσικά τις κουρτίνες. Γυρίσαμε γρήγορα πίσω, στα δωμάτια μας. Όλα, έπρεπε να
γίνουν με μεγάλη σύνεση και χωρίς βιασύνη. Για να γίνουν καλά και σωστά.
Οι μέρες προχωρούσαν γρήγορα και δημιουργικά. Πολύ
σύντομα, το σπιτάκι του παππού, έγινε ένα πραγματικό θεατράκι, που δεν είχε να
ζηλέψει τίποτα απ’ τα μεγάλα θέατρα. Τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στα δικά μας
μάτια.
Το τσιμεντένιο πάτωμα, το είχαμε
καθαρίσει καλά και από πάνω βάλλαμε εκείνα τα χαλιά που βρήκαμε. Ήταν σε πολύ
καλή κατάσταση και είχαν ένα χρώμα βαθύ κόκκινο, που ταίριαζε με το περιβάλλον
που θέλαμε να δημιουργήσουμε. Ξεσκονίσαμε τις καρέκλες και τις τοποθετήσαμε
έτσι, ώστε να είναι όπως το σχήμα που έχουν τα καθίσματα στη Βουλή και τέλος,
αφού πλύναμε τα παράθυρα και καρφώσαμε τα κουρτινόξυλα. Κρεμάσαμε τις
κουρτίνες. Ένα παραβάν που βρήκαμε στο κουζινάκι, χρησίμευσε για τη σκηνή του θεάτρου. Η Λευκή, η Σοφούλα και η
Ανθή, θα ζωγράφιζαν με νερομπογιές ωραία τοπία, σε μεγάλες κόλλες χαρτί και θα
τα κολλούσαμε στον τοίχο της σκηνής. Εγώ, μια και ήμουν καλή στην έκθεση,
σκεφθήκαμε να γράφω διάφορες ιστοριούλες και ο Πέτρος θα συνέθετε τη μουσική,
ανάλογα με την υπόθεση.
Σε λίγο καιρό, όλα, ήταν έτοιμα.
Η ιστορία, η μουσική, το θέατρο.
Το πρώτο μου σενάριο, το έγραψα εμπνευσμένη από τις
ιστορίες της γιαγιάς, την όμορφη παρέα του παππού, όταν μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι
και με πήγαινε βόλτα στην ακροθαλασσιά και τη χαρά που είχε, να μου μεταδίδει
τις πιο όμορφες πτυχές τις ζωής. Με μια
παιδιάστικη φαντασία, βούτηξα στα άδυτα του παραμυθιού και οραματίστηκα, πως
εμείς, είμαστε οι άνθρωποι ενός καινούριου κόσμου, χωρίς αρρώστιες, χωρίς
κακίες και χωρίς μίση.
Το έργο αυτό
το ονομάσαμε «Ορίζοντας».
Και ήταν ακριβώς αυτός ο ορίζοντας.
Η γραμμή που χωρίζει, την θάλασσα, από τον ουρανό κι επάνω σ’ αυτή τη γραμμή,
που με τόσο έντονο χρώμα ζωγράφισαν οι αδελφές μου, αφήσαμε να ξετυλιχτεί μια
όμορφη ιστορία. Έτσι λοιπόν, σκέφθηκα, πως η γραμμή αυτή, θα μπορούσε να ενώνει
τον Ουρανό με τη Γη και όχι να τον χωρίζει και οι άνθρωποι, θα μπορούσαν να
ζουν, μαζί με τους Αγγέλους.
Δεν ήξερα, με πιο τρόπο γράφονται τα
σενάρια και το έργο μου έμοιαζε με μικρό διήγημα. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε εγώ
να το διαβάζω και οι άλλοι να παίζουν,
- Θα μου το διηγηθείς, γιαγιά;
- Βεβαίως
και θα στο διηγηθώ…!
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Η Καιτούλα
ζούσε κοντά στη θάλασσα. Απ’ το μπαλκόνι της, μπορούσε να βλέπει όλη την
παραλία, αυτούς που κάνουν μπάνιο… τα παιδιά πού παίζουν… ή και που κτίζουν
σπιτάκια επάνω στην άμμο και γεφυρούλες,
τα κύματα…, τα προβατάκια της θάλασσας, όπως τα ‘λεγε, ακόμα και τα καΐκια
μπορούσε να βλέπει, με τ’ άσπρα τους πανιά.
Ο παππούς,
την έπαιρνε συχνά μαζί του κι έκαναν βόλτες στην ακρογιαλιά. Άλλες φορές
έτρεχαν κι έβαζαν στοίχημα, για το ποιος θα φτάσει πρώτος σε κάποιο βραχάκι κι
άλλες φορές πάλι, περπατούσαν ξυπόλυτοι στην άκρη κι έβλεπαν το ελαφρύ κυματάκι
που έσβηνε τα ίχνη που άφηναν τα γυμνά τους πόδια πάνω στην αμμουδιά ενώ, άλλες
φορές όταν φύσαγε ο δυνατός άνεμος κι έκανε τη θάλασσα να θυμώνει, εκείνοι
έστεκαν ακίνητοι μπροστά της και την περίμεναν να ρίξει τον αφρό της επάνω
τους, για να βραχούν.
Αυτή τη φορά
όμως, η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη και γυαλιστερή, σα γυαλί, όπως οι λίμνες. Ο
ουρανός ήταν ολοκάθαρος, δεν είχε ούτε ένα συννεφάκι και της χάριζε ένα ωραίο θαλασσί
χρώμα. Μόνο τα θαλασσοπούλια, που πετούσαν τόσο χαμηλά, καμιά φορά με τις
φτερούγες τους, την έσπαγαν, λες και ήταν καθρέφτης κι εκείνη, πάλι ενωνόταν.
Μακριά, πολύ μακριά φαινόταν η γραμμή που τη χωρίζει απ’ τον ουρανό.
«Παππού, τι
είναι αυτή η γραμμή;»
«Ο
ορίζοντας».
«Τι θα πει
ορίζοντας;»
«Είναι μια
κυκλική γραμμή, που μοιάζει να χωρίζει τον ουρανό απ’ τη Γη».
«Εμένα πάλι,
μου φαίνεται ότι, ο ουρανός ακουμπάει στη Γη. Μπορώ να πάω να δω από κοντά;»
«Δεν είναι
αληθινή. Όσο κι αν προσπαθήσεις να φτάσεις ως εκεί, εκείνη πάλι το ίδιο μακρινή
θα μοιάζει».
«Εγώ, κάποτε θα πάω και θα δω τι είναι αυτή η γραμμή…
…θα το
δεις!»
Η Καιτούλα
μεγάλωνε και μαζί της μεγάλωνε και το όνειρο. Πως κάποτε θα φτάσει εκεί μακριά.
Στον ορίζοντα. Κι έτσι, μια μέρα αποφάσισε να ταξιδέψει, για να δει από κοντά
αυτή τη γραμμή. Πέρασε θάλασσες… βουνά… πεδιάδες… ποτάμια. Δεν έφτασε όμως
ποτέ. Στον δρόμο της, συνάντησε πολλούς ανθρώπους. Άλλοι γέλασαν μαζί της και
την κορόιδεψαν. Άλλοι αδιαφόρησαν και γύρισαν αλλού το κεφάλι. Κανείς δε
νοιάστηκε, ούτε γι’ αυτήν, ούτε για το όνειρο.
Γύρισε πίσω.
Με κλάματα έπεσε στην αγκαλιά του παππού της.
«Μη κλαις
Καιτούλα» της είπε εκείνος. «Κάτι που δεν είναι αληθινό εύκολα μπορούμε να το
αλλάξουμε μέσα στη ψυχή μας και να το κάνουμε να μοιάζει με αληθινό. Μην
ξεχνάς, πως με τα παραμύθια μεγάλωσες κι εσύ και όλα τα παιδάκια του κόσμου και
ήταν αυτά τα παραμύθια, που κράτησαν ζωντανή τη φλόγα μέσα στις καρδούλες όλων
σας. Μη τη σβήσεις λοιπόν εσύ».
«Και δηλαδή;
Τι πρέπει να κάνω;»
«Να γράψεις
ένα παραμύθι!»
«Παραμύθι;»
«Τι είναι
αυτό που πιστεύεις πως χάθηκε από τις καρδιές των ανθρώπων;»
«Η αγάπη παππού».
«Πρέπει να
ψάξεις και να βρεις την αγάπη, γιατί δε χάθηκε τελείως. Υπάρχει ακόμα και γράψε
γι’ αυτήν. Δημιούργησε μια ιστορία πάνω σ΄ αυτή τη γραμμή και με τη φαντασία
σου ένωσε τον ουρανό με τη Γη. Σκέψου τι θα μπορούσε να συμβεί και γράψ’ το όσο
πιο απλά μπορείς. «Η φαντασία ταξιδεύει πολύ μακριά και αυτά που μπορεί να δει
δεν θα τα δούνε τα μάτια σου ποτέ».
Έτσι λοιπόν
η Καιτούλα, κάθε μέρα, καθόταν πάνω στα βότσαλα και κοίταζε τον ορίζοντα.
Άλλοτε, ήταν μια έντονη γραμμή. Άλλοτε, έμοιαζε με ομίχλη κι άλλοτε πάλι, όταν
ο ήλιος έπεφτε από πίσω του κι ερχόταν η νύχτα, δε φαινόταν τίποτα πια. Όλα… ήταν
ίδια. Δεν υπήρχε κάτι, που να τα χωρίζει.
Τι παραμύθι
θα μπορούσε να γράψει που να είναι αληθινό;
Ποιο παραμύθι είναι αληθινό;
Τι θα μπορούσε να συμβεί πάνω σε αυτή τη νοητή
γραμμή που να αγγίξει την καρδιά των ανθρώπων και να πιστέψουν στην αγάπη;
Η Καιτούλα
συνέχιζε να πηγαίνει στην παραλία και να κοιτάζει πέρα μακριά, τον ορίζοντα
όταν κάποια φορά η δύση ήταν πολύ διαφορετική.
Καθώς ο
ήλιος πήγαινε να κοιμηθεί φλόγες έκαιγαν τον ουρανό. Τα σύννεφα έτρεχαν πάνω
απ’ το κεφάλι της αλλάζοντας το σχήμα
τους κι έμοιαζαν να απλώνονται στον ορίζοντα, ενώ τα πουλιά καθώς ακολουθούσαν,
παιχνιδίζοντας, την πορεία τους χάνονταν μέσα σ’ αυτά. Η θάλασσα, είχε αρχίσει να ορθώνει τα κύματα της, που σε λίγο
έφταναν ψηλά και μπλέκονταν με τα σύννεφα και τα πουλιά, ενώ η φωνή της,
μπερδευόταν μαζί με τη φωνή του ανέμου. Τα λουλούδια άνοιξαν και ξεχείλισε η
ευωδιά τους. Όλη η Πλάση γέμισε από χρώματα και μουσική.
Η Καιτούλα
σηκώθηκε όρθια, περπάτησε πάνω στην υγρή άμμο και άφησε τις σκέψεις της να
ταξιδέψουν. Τότε…είδε τους Αγγέλους με τα λευκά τους ρούχα, να κατεβαίνουν απ’
τους Ουρανούς, ν’ ανοίγουν τα μεγάλα τους φτερά και ν’ αγκαλιάζουν όλο τον
κόσμο και, οι άνθρωποι να είναι γεμάτοι από αγάπη και να ζουν μαζί με αυτά τα
Ουράνια πνεύματα, που ακούν τις εντολές του Θεού.
Καμιά γραμμή δεν μπορούσε να χωρίσει τη Γη…
…ήταν μαζί
με τον Ουρανό.
Αυτή την ιστορία, θέλαμε να την
παρουσιάσουμε στις γιορτές των Χριστουγέννων.
- Και γιαγιά ποιο θα ήταν το κοινό;
- Οι γονείς μας, η γιαγιά μου και
φυσικά… η θεία.
Διαλέξαμε τα Χριστούγεννα, γιατί
τότε το σπίτι μας ήταν πολύ όμορφα στολισμένο. Όποιος έμπαινε μέσα, το πρώτο
πράγμα που έβλεπε, ήταν ένα πελώριο Δένδρο, με χίλια ωραία στολίδια και μετά…το
τζάκι, που σ’ αυτό όλοι μας, είχαμε βάλλει τις κάλτσες μας και περιμέναμε τον
Άη Βασίλη να μάς τις γεμίσει με δώρα. Αλλά κι ο κήπος μας δεν πήγαινε πίσω.
Εκτός από το μεγάλο δένδρο που στολίζαμε με λαμπάκια. Στολίζαμε και τα κάγκελα
κι όταν τ’ ανάβαμε όλα μαζί, έμοιαζαν σαν το Γαλαξία με τα μύρια άστρα του.
Είχα φτιάξει ένα μεγάλο χαρτί, μακρύ
ως το πάτωμα, που κατέληγε σε μια μύτη και στην άκρη της κρεμόταν μια άσπρη
φούντα, όπως οι μπάλες απ’ το χιόνι. Απ’ αυτό το χαρτί θα διάβαζα την
ιστοριούλα μου. Ο Πέτρος θα έπαιζε μουσική, η Σοφούλα θα έκανε τον Άγγελο, η
Λευκή και η Ανθή τους ανθρώπους.
Σ’ ένα πανό, οι αδελφές μου ζωγράφισαν με το
ίδιο χρώμα ουρανό και θάλασσα και μόνο μια έντονη γραμμή φαινόταν να τους
χωρίζει. Είχαμε σκεφτεί να το στερεώναμε σε δυο βέργες και καθώς ο Άγγελος θα
παρουσιαζόταν. Θα έσκιζε το πανό και θα μας αγκάλιαζε.
Τα είχαμε σχεδιάσει όλα. Δεν
παίχτηκε όμως ποτέ, γιατί συνέβη κάτι, που δεν το είχαμε φανταστεί.
- Δηλαδή τι συνέβη;
- Το καλοκαίρι είχε περάσει πια και
ο χειμώνας μπήκε πολύ γρήγορα, χωρίς χασομέρι. Τα δίδυμα επέστρεψαν στο σπίτι
τους. Τα σχολεία άνοιξαν και φυσικά ο χρόνος μας έγινε πολύ λίγος, για να
μπορέσει να προχωρήσει η ιδέα το θεάτρου.
Μια κρύα νύχτα σταμάτησαν όλα και η
ζωή μου, άλλαξε τελείως….
Η Μίνα σταύρωσε τα χέρια της, όπως τα μικρά παιδιά.
Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, άφησε ν’
ακουστεί ένας ελαφρύς αναστεναγμός, που συνοδευόταν από ένα…χμ… και συνέχισε να διηγείται.
...Εκείνη τη νύχτα, ο αέρας ήταν
δυνατός και βούιζε, κάνοντας τα δένδρα να λυγίζουν τόσο, που έμοιαζαν να
προσκυνάνε τον αφέντη τους. Οι κεραυνοί μάς τρόμαζαν, καθώς έπεφταν κοντά μας
και το σκοτάδι γέμιζε φως κι έμοιαζε μέρα. Ήμουν άρρωστη, με πυρετό. Οι αδελφές
μου είχαν πάει στο σπιτάκι, για τις πρόβες.
«Δε χρειάζεται να πάτε οι δυο σας.
Άμα γίνω καλά, θα πάμε και οι τρεις. Θα είναι και ο Πέτρος με την Ανθή» είπα.
Δεν μ’ άκουσαν. Αφού κτύπησε το
μεγάλο ρολόι μεσάνυχτα και μετά…, έφυγαν τρέχοντας, σαν κυνηγημένες. Καθόμουν
στο παράθυρο μου κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει με τόση μανία…! Πρωτοφανής θα
έλεγα. Πρέπει να είχα υψηλό πυρετό, γιατί θυμάμαι, πως μέσα στη βροχή, διέκρινα
ειδών ειδών σκιές, που μεγάλωναν με τις λάμψεις των κεραυνών κι εξαφανίζονταν
με το δυνατό θόρυβο της βροντής. Δεν ήθελα να ξαπλώσω. Ζήλευα, που δεν μπορούσα
ν’ ακολουθήσω τη Λευκή και τη Σοφούλα κι έτσι κάθισα στο γραφείο μου και
προσπάθησα να γράψω μια νέα ιστορία.
….Ξαφνικά, ακούστηκε ένας δυνατός
θόρυβος. Η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε κι έκλεισε με δύναμη, σαν κάποιο αόρατο
χέρι να την έσπρωξε. Τα τζάμια έσπασαν και χύθηκαν επάνω στα μαρμάρινα
σκαλοπάτια. Βγήκα έξω απ’ το δωμάτιο μου και κοίταξα κάτω, στο χολ. Η μητέρα
σηκώθηκε κι εκείνη και κατέβηκε τις
σκάλες τρέχοντας.
«Πω…! Πω…! Ποιος άφησε ανοιχτή την
πόρτα; Εγώ την είχα κλειδώσει». Την
άκουσα να λέει.
Στεκόμουν όρθια, μπροστά στο δωμάτιο
μου και κοίταζα απορημένη. Τρόμαξα, όταν είδα την μπαλκονόπορτα ν’ ανοίγει από
ένα δυνατό ρεύμα αέρα δημιουργώντας μέσα στο σπίτι κάτι, σαν ανεμοστρόβιλο, ενώ
οι κουρτίνες ανέμιζαν παρασύροντας ότι μπιμπελό εύρισκαν μπροστά τους. Μέχρι
και ο πολυέλαιος κουνήθηκε με τα κόκκινα κρυσταλλάκια. Για μια στιγμή νόμισα
πως έγινε σεισμός. Η μητέρα γύρισε και με κοίταξε.
«Πήγαινε να κοιμηθείς» μου είπε και
καθώς τακτοποιούσε τα πεσμένα αντικείμενα, συνέχισε. «Μη φοβάσαι, δεν είναι
τίποτα. Αέρας είναι». Μετά, μάζεψε τα σπασμένα τζάμια, ασφάλισε την πόρτα,
έριξε μια ματιά γύρω της και ανέβηκε πάνω. Προχώρησε προς το δωμάτιο των
κοριτσιών. Η πόρτα τους ήταν μισάνοιχτη.
«Που είναι τα κορίτσια;» φώναξε και
γύρισε προς το μέρος μου. «Ξέρεις…;»
«Όχι…» απάντησα και μπήκα μέσα.
Τι μπορούσα να κάνω; Είχαμε ορκιστεί
πως δε θα λέγαμε ποτέ σε κανένα τίποτα. Πώς μπορούσα να πατήσω τον όρκο που
έδωσα; Κανείς δεν μου είχε πει, τι κάνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Στριφογύριζα στο δωμάτιο μου και
σκεφτόμουν… και τρόμαζα… καθώς άκουγα να λένε. Πως θα έπρεπε να φωνάξουν την
αστυνομία. Πως ίσως μπήκαν κλέφτες. Πώς ίσως απήγαγαν τα κορίτσια ή τον πατέρα
να προσπαθεί να καθησυχάσει τη μαμά κι εγώ ήμουν η μόνη που ήξερε την αλήθεια
και να μη μπορώ να κάνω τίποτα, κι αν ερχόταν η αστυνομία; Τότε…; θα έπρεπε να
τα πω όλα…Όλα, όσα ήξερα για το θέατρο μας.
Τα λεπτά κυλούσαν και μού φαίνονταν
αιώνες. Το ρολόι της εκκλησίας χτυπούσε, οι αστραπές έπεφταν και οι λάμψεις μού
προξενούσαν δέος. Οι βροντές ακούγονταν από παντού, δυνατές και μετά χάνονταν
στο βάθος του ουρανού, σαν να πήγαιναν αλλού για ν’ ακουστούν και να
δημιουργήσουν φόβους και ανατριχίλες. Οι σκιές πηγαινοέρχονταν σαν φαντάσματα
του κήπου. Ο αέρας βούιζε. Η βροχή όλο και δυνάμωνε. Όλα τα στοιχεία της φύσης
ήταν εναντίον μου και μ’ έκαναν να μη μπορώ να σκεφθώ.
Βούλωσα τ’ αυτιά μου, για να μην
ακούω. Άρχισα να προσεύχομαι. Ένας ασυνήθιστος φόβος με κυρίευσε.
Τελικά, αποφάσισα. Έπρεπε να μιλήσω.
Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου
και φώναξα, με όση δύναμη είχα.
«Ξέρω που
είναι….»
Και… Τότε…, ένας δυνατός κεραυνός
έσβησε τη φωνή μου και αμέσως μετά ακούστηκε η γιαγιά μου, από τη σοφίτα, με τη
τρεμουλιαστή της φωνή.
«Φως στο
σπιτάκι!»
Ούτε η βροχή μας ένοιαξε, ούτε το
κρύο, ούτε ο λυσσασμένος αέρας. Τίποτα. Βγήκαμε έξω όλοι μαζί, τρέχοντας, όπως ήμασταν, με τα
νυχτικά μας.
Μπήκαμε στο σπιτάκι του παππού έτσι,
βρεμένοι. Εκείνη την ώρα η Σοφούλα κάνοντας τον Άγγελο προσπαθούσε να βρει έναν
ωραίο τρόπο για ν’ αγκαλιάσει τη Λευκή που είχε το ρόλο της Καιτούλας ενώ
ακούγονταν οι φωνές τους, που έλεγαν:
«Καμιά γραμμή δεν μπορεί να χωρίσει
τη Γη…
…είναι μαζί με τον ουρανό».
Η μητέρα έπεσε στα γόνατα κι άνοιξε
τα χέρια της. Η βροχή έσταζε από πάνω μας και μούσκευε εκείνα τα παλιά χαλιά κι
έκανε το χρώμα τους να φαίνεται ακόμα πιο κόκκινο. Ενώ τα δάκρυα μας
ανακατεύονταν με το βρεμένο μας πρόσωπο. Τα κορίτσια έτρεξαν στην αγκαλιά της
κι εκείνη τις έσφιξε με δύναμη, να τις νοιώσει που είναι μαζί της. Το χαμόγελο
επανήλθε στα χείλη μας. Έτσι όπως ήμασταν αγκαλιασμένοι, γυρίσαμε πίσω. Τώρα,
προσπαθούσαμε να προφυλαχτούμε από τη βροχή, που λίγο πιο πριν, ούτε που την
καταλαβαίναμε, παρ’ όλο που μας χτυπούσε αλύπητα….
Το σπίτι μας, μου φάνηκε τόσο ζεστό!
Όσο ποτέ. Το τζάκι έκαιγε, σα να καλωσόριζε μακρινούς ταξιδιώτες. Όλα, ήταν
όμορφα κι ο καθ’ ένας μας πήγε στο δωμάτιο του, χωρίς καμία συζήτηση, χωρίς
κανένα γιατί, από κανέναν.
Η μητέρα όμως, εκείνο το βράδυ αρρώστησε
και αναγκαστήκαμε να την μεταφέρουμε στο νοσοκομείο. Αν πάθαινε κάτι; θα
έφταιγα εγώ. Το ήξερα και οι τύψεις με κυρίεψαν.
Ο πατέρας μού είπε, πως δεν θα
έπρεπε να πάμε στο σπιτάκι του παππού και μόνο όταν θα γινόταν εκείνη καλά, θα
το συζητούσαμε μαζί της.
Είχα καταλάβει…
Ο θίασος, το θέατρο, τα πάντα τελείωσαν για
μας.
Οι μέρες δεν πέρασαν γρήγορα. Τίποτα
δε μπορούσε να γεμίσει τις ώρες. Ακόμα και στα μαθήματα δε πήγαινα καλά. Το
μυαλό μου γύριζε όλο στα ίδια και τα ίδια. Μετά από λίγο καιρό, η μητέρα γύρισε
στο σπίτι. Για έκπληξη, της είχαμε φτιάξει
ένα μακρύ πανό που έγραφε «WELL COME» και το
στερεώσαμε στη πόρτα του κήπου. Ήταν πολύ συγκινημένη, αλλά και χαρούμενη. Η
αγκαλιά της μεγάλη όπως πάντα, μας χώρεσε όλες. Πολλές νύχτες έμεινα στο
δωμάτιο της να την προσέχω και δεν άφηνα κανένα να την κουράσει μέχρι που
ανέλαβε τελείως.
Τώρα πια,
όλα μπήκαν στον παλιό τους ρυθμό. Ακόμα και οι επιδόσεις μου στο
σχολείο άρχισαν να καλυτερεύουν. Η συζήτηση όμως για
εκείνο το συμβάν με το σπιτάκι, δεν ερχόταν ποτέ κι εγώ ήθελα να μάθω… .
…Κάποια μέρα πήγα μέχρι εκεί. Ένα μεγάλο λουκέτο
κρατούσε την πόρτα καλά κλειδωμένη κι ένας σύρτης αποτελείωνε την ασφάλεια της.
Τα κρύα είχαν περάσει, ότι χιόνι
είχε πέσει, έλιωσε πια και η όμορφη φύση έφερε κέφι σε όλους μας. Χωρίς να
εξαιρέσει κανέναν. Όλα τα παλιά ξεχάστηκαν. Ίσως μόνο το χρώμα του ουρανού να
μας θύμιζε τη ζωγραφιά των αδελφών μου, που τώρα, έμεινε κι αυτή κλειδωμένη στο
σπιτάκι, αλλά και στη δική μου ψυχή, βαθιά, σε κάποιο σημείο, κλείστηκε εκείνη
η νύχτα, να μου θυμίζει το λάθος μου.
Συνεχίζεται
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
2020
All rights reserved
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου