Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020







Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
14η συνέχεια
~~~~~~~~~~~
ΤΕΛΟΣ ή ΑΡΧΗ;

Η Λένα έμεινε ξάγρυπνη μια ολόκληρη νύχτα για να τελειώσει την ιστορία της γιαγιάς της. Ούτε κατάλαβε πότε ξημέρωσε. Το πρωινό φως μπήκε απ’ τα γυμνά παράθυρα συνοδευόμενο από μια απ’ αυτές τις δειλές ακτίνες του ήλιου, που φοβούνται να αντικρίσουν τη γη καθώς εκείνη υπέφερε ακόμα απ’ τη μανία της θύελλας. Πολλά ήταν τα χωριά σε απομακρυσμένες περιοχές που έζησαν έναν εφιάλτη. Ζωντανά χωμένα κάτω από λασπόνερα ή παρασυρμένα από χείμαρρους που κατέβαιναν τις πλαγιές βουνών, κατέληγαν στους κάμπους και δημιουργούσαν λίμνες από λάσπες και πέτρες.
 Άφησε το τετράδιο στο τραπέζι και βγήκε στον κήπο. Το ελαφρύ αεράκι είχε διώξει τα σύννεφα και μια λαμπερή μέρα γεμάτη χρώματα ήρθε για να δώσει ζωή. Σε λίγες ώρες θα μετακόμιζαν και πίσω της θα έμενε ένα παλιό σπίτι να περικλείει του κόσμου τις ιστορίες, ώσπου κάποια στιγμή εκείνος που θα το αγόραζε θα το γκρέμιζε, για να κτίσει μια μοντέρνα βίλα και δεν θα θύμιζε τίποτε απ’ το παρελθόν.
Αυτό το σπίτι ήταν το πατρικό της γιαγιάς της και της ανήκε, το χάρισε όμως στη μητέρα της λέγοντας της. «Εδώ έζησα τα ωραία χρόνια, έγραψα τις μικρές μου ιστορίες. Εδώ υπήρξε η πιο συναρπαστική ζωή, όταν κάποτε μίλησα μ’ εκείνους που έλειπαν και χάρη σ’ αυτούς γνώρισα την ομορφιά μιας άλλης ζωής, πέρα απ’ τη Γη».
 Τώρα η Λένα ήξερε, πως μόνο ένας την είχε πιστέψει και η επιτυχία δεν ήταν το πιστεύω του κόσμου σ’ αυτήν, όπως εκείνη νόμιζε ή πιθανόν όπως ήθελε να πιστεύει, αλλά η πρωτοτυπία του έργου.
Η γιαγιά της είχε πάντα μια έκφραση σκληρή και πικρή, όπως εκείνο το Φθινόπωρο που ήρθε να μείνει μαζί τους, για πάντα. Εκείνη όμως τους είπε «Για όσο θα ήταν επιτρεπτό». Η Λένα τότε πήγαινε Δημοτικό. Την είδε που κατέβηκε απ’ το ταξί μαζί με την μητέρα της, ψηλή κι αδύνατη. Φορούσε ένα ανδρικό καπέλο, ρεπούμπλικα σε χρώμα καφέ που μόλις φαίνονταν τα κοντά της ξανθά μαλλιά. Το παλτό της ήταν μαύρο μακρύ ως τη γη μ’ ένα γιακά γούνινο παχύ, που χανόταν μέσα το κεφάλι της. Στάθηκε μπροστά στην καγκελόπορτα και κοίταξε επίμονα το σπίτι, σα να το έβλεπε για πρώτη φορά. Η εγγονή της κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες να την προϋπαντήσει κι εκείνη μόλις την είδε, άνοιξε τα χέρια της και την έσφιξε στην αγκαλιά της πολύ δυνατά. Μετά απ’ την νοσηλεία της, γι’ αυτήν άρχιζε μια καινούρια ζωή κοντά στους μόνους ανθρώπους που της είχαν απομείνει.   
Το σπίτι που έμεναν το πούλησε ο άντρας της όσο ήταν ακόμα εκείνη στην κλινική. Ήξερε πως δε θα μπορούσε να μείνει πια κανείς, αφού τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί μέσα σημάδεψαν με τον πιο πικρό τρόπο τη ζωή τους.
Ήταν μια διώροφη βίλα κτισμένη στην άκρη του μικρού δάσους, διακοσμημένη με το δικό της γούστο. Λευκές κουρτίνες που κρέμονταν απ’ τα ταβάνια σαν καταρράκτες κάλυπταν ολόκληρες τζαμαρίες κι έμοιαζαν πως αγκάλιαζαν το βελούδινο σαλόνι, ενώ τα κόκκινα μάρμαρα θύμιζαν φλόγες που έφταναν ως τους ουρανούς. Η τραπεζαρία γεμάτη από βιτρίνες και μες στη μέση ένα οβάλ κρυστάλλινο τραπέζι με καρέκλες σαν μικρές πολυθρόνες έμοιαζε με λίμνη, που τα νερά της δεν μπορεί να ταράξει κανείς και στον επάνω όροφο οι κρεβατοκάμαρες, λευκές σαν το χιόνι.
 Η Μίνα ποτέ δε ρώτησε για κείνο το σπίτι. Έμοιαζε σα να μη το θυμόταν. Ούτε και για τον Άλεξ ρώτησε ποτέ, αλλά και κανείς δεν της είπε το πότε πέθανε, αφού οι γιατροί απαγόρευσαν οποιαδήποτε συγκίνηση. Καθόταν με την εγγονή της στην σοφίτα κι άλλοτε στο κιόσκι και τις έλεγε διάφορες ιστορίες, μέχρι που κάποιο πρωινό δεν ξύπνησε, συνέχισε να κοιμάται με τα χέρια ανοιχτά.
 Είχε αγκαλιάσει τον ουρανό.

Το μεσημέρι έφτασε και όλα ήταν έτοιμα για την μετακόμιση. Σε λίγο ήρθε το φορτηγό που περίμεναν και τέσσερις γεροδεμένοι νέοι πήραν στα γρήγορα σα να ήταν πούπουλα κούτες κι έπιπλα και ξεκίνησαν για το καινούριο σπίτι της οικογένειας Μακρίδη, στην άλλη μεριά της πόλης. Εκεί που είναι τα μεγάλα ξενοδοχεία με τις πισίνες. 

Ο Σπύρος Μακρίδης υπήρξε πολύ καλός σύζυγος και  είχε δίκιο η Λευκή που επέμενε τόσο να τον παντρευτεί η Έλση. Η Μίνα είχε θυμώσει τότε πολύ με αυτή την απόφαση της κόρης της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τον δέχτηκε, αλλά δεν τον συμπαθούσε, όχι μόνο επειδή ήταν πολύ μεγαλύτερος της, αλλά δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο. Ούτε από δουλειά, ούτε από εμφάνιση. Ένας μικρός λογιστής ήταν, κοντούλης και χοντρούλης, αταίριαστος με την κόρη της.
Στη ζωή όμως δεν παίζει κανένα ρόλο η ομορφιά της εμφάνισης, αλλά η ομορφιά της ψυχής και αυτό ήταν εκείνο που είχε ο Σπύρος Μακρίδης. Ομορφιά ψυχής.
Η κηδεία της Μίνας έγινε ένα κρύο απόγευμα, κάτω απ’ το ψιλοβρόχι και τον μουντό ουρανό. Βουβά πρόσωπα οι λιγοστοί που απέμειναν να συνοδεύσουν τη σωρό της και να της πουν αντίο. Ίσως είναι η μόνη φορά που μπορεί να συγχωρέσει κανείς τα λάθη και να μείνουν αναλλοίωτες εικόνες, οι πιο γλυκές, όμορφες στιγμές που πέρασαν.
            Ο Σπύρος κράτησε κι αυτός τη νεκροφόρα μέχρι το τέλος της διαδρομής και ήταν ο μόνος που ακούστηκε, όταν κατέβαζαν το άψυχο της σώμα στη γη.
«Σ’ ευχαριστώ, όχι μόνο γιατί μου έδωσες την κόρη σου, όχι μόνο γιατί με βοήθησες και ό,τι είμαι το χρωστάω σε σένα, αλλά γιατί κάποτε μου έσφιξες το χέρι και μου είπες εσύ, ευχαριστώ, και ήσουν ο μόνος άνθρωπος που μου το είπε ποτέ».
            Μετά έσκυψε πήρε λίγο χώμα και το έριξε πάνω στο φέρετρο. 
          
Ο Μακρίδης δεν σχολίαζε τίποτε, ούτε μπέρδευε τη δική τους ζωή με την ζωή των άλλων. Δικαιολογούσε ό,τι κι αν συνέβαινε και δεν επέτρεπε σε κανένα καμιά συζήτηση για θέματα τόσο σοβαρά και προσωπικά. Έτσι σιγά σιγά η Μίνα άρχισε να βλέπει τον όμορφο κόσμο του, που πιο παλιά αγνοούσε.
            Ήταν από φτωχή οικογένεια και σχεδόν μεγάλωσε στο δρόμο απροστάτευτος. Πολύ νωρίς έμαθε πως οι άνθρωποι δεν συγχωρούν εύκολα και η γνωριμία του με τον ήρεμο χαρακτήρα της Έλσης τον έκανε να νοιώθει όμορφα.
Ζούσε από κοντά την αναστατωμένη ζωή των γονιών της και πάντα με διακριτικό τρόπο προσπαθούσε να σώσει το όνομα τους, πρώτα, για την Έλση που την αγαπούσε αληθινά και δεν άντεχε να βλέπει αυτό το θλιμμένο πρόσωπο της και τα πικρά μάτια και ύστερα για κείνη. Γιατί κάποτε τον γνώρισε σ’ ένα επιχειρηματία, φίλο του άνδρα της και χάρη σ’ εκείνη, πήρε μια μεγάλη θέση στα ξενοδοχεία που είχε, περισσότερο όμως γιατί ήξερε, πως οι άλλοι, όσο ψηλά μπορεί να σ’ ανεβάσουν, τόσο γρήγορα και πολύ γρήγορα μάλιστα, μπορούν να σε κατεβάσουν στα πιο βαθιά παγωμένα μέρη της γης κι αυτό η Μίνα δεν μπορούσε να το δει. Εκείνη συναντούσε μόνο την αγάπη του κόσμου, γιατί έβλεπε πως μέσα απ’ το έργο της, ζούσαν τα δικά τους πιστεύω κι αυτό της έδινε ζωή.
            Οι διάφορες κριτικές, καλές ή κακές την έκαναν όλο και πιο γνωστή και το κοινό της να δείχνει όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο για το θέατρο αλλά και για την προσωπική της ζωή, που την κρατούσε μυστική.
            Για πολλούς ήταν η γυναίκα που είχε ανάγκη από τρυφερότητα και στοργή. Για άλλους πάλι, μέσα στο άπειρο, προσπαθούσε να βρει την απόλυτη ευτυχία. Πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως μ’ αυτό το έργο ήθελε να παρουσιάσει τη δική της ιστορία και απλά σκιαγραφούσε τη ζωή της και άλλοι πάλι, έλεγαν πως είναι μόνο μια υπερβολή σ’ ένα κόσμο παραλογισμού. Οι περισσότεροι πάντως την αγαπούσαν κι έβλεπαν στα μάτια της τρυφερότητα και αγάπη, ήθελαν να ζήσουν τα τελευταία λεπτά του έργου μέσα από την δική τους ιστορία και να παίξουν αυτό που θα επιθυμούσαν να είναι, αφού στην πραγματικότητα ήταν άπιαστο όνειρο.
            Όταν όμως κάποτε μαθεύτηκε ο παράνομος δεσμός της, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα πλήθος που την κατέκρινε. Είχε γίνει η φλογερή γυναίκα, που με τον εκκεντρικό της χαρακτήρα θα μπορούσε να γκρεμίσει τα πάντα για να ζήσει τον μεγάλο έρωτα.
Τα σχόλια γύρω απ’ το όνομα της δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις της με την οικογένεια της. Παρ’ όλα αυτά, κοντά τους ήταν σχεδόν πάντα ο Μακρίδης και μαζί με την Έλση τους συνόδευαν στις μεγάλες εξόδους ενώ η Λένα είχε αποτραβηχτεί από κάθε κοινωνική τους υποχρέωση. Μια απ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, που οι περισσότεροι χαίρονται να σχολιάζουν, η Μίνα βρέθηκε στο επίκεντρο συζητήσεων. Το μεγάλο της όνομα σιγά σιγά έπαυε να υπάρχει και μαζί μ’ αυτό και η προσωπικότητα της, ακόμα και η αγάπη που της είχε το κοινό της χανόταν.
Εκείνη άρχισε να νοιώθει πως κάτι ξεκολλάει από πάνω της και θα έμενε γυμνή και απροστάτευτη. Κάποτε αυτή η αγάπη τους της ανήκε, ήταν ένα μέρος του εαυτού της. Που πήγε; Προσπαθούσε να βρει τρόπους για να επαναφέρει αυτό που έβλεπε να πεθαίνει, νόμιζε πως βυθίζεται σε κινούμενη άμμο και κανείς δεν είχε σκοπό να την βοηθήσει. Θυμωμένος ο Αλέξανδρος και μη μπορώντας να αντιδράσει την πήρε και επέστρεψαν στο σπίτι, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα μεγάλο σκάνδαλο.
 Ήθελε να την εγκαταλείψει και να φύγει μακριά της, όσο πιο μακριά γινόταν, δεν μπορούσε όμως, δεν είχε το κουράγιο. Τη Μίνα την αγαπούσε αλλά δεν ήξερε πως να της το δείξει. Η αγάπη του έπεφτε στο κενό ή κτυπούσε στον τοίχο και επέστρεφε πάλι σ’ αυτόν. Κι εκείνη αποτραβηγμένη στον δικό της κόσμο, στην αγκαλιά του Γιώργου, που ήταν η μόνη που την οδηγούσε στην ψυχική της αγαλλίασε εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να βρεθεί πάλι ανάμεσα στα χέρια του Άλεξ, στην δική του αγκαλιά, στον Αλέξανδρό της, όπως τον έλεγε κάποτε.  
Εκείνη η νύχτα του φαινόταν μεγάλη και είχε τόση ανάγκη από το να τον στηρίξει κάποιος, έστω να τον χαστουκίσει. Να τον πιάσει απ’ τον λαιμό και να τον αναγκάσει να βρει την δύναμη, για να αντιδράσει, να παλέψει για τον εαυτόν του, για την ίδια του τη ζωή. Να δοκιμάσει την αντοχή του.
 Ποιος θα τον έβγαζε απ’ αυτή τη δύσκολη θέση; Έπρεπε αυτό το βράδυ να βρει την τελική λύση. Όποια κι αν ήταν αυτή. Όχι δεν γινόταν πια να ζει μαζί της, ή θα έφευγε εκείνος ή εκείνη ή… θα τέλειωναν όλα με μια υπόσχεση. Να ζήσουν μόνοι μακριά από τα βλέμματα των άλλων, μακριά από τον… Ούτε το όνομα του δεν μπορούσε να πει. Δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν.
Η Λένα κλεισμένη στο δωμάτιο της δεν μίλαγε σε κανέναν αλλά και ούτε ήθελε να συναντήσει κανέναν. Όταν τύχαινε να βρεθεί κάπου το σπίτι με την μητέρα της γύριζε αλλού το κεφάλι της και προσποιούταν πως δεν την είδε, κι αν εκείνη της μίλαγε, έκανε πάλι πως δεν άκουσε κι έφευγε τρέχοντας ή στο δωμάτιό της το οποίο πάντα κλείδωνε ή άνοιγε την εξώπορτα κι έφευγε τρέχοντας στον δρόμο προς άγνωστη κατεύθυνση.  Η Μίνα απορροφημένη στον δικό της κόσμο, σκυθρωπή, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, σίγουρη πως η χαραυγή, εκείνη η όμορφη ώρα της μέρας, θα τους εύρισκε μόνους, χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς δάκρυα. Ήταν η ζωή που επέλεξαν. Η Έλση γύρισε στο σπίτι τους προβληματισμένη. Ήξερε όμως πως ο πατέρας της ήταν φιλήσυχος, όπως εκείνη και δεν θα έκανε τίποτε που θα το μετάνιωνε την ίδια στιγμή.
 Οι δυο άντρες κάθισαν μόνοι μπροστά στο τζάκι. Άναψαν ένα κούτσουρο μια και δεν είχε φωτιά κι έβλεπαν τις φλόγες που τρεμόπαιζαν και χάιδευαν τα τοιχώματα της καμινάδας. Αμίλητοι λες και περίμεναν να βρεθεί μια απάντηση από τις σπίθες που πετάγονταν και πολλές φορές ακουμπούσαν στα χέρια του Αλέξανδρου και τα έκαιγαν καθώς εκείνος σκάλιζε τα πυρωμένα ξύλα.
  Ο Σπύρος κάποια στιγμή σέρβιρε από ένα ποτήρι κρασί και ελεύθεροι από άλλες σκέψεις προσπάθησαν να βρουν μια άκρη. Ο Μακρίδης έμεινε όλη τη νύχτα μαζί του βρίσκοντας τρόπους για να κρατήσουν τη ζωή τους υψηλά αδιαφορώντας για τα βλέμματα των άλλων. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και η συζήτηση δεν τελείωνε. Το ποτήρι έσπασε στα χέρια του Αλέξανδρου και ο πόνος αυτός  μαζί με το αίμα που κύλησε μέσα στη φούχτα του  θαρρείς πως γλύκανε τον πόνο της ψυχής κι άρχισε μόνος του πια να βλέπει τα λάθη τους.
Η Μίνα πίσω απ’ την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της προσπαθούσε να καταλάβει, απ’ τις λίγες λέξεις που άκουγε, τι έλεγαν. Τελικά τώρα που η συμβίωση  τους έφτανε στο τέλος της καταλάβαινε πως τον ήθελε κοντά της, πως δεν θα άντεχε να τον χάσει. Ήθελε να κατέβει κάτω και να τον αγκαλιάσει και να του πει «Σ’ αγαπώ, να το ξέρεις». Δεν τόλμησε όμως. Έμεινε εκεί σιωπηλή να περιμένει.  
 Σχεδόν κόντευε να ξημερώσει. Ο Σπύρος έφυγε. Ο Αλέξανδρος ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα. Την Μίνα την βρήκε όρθια να τον περιμένει. Την πλησίασε. Της εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια τα αισθήματα του, σα να την γνώριζε τότε για πρώτη φορά. Προσπάθησε να την κάνει να νοιώσει κι αυτή κάτι καινούριο, όμοιο με τα δικά του αισθήματα. Την αγκάλιασε κι έτσι όπως ήταν, της ζήτησε να ξαναγυρίσει στην παλιά Μίνα, στην Μίνα που γνώρισε κάποτε και πως όλα τα σβήνει. Εκείνη δεν μπόρεσε να μιλήσει. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο της κι άρχισε να κλαίει.
Ο ήλιος ανέτειλε, οι ζεστές του ακτίνες τους βρήκε αγκαλιασμένους. Άρχιζε κάτι καινούριο. Η Μίνα ξαναβρήκε τον χαμένο της εαυτό. Ξαναζωντάνεψε το παλιό εγώ. Θα τα έσβηναν όλα και θα άρχιζαν απ’ την αρχή. Δεν θα υπήρχε θέατρο πια. Δεν θα υπήρχε Γιώργος, θα ήταν κάποιος που δεν υπήρξε ποτέ. Χαρούμενη για την όμορφη μέρα που ξεκίνησε έτρεξε στο γραφείο του Σπύρου και του έδωσε το χέρι της λέγοντας του απλά ευχαριστώ, και ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή της, μετά από τόσα χρόνια, από την εποχή του πολέμου στο καταφύγιο, που είχε πει ευχαριστώ στη Λενίτσα, για τη σοκολάτα που της είχε δώσει και τώρα... έβγαινε πάλι  αληθινό μέσα απ’ την ψυχή της.
Είχε αποφασίσει, δεν θα ξανασυναντούσε πια τον Γιώργο. Ήταν κάτι που πέρασε κι έφυγε όπως οι καταιγίδες. Θα τον έβλεπε μόνο για τελευταία φορά. Θα του εξηγούσε τα πάντα κι εκείνος θα καταλάβαινε. Για τελευταία φορά θα χτυπούσε το κουδούνι του και για τελευταία φορά θα της άνοιγε την πόρτα και θα τον έβλεπε να της χαμογελά. Έβαλε ένα απλό φόρεμα, στήριξε τα μαλλιά της με λίγες φουρκέτες και με αργά βήματα έφτασε ως την πόρτα του.
Αυτό όμως που βλέπει η καρδιά και χτυπά τόσο δυνατά και κάνει τα πόδια να λυγίζουν και τα χέρια να τρέμουν το μυαλό δεν μπορεί να το καταλάβει. Ο πόλεμος είναι άνισος κι ο έρωτας πιο δυνατός από το πρέπει κι εκείνη η νύχτα με τον Αλέξανδρο κράτησε μόνο τόσο λίγο, για να επιστρέψει το λάθος και να χαλάσει για πάντα φιλία και οικογένεια.                  

Ο ΓΑΜΟΣ
Έχουν περάσει πάνω από δέκα οκτώ χρόνια που ο Θεός δεν επέτρεψε  στη Μίνα να μείνει άλλο κοντά στην κόρη της και το Φθινόπωρο του 1985 την πήρε μακριά. Την άφησε όμως πρώτα, έναν ολόκληρο χρόνο, να χαρεί την εγγονή της, την Έλση και τον γαμπρό της, που έβλεπε την επιτυχία του στη δουλειά και καμάρωνε, μια κι εκείνη τον είχε συστήσει παλιά στον Στέλιο Βλασιάδη.
Ο Βλασιάδης ήταν σπουδαίος επιχειρηματίας, είχε δικά του ξενοδοχεία κι ένα πολύ καλό όνομα και τώρα, το μεγάλο αυτό συγκρότημα στην άλλη άκρη της πόλης, ανήκε και στον Μακρίδη. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο που αποφάσισαν να μετακομίσουν εκεί, μια και η Λένα σ’ ένα χρόνο θα παντρευόταν τον Χάρη Βλασιάδη κι έτσι ο Σπύρος με τον Στέλιο δεν θα ήταν μόνο συνέταιροι, ούτε μόνο φίλοι αλλά και συμπέθεροι.

Η εκκλησία με το μεγάλο ρολόι είχε αναστηλωθεί και φαινόταν μεγαλόπρεπη στο κέντρο της πόλης με τους όμορφους δρόμους και τα πάρκα. Σ’ αυτή την παλιά εκκλησία που έκρυβε κάτω από τον τρούλο της, χαρές από γάμους, γέλια από βαφτίσια και δάκρυα από κηδείες, θα έδινε υπόσχεση αιώνιας αγάπης, η Λένα.
Σ’ αυτή την εκκλησία είχε παντρευτεί η μαμά της, είχε παντρευτεί και η Μίνα και μέσα σ’ αυτή την εκκλησία κηδεύτηκε. Και κάποτε εδώ μέσα είχε δει να εμφανίζονται τα πρόσωπα των αγαπημένων της. Τότε που ο ήλιος γλιστρούσε μέσα απ’ τα πολύχρωμα τζαμάκια και μαζί με τ’ αναμμένα κεριά και τον αρωματικό καπνό, που έβγαζε το θυμίαμα και γινόταν σαν ομίχλη που ανέβαινε ως τον τρούλο ψηλά, δημιουργούσε σκιές, ζωντανές σκιές.

Τα ξενοδοχεία Βλασιάδη – Μακρίδη ήταν πολυτελέστατα. Από μακριά φαίνονταν οι πελώριες τζαμαρίες, τα υαλότουβλα και οι κολώνες με τα γύψινα σχέδια. Ο γιος του Βλασιάδη ήταν αρχιτέκτονάς και η Λένα διακοσμήτρια. Έτσι λοιπόν το δικό τους γούστο ήταν παντού. Πάντρευαν το παλιό με το μοντέρνο.
Πίστευαν και οι δυο πως το χρώμα εκείνης της εποχής που έκρυψε τόσες ιστορίες στην άλλη πλευρά της πόλης, δεν έπρεπε να χαθεί, χωρίς όμως να καταστραφεί το τωρινό χρώμα αυτής της χιλιετίας, που θα κρύψει καινούριες ιστορίες και κάποτε κι αυτές θα γίνουν παρελθόν.
Στα σαλόνια κρέμονταν απ’ τα ταβάνια πολυέλαιοι με κρύσταλλα, σα σταλακτίτες, που έμοιαζαν όπως, όταν το χιόνι από τις σκεπές δεν προλαβαίνει να πέσει στη γη και αφήνει να φανούν μακριές κολώνες παγωμένου νερού, ενώ τα πατώματα και οι φαρδιές σκάλες ήταν από κατάλευκο μάρμαρο. Στο πίσω μέρος του συγκροτήματος υπήρχαν δυο μεγάλες πισίνες και μπροστά στην ξύλινη  είσοδο, ο κήπος όλο γκαζόν, όπως η χλόη στους κάμπους και μες στη μέση μια μικρή λίμνη με βραχάκια. Σ’ αυτό τον όμορφο κήπο έγινε η δεξίωση μετά τον γάμο της Λένας και του Χάρη.

Ένας κόκκινος διάδρομος, που άρχιζε απ’ το ιερό και κατέληγε στο προαύλιο της εκκλησίας, ήταν το πρώτο που έβλεπε κανείς. Ο Χάρης στεκόταν επάνω στις σκάλες και περίμενε.... Φορούσε ένα ωραίο λευκό κουστούμι. Ήταν ψιλός με καστανά μαλλιά και μελί μάτια, είχε πολύ λεπτά χαρακτηριστικά κι ένα χαμόγελο που σε αφόπλιζε. Με την Λένα γνωρίστηκαν σε μια γιορτή και από την πρώτη μέρα κατάλαβαν πως αυτή η γνωριμία θα έφτανε στο γάμο.
Ο Σπύρος είχε μεγαλώσει πολύ και η μεγάλη του συγκίνηση τον έκανε να φαίνεται ακόμα μεγαλύτερος. Στεκόταν πλάι στη γυναίκα του και πολλές φορές γύριζε και την κοίταζε, σα να ήθελε να της πει, πως εκείνη ήταν το σπουδαιότερο που του έτυχε στη ζωή. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει πια τελείως και οι ρυτίδες είχαν αυλακώσει βαθιά το στρογγυλό του πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν δακρυσμένα, όχι μόνο γιατί πάντρευε την κόρη του. Α...! όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά γιατί δεν ήξερε αν η Μίνα μπορούσε να δει, απ’ εκεί που βρισκόταν, αυτό που πέτυχαν με τον Στέλιο.
Όταν τους είχε συστήσει, εκείνη έσκυψε και του είπε χαμηλόφωνα.
«Ο Βλασιάδης είναι σπουδαία γνωριμία, να φερθείς σωστά και δε θα χάσεις. Όταν θα έχεις φτάσει πολύ ψηλά εγώ ίσως να μην είμαι εδώ. Να είσαι όμως σίγουρος πως θα σας βλέπω».

Ο Μακρίδης συνόδευσε την Λένα μέχρι τις σκάλες και την παρέδωσε στον μέλλοντα σύζυγο της κι εκείνη γελαστή όπως πάντα φίλησε τον πατέρα της και μετά τον Χάρη και οι δυο μαζί προχώρησαν με αργά βήματα μέχρι το ιερό. Το μακρύ λευκό της πέπλο σερνόταν επάνω στον κόκκινο διάδρομο κι έμοιαζε σα σύννεφο σε φλεγόμενο ουρανό ενώ οι κεντημένες μαργαρίτες που είχε το νυφικό της μπερδεύονταν με τις μαργαρίτες που πετούσαν τα κορίτσια απ’ το γυναικωνίτη.
 Πάνω απ’ τα κεφάλια τους στεκόταν σαν ουράνιος θόλος ο μεγάλος τρούλος και λίγο πιο κάτω τα πολύχρωμα τζαμάκια θύμιζαν πελώριο στεφάνι, που καθώς ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του και φώτιζε το εσωτερικό του ναού, δημιουργούσαν ποικίλα χρώματα, ενώ το ρύζι με τ’ άσπρα ροδοπέταλα που έριχναν στους νεόνυμφους έμοιαζε με χιόνι που πέφτει απ’ τα ουράνια, από εκεί που κατοικούν οι Αγγέλοι όπως της έλεγε η γιαγιά της.
«Ξέρεις γιατί είναι τόσο λευκό Λένα;»
«Γιατί γιαγιά;»
«Επειδή πέφτει απ’ τα ουράνια που κατοικούν οι Αγγέλοι. Έτσι έλεγε ο παππούς μου».

Ο κήπος του μεγάλου συγκροτήματος γέμισε από κόσμο. Η Έλση όλο έκλαιγε. Απ’ την παλιά της οικογένεια δεν υπήρχε κανείς για να χαρεί μαζί της το γάμο της κόρης της. Οι θειες της δεν ζούσαν πια και δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, ούτε η μια, ούτε η άλλη. Από την πλευρά του άντρα της είχαν έρθει οι δικοί του συγγενείς, αρκετοί φίλοι τους, φίλοι της Λένας, ακόμα και παλαιοί απ’ το σχολείο της, μια και είχε αρχίσει από πέρσι να ξανακάνει παρέα μαζί τους. Πολλοί φίλοι του Χάρη και φυσικά οι περισσότεροι συγγενείς και φίλοι από την οικογένεια Βλασιάδη.
Στρογγυλά τραπέζια με ολόλευκα τραπεζομάντιλα ήταν διασκορπισμένα παντού, κεράκια αναμμένα, που τρεμόπαιζε η φλόγα τους και ανθοστήλες με γιρλάντες από λουλούδια που κρέμονταν ως κάτω διακοσμούσαν τα διάφορα σημεία. Οι νεόνυμφοι χαιρέτησαν με τη σειρά όλους τους καλεσμένους τους,  και πρώτοι άνοιξαν το χορό. Ζωντανή μουσική από ένα συγκρότημα που έπαιξε μελωδίες για όλες τις ηλικίες γέμιζε την ευτυχισμένη βραδιά, που  κάποτε έφτασε στο τέλος της.
Οι οικογένειες Βλασιάδη και Μακρίδη ήταν πλέον συγγενείς


Συνεχίζεται
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου 2020
All rights reserved




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου