Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020





Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
11η συνέχεια
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
συνέχεια
Κάποτε πίστευα πως ο ουρανός κοκκινίζει μόνο όταν ο ήλιος δύει και μαυρίζει, όταν τα σύννεφα μαζεύονται κι αρχίζουν να κλαίνε. Πόσο λάθος έκανα. Όταν το δάσος μας πήρε φωτιά, τότε κατάλαβα πως το κόκκινο χρώμα του ουρανού ήταν οι φλόγες, που ανέβαιναν ψηλά και το μαύρο δεν ήταν τα σύννεφα, αλλά οι καπνοί. Το δάσος μας έδυε….
Πεταχτήκαμε απ’ τα κρεβάτια μας, όταν ακούσαμε τις καμπάνες της εκκλησιάς να κτυπούν συνέχεια. Μέσα στο σκοτάδι το μόνο που διακρίναμε, ήταν οι κόκκινες γλώσσες, που άρπαζαν ό, τι εύρισκαν μπροστά τους και συνέχιζαν την πορεία τους λεηλατώντας τα δέντρα και τους θάμνους κι εμείς δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε μπροστά σ’ αυτό τον πόλεμο, που έχει μόνο ηττημένους. Απλά ξέραμε, πως θα ‘ρθει η στιγμή εκείνη, που και η φωτιά θα σβήσει, αλλά και το πράσινο θα έχει χαθεί. Αναστατωμένοι εγκαταλείψαμε το σπίτι μας και  περιμέναμε. Τότε θυμηθήκαμε κι εκείνο το συμβάν με το σπιτάκι του παππού.
Στο σημείο που είναι το κιόσκι υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι, “το σπιτάκι του παππού” έτσι το λέγαμε, γιατί εκεί ο παππούς περνούσε τις πιο πολλές ώρες της ημέρας. Πήγαινα συχνά και του έκανα παρέα. Εκεί για πρώτη φορά μου μίλησε για το θέατρο που ήθελε να φτιάξει. Κάτι που δεν πραγματοποίησε ποτέ.
 Κάποτε μια λάμπα πετρελαίου που έπεσε κάτω, έγινε η αιτία να καούν τα παλιά χειροποίητα χαλιά και οι κουρτίνες. Το σπιτάκι μαύρισε απ’ τους καπνούς. Εγώ φοβήθηκα πολύ κι έκλαιγα. Ο Πέτρος σαν πιο μεγάλος και θαρραλέος έτρεξε αμέσως και με το λάστιχο έριξε νερό κι έσβησε τη φωτιά. Την άλλη μέρα μας βοήθησε κι εκείνος στο βάψιμο των τοίχων και στο να αγοράσουμε κουρτίνες κι έτσι το σπιτάκι έγινε καλύτερο από πριν.
Είμαι περήφανη για τον ξάδελφο που έχω και ίσως τότε να ήταν η πρώτη φορά που χάρηκα που ο παππούς δεν ήταν κοντά μας, να δει αυτή την μεγάλη καταστροφή.

ΣΚΙΕΣ
Το σούρουπο δεν είναι ποτέ ωραίο, γιατί χλομιάζει τα πρόσωπα και μετά έρχεται το σκοτάδι πυκνό και άγριο.
            Εκείνο το βράδυ είχαμε φύγει κρυφά απ’ το σπίτι. Θέλαμε να αποδείξουμε ο ένας στον άλλον πως δε μας φοβίζει τίποτε. Αφού κοιμήθηκαν όλοι και ήμασταν σίγουροι πως δε θα μας πάρουν είδηση, περιμέναμε ντυμένες κάτω απ’ τα σκεπάσματα το σύνθημα του Πέτρου.  Σε λίγο ακούσαμε κάτι σαν κελάδημα πουλιού. Σηκωθήκαμε απότομα απ’ τα κρεβάτια μας, πατώντας στις μύτες των ποδιών μας κατεβήκαμε τις μαρμάρινες σκάλες του σπιτιού και τρέξαμε στον κήπο. Η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη. Πάλι ο Πέτρος μας έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση. Πήρε το σουγιά του και με μεγάλη προσοχή ξεκλείδωσε την αυλόπορτα.
            Μπήκαμε στο κατεστραμμένο δάσος. Η μυρωδιά απ’ το καμένο ξύλο και τη ρετσίνι ήταν αποπνικτική. Όλα ήταν έρημα, παγωμένα. Τα δέντρα τελείως γυμνά  κρύωναν και δεν ακούγαμε τίποτε παρά μόνο το τρίξιμο που έκαναν τα παπούτσια μας όπως πατούσαμε πάνω σε ξερά κλαδιά, όσα είχαν απομείνει. Περπατούσαμε αργά  προσπαθώντας να βρούμε τα μονοπάτια του που δε φαίνονταν πια. Οι στάχτες γκρίζες κάτω απ’ τα πόδια μας έμοιαζαν ασημί καθώς το  φεγγάρι έμπαινε τελείως ανενόχλητο πια και σκόρπιζε το φως του δημιουργώντας  πίσω απ’ τα ρημαγμένα κλαδιά, σκιές που πηγαινοέρχονταν σαν ανθρώπινες φιγούρες, μακρόστενες, ψηλές ή κοντές. Άλλοτε χωρίς κεφάλια ή χωρίς χέρια, σαν να έπαιζαν θέατρο σκιών και ξεδίπλωναν μια θλιβερή ιστορία. Ο ένας κρατιόταν απ’ τον άλλον. Φοβισμένοι κοιτάζαμε αυτές τις σκιές που καμιά φορά θόλωναν καθώς οι στάχτες των καμένων δέντρων ανασηκώνονταν και τις τύλιγαν.
            Ποιοι να ήταν άραγε;
            Μήπως εμείς;
            Πέρασαν αρκετές μέρες μετά τη μεγάλη πυρκαγιά και το κέφι επανήλθε. Αποφασίσαμε λοιπόν και μαζί με άλλους παρέα, να πάμε στους βράχους και τη Γοργόνα.
            Οι βράχοι είναι πολύ απότομοι κι επικίνδυνοι. Κάποτε είχαμε πάει με τον Πέτρο για να δούμε το τοπίο, αλλά δεν μπορέσαμε να τους ανεβούμε και γυρίσαμε πίσω. Στη πιο ψηλή κορφή του βράχου βρίσκεται ένα μικρό κάτασπρο εκκλησάκι, ο Άη Νικόλας, για να προστατεύει τα πλοία. Λένε μάλιστα, πως όποιος ανέβει στο καμπαναριό του και η θάλασσα τύχει να είναι ήρεμη, γιατί εκεί δεν είναι ποτέ, τότε θα μπορέσει να δει από ψηλά τις πέτρες και τους μικρούς βράχους μες στη θάλασσα γεμάτους από κοχύλια να σχηματίζουν μια γοργόνα ενώ τα θαλάσσια φυτά είναι τα μαλλιά της που μοιάζουν ν’ ανεμίζουν καθώς το κύμα τα πηγαινοφέρνει.
Εκεί που είναι τώρα ο Άη Νικόλας, πολύ παλιά υπήρχε ένας μεγάλος φάρος για να δείχνει στα πλοία ότι το μέρος εκείνο είναι επικίνδυνο. Αντί όμως οι ναυτικοί να βλέπουν τον φάρο. Μπροστά τους παρουσιαζόταν μια μεγάλη γοργόνα. Έντρομοι και χωρίς να το καταλάβουν, έπεφταν πάνω στους βράχους. Αποφάσισαν λοιπόν να γκρεμίσουν τον φάρο και στη θέση του να κτίσουν ένα κάτασπρο εκκλησάκι μ’ ένα πανύψηλο καμπαναριό, φωτισμένο γύρω γύρω σαν στεφάνι και από τότε τα πλοία ξέρουν και δεν πλησιάζουν.
            Όπως για τις σπηλιές, έτσι και για τη Γοργόνα έπρεπε να πάμε με τα ποδήλατα μας. Φύγαμε ξημερώματα αποφασισμένοι να ταξιδέψουμε στον πιο όμορφο κόσμο, αυτόν του ονείρου. Γιατί πραγματικά εκεί είναι τόσο όμορφα και περίεργα, σαν όνειρο.

Πρώτα έπρεπε να διασχίσουμε το δάσος  κι αυτό μας πίκραινε, γιατί ξέραμε πως πονά. Πήραμε το μονοπάτι που βγάζει στο ξέφωτο και απ’ εκεί κατεβήκαμε κάτι σκαλοπάτια φτιαγμένα απ’ την ίδια τη φύση, χοντρές, πλατιές πέτρες και μετά…άλλο μονοπάτι, μακρύ και στενό. Εκεί δεν χωράνε δυο ποδήλατα κι έτσι ο ένας πήγαινε πίσω απ’ τον άλλον, σα στρατός. Το μονοπάτι αυτό περνάει ανάμεσα από ειδών ειδών θάμνους και συνεχίζει κάτω από ένα τούνελ .
 Εκεί είναι και ο πρώτος μεγάλος βράχος. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας  πλησιάζοντας το τέλος του τούνελ, αρκετά μακριά μας, διακρίναμε τους αμμόλοφους να σχηματίζουν μικρές πυραμίδες. Σ’ εκείνο το σημείο αφήσαμε και τα ποδήλατα μας. Μπροστά μας οι βράχοι, ψηλοί και περήφανοι μας έδειχναν το μέγεθος τους και στην κορφή…, το εκκλησάκι.
Η θάλασσα πάλι φουρτουνιασμένη κτυπούσε αλύπητα πάνω τους και άφριζε, ένας αφρός που δεν προλάβαινε να διαλυθεί, αφού άλλο κύμα ερχόταν ακόμα πιο δυνατό.
            Σα να βρισκόμασταν ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς.
           “Άμμος και Βράχοι.”
Σκέφθηκα, πως αν ποτέ θα μπορούσε άνεμος δυνατός να διαλύσει τους αμμόλοφους, τότε θα έμεναν μόνο οι βράχοι, σκληροί και άκαμπτοι. Καθίσαμε ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πολιτισμούς κι ακούγαμε το Φίλιππο να μας διηγείται ιστορίες της Αφρικής, για τα άγρια θηρία και το κυνήγι τους, τις ζούγκλες με τα περίεργα φυτά, τα απλησίαστα δάση, την έρημο και τις διάφορες φυλές της. Δεν μιλούσε κανείς, μόνο εκείνος. Η Αφρική φαινόταν ένα μέρος μακρινό κι απλησίαστο και ό, τι μας έλεγε ψεύτικο σα παραμύθι κι όμως, όλα αυτά υπάρχουν. Είναι αληθινά.
            Σε λίγο σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν και να ενώνονται με τα κύματα της θάλασσας. Το τοπίο άλλαξε. Μπουμπουνητά ακούγονταν από μακριά κι έμοιαζαν να μας πλησιάζουν, ενώ τα σύννεφα μαζεύονταν γκρίζα και σκοτεινά, έτοιμα ν’ απλώσουν τα χέρια τους και να ενώσουν τους πολιτισμούς που φαντάστηκα. Η θάλασσα, πιο άγρια από πριν, μας έδιωχνε.
Αφήσαμε το μαγικό τοπίο και προχωρήσαμε προς τα ποδήλατα μας. Ο Φίλιππος γύρισε και με κοίταξε, με τα δυο του χέρια χάιδεψε τα μάγουλα μου κι εγώ άφησα ελεύθερο το κεφάλι μου να πέσει στις φούχτες του.
            «Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» με ρώτησε, και ξέρω απ’ το βλέμμα του πως περίμενε να του πω… «Ναι, θέλω», αλλά δεν το είπα. Του εξήγησα πως δε θα μπορούσα ν’ αφήσω τη ζωή που έζησα και ν’ αρχίσω κάτι καινούριο, μακριά απ’ όλα αυτά που αγάπησα τόσο πολύ, γιατί για μένα ζωή είναι το κάθε πετραδάκι του κήπου, το δέντρο του δάσους, το κάθε λουλούδι. Όλα αυτά ζουν στις ιστορίες μου και παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Μιλούν, γελούν ή και ακόμα κλαίνε. Όποτε σιωπώ, επαναστατούν και περιμένουν. Για δες, του είπα, τη βροχή που πέφτει. Κάθε σταγόνα της, όπως χτυπά στους βράχους, δεν είναι σαν να σου μιλά; Άπλωσε το χέρι σου κι άσε την να πέσει στη παλάμη σου. Τότε θα νοιώσεις κι εσύ την ανάγκη να της μιλήσεις. Ακόμα κι αυτή η βροχή έχει για μένα ζωή, γιατί πέφτει στο δικό μου κόσμο, ίσως ψεύτικο, για μένα όμως αληθινό. Πως λοιπόν να εγκαταλείψω αυτά που ζωντάνεψαν μέσα στα παραμύθια μου. Μ’ αγκαλιάζουν και νοιώθω πως μ’ αγαπούν, πως με θέλουν κοντά τους.  
            «Όχι όμως περισσότερο από μένα» μου είπε. Αισθάνθηκα πως δεν καταλάβαινε τίποτε απ’ αυτά που έλεγα.
            «Φίλιππε, βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα πελώριο παζλ και ψάχνω να βρω τα κομμάτια του για να το συναρμολογήσω».
            «Και τι δείχνει αυτό το παζλ;»
            «Τα πάντα. Τα όνειρα της νύχτας. Το φως του ήλιου που όλο δυναμώνει, μέχρι που σβήνει, για να ξανανάψει πάλι. Τις πιο όμορφες νύχτες, μέχρι κι αυτούς που δεν μπορώ να δω, γιατί βρίσκονται μακριά μου και τους αναζητώ. Δείχνει όλη μου τη ζωή».
            «Ίσως λοιπόν να μη μπορέσεις να βρεις το τέλος ποτέ κι όλο να ψάχνεις. Έτσι δεν είναι;» ρώτησε κι έδειχνε απογοητευμένος. Σήκωσα τους ώμους μου. Δεν απάντησα.
            Εγκαταλείψαμε τους βράχους και γυρίσαμε πίσω. Το ψιλοβρόχι έπεφτε. Τα ρούχα μας κολλούσαν πάνω μας και το νοτισμένο χώμα άφηνε μια βαριά μυρωδιά. Ένα ελαφρύ αεράκι που άρχισε να φυσά, μας κρύωνε.
Συνεχίσαμε να προχωράμε με τον ίδιο ρυθμό. Η βροχή είχε δυναμώσει αρκετά. Ο Φίλιππος σταμάτησε, κατέβηκε απ’ το ποδήλατο και άνοιξε τα χέρια του και όπως οι παλάμες του κοίταζαν τα σύννεφα φώναξε. «Γιατί δε μιλάς και σε μένα; Θέλω κι εγώ να νοιώσω αυτό το άγγιγμα και να μπω στην εικόνα. Ας ήμουν πετραδάκι, βροχή, κάτι τέλος πάντων».
Σε λίγο άρχισε ν’ αστράφτει. Η βροχή δυνάμωσε και μπουμπουνητά ακούγονταν τριγύρω μας. Τα μαύρα σύννεφα που ήρθαν σκέπασαν τον ουρανό κι όλα σκοτείνιασαν. Αφήσαμε τη βροχή να μας χτυπά και τον αέρα να μας αγκαλιάζει. Προχωρούσαμε αργά, πιστεύοντας έτσι πως θα μεγαλώσουμε τη μέρα που έφευγε…       

Σε λίγες μέρες ο Φίλιππος θα επιστρέψει στην πατρίδα του και μαζί του θα φύγει και ο θείος Πωλ και η θεία Νίτσα. Με βρήκε να κάθομαι  κάτω απ’ το κιόσκι, με το τετράδιο μου στα χέρια, με το να δαγκώνω το μολύβι μου, με το να κοιτάζω τα πουλιά. Ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου και δεν κατάλαβα αμέσως την παρουσία του.
            «Τι σκέπτεσαι;»
            «Παρατηρώ τα πουλιά. Για δες τα πως τρέχουν. Άλλα φεύγουν κι άλλα έρχονται ανενόχλητα!»
            «Πραγματικά!» συμπλήρωσε, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο.
            «Ίσως αν ήμασταν πουλιά, δε θα παλεύαμε τόσο με τον εαυτό μας και δε θα ψάχναμε να βρούμε λύσεις. Όλα θα ήταν φυσιολογικά. Θα μπορούσαμε να πηγαινοέρθουμε κι εμείς. Θα γνωρίζαμε άλλους τόπους, άλλους πολιτισμούς και ύστερα θα γυρίζαμε στα δικά μας μέρη, σ΄ αυτά που ζήσαμε και αγαπάμε».
            «Ίσως έχεις δίκιο…. Αν ήμασταν όμως πουλιά».
            Χαμογελάσαμε και οι δυο μας. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, δεν ξέρω πόση ώρα…, μέχρι που έσβησε το χαμόγελο κι ένα πικρό βλέμμα ήρθε να πάρει τη θέση του γιατί ξέραμε πως οι μέρες πλησιάζουν που θα χωρίζαμε, ίσως για πάντα. Μετά τον ρώτησα να μου πει. Αν νομίζει πως κανείς μπορεί να πικραθεί, για κάτι που τόσο χαίρεται και… περίμενα μια απάντηση, που θα ικανοποιούσε τα δικά μου πιστεύω.       
            «Τη χαρά τη χαλάμε μόνη μας και καταστρέφουμε τη ζωή μας» αυτό μου είπε μόνο. Κάθισε πλάι μου. Πήρε το μολύβι απ’ τα χέρια μου κι άρχισε να γράφει.
            Ο κυνηγός…. 
Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

Υπάρχει ένας βασιλιάς, που στέκεται στη πιο ψιλή κορφή των απότομων βράχων. Απ’ εκεί μπορεί και βλέπει τα πάντα, ό, τι γίνεται στη γη κι αυτό, γιατί έχει μάτια μεγάλα και ζωηρά.
 Παρακολουθεί τα πλοία που εμφανίζονται στον ορίζοντα, τα σύννεφα που χύνονται πίσω απ’ τη θάλασσα, τα βουνά που προσπαθούν να τρυπήσουν τον ουρανό, τα ποτάμια που τρέχουν και τις λίμνες που γυαλίζουν κι όταν το βλέμμα του σταματήσει σε κάποιο μεγάλο ζώο που περπατά αμέριμνο, τότε…,πετά ψηλά, στον αέρα. Κλείνει τα φτερά του και πέφτει με μεγάλη δύναμη πάνω του. Τίποτε δεν μπορεί να γλιτώσει απ’ τα νύχια του.
 Είναι ο αετός, ο βασιλιάς των πουλιών.          
Ήταν εποχή κυνηγιού κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε κι εμείς για κυνήγι. Πήραμε τα σκυλιά μας και ξεκινήσαμε πολύ πρωί, ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Την ανατολή την συναντήσαμε στο δρόμο μας, γλυκιά και ζεστή όπως πάντα, να διαλύει την ομίχλη και την πρωινή δροσιά, που σε κάνουν πάντα να κρυώνεις.
            Βρισκόμασταν πολύ μακριά απ’ το σπίτι, στη ράχη κάποιου βουνού. Κάτω απ’ τα πόδια μας ανοιγόταν μια λίμνη, που στα γυαλιστερά της νερά καθρεφτίζονταν το θαλασσί του ουρανού κι εκείνο το πράσινο των γύρω δένδρων.
 Είχαμε κρυφτεί πίσω από θάμνους και περιμέναμε να δούμε τα πουλιά, να πετούν ξένοιαστα, ώστε την κατάλληλη στιγμή να πυροβολήσουμε.  
            Ξέρω πως υπάρχει ένα κακό πουλί που μυρίζει άσχημα, γιατί τρώει τα πτώματα. Είναι το όρνεο και ζει παντού, σ’ όλο τον κόσμο, όπως εμείς οι άνθρωποι….
            Ο κυνηγός είχε ετοιμάσει την καραμπίνα του και σημάδευε ότι ξένοιαστο πλάσμα υπήρχε, γιατί ήξερε πως είναι ο πιο δυνατός. Ακόμα και τα ελάφια που τρέχουν μες στα δάση τόσο όμορφα και καμαρωτά, γι’ αυτόν είναι πολύτιμα και τα θέλει κι αυτά αποκλειστικά δικά του, καμιά συμπόνια…
…κι ακούστηκε ο πυροβολισμός και σαν αντίλαλος ήχησε απ’ άκρη εις άκρη και σκότωσε. Θριαμβευτής έτρεξε να βρει το θήραμα του και πάλεψε με τον αετό και το όρνεο, να δούνε ποιος θα είναι ο νικητής.

Φίλιππος  
Μίνα   

Την ιστορία αυτή τη γράψαμε μαζί και την υπογράψαμε και οι δυο. Δεν ξέρω αν συμβολίζει την κακία ή την αδιαφορία. Εκείνη την ώρα πάντως, νοιώθαμε πως κυνηγάμε την ευτυχία, όπως τη βλέπει ο καθ’ ένας μας κι ας είναι εις βάρος άλλων συναισθημάτων.

Είναι βράδυ. Όλοι έχουν κοιμηθεί. Εμένα δεν με παίρνει ο ύπνος. Σκέπτομαι τον Πέτρο σκέπτομαι τον Δημητρό, σκέπτομαι την Λενίτσα, σκέπτομαι τον θείο Ανέστη. Σκέπτομαι τη μέρα που θα φύγει ο Φίλιππος. Όλοι φεύγουν από κοντά μου κάποια στιγμή. Άραγε μπορούν να φανταστούν το πόσο λυπάμαι, το κενό που δημιουργείται μέσα στην ψυχή μου, που δεν καταφέρνω να το γεμίσω;
Χμ! Ποιος ξέρει;

Οι μέρες έφτασαν. Η θεία Νίτσα δεν ξέρει πότε θα ξανάρθει και αν… Πάντως χαίρομαι που συμφιλιώθηκε με τον πατέρα. Η γιαγιά είναι πολύ λυπημένη. Όλο μας λέει πως ίσως δεν προλάβει να την ξαναδεί και η μητέρα την παρηγοράει συνέχεια. Η καημένη η μαμά, τι καλή που είναι! Πάντα έχει λύσεις για το κάθε πρόβλημα. Το ξέρω πως έχει καταλάβει για μας, αλλά δεν θέλω να της μιλήσω. Όπως εξ’ άλλου δεν ήθελα και ποτέ και είμαι σίγουρη πως αυτό την στεναχωρούσε.
Με τον Φίλιππο μιλάμε ελάχιστα πια και σχεδόν δεν μας ενώνει τίποτε. Ξέρουμε και οι δυο, πως οι ζωές μας είναι διαφορετικές και οι δρόμοι μας τελείως αντίθετοι. Είναι κάτι που δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε κι αυτό… γιατί δε το θέλουμε. Είναι το πεπρωμένο μας να ζήσουμε σε τελείως διαφορετικούς κόσμους κι όχι επειδή είναι από άλλη Ήπειρο ή επειδή είναι έγχρωμος. Όοοχι  γι’ αυτό, αλλά γιατί διαφέρουμε στα πιστεύω μας. Είναι οι ξεχωριστοί κόσμοι της ψυχής μας. Έτσι, μείναμε σύμφωνοι να μην αλληλογραφούμε, σα να μη γνωριστήκαμε. Κάποια στιγμή ο καθ’ ένας μας θα φτιάξει τη δική του ζωή, όπως πιστεύει πως είναι καλύτερα και μέσα σ’ αυτή τη ζωή, την τόσο  ξεχωριστή για τον καθ’ ένα δεν υπάρχει περίσσια θέση, γιατί δεν μπορεί ν’ ανοίξει ένα βιβλίο και να μην κλείσει ποτέ.
Το μόνο κοινό που υπάρχει είναι η ιστορία που γράψαμε μαζί και θα βρίσκεται σ’ αυτό το τετράδιο για πάντα, που θα κρατάει ζωντανά όλες της στιγμές της ζωής μου.       
            Ποτέ δε θα πάρω πίσω την υπόσχεση που έδωσα στον Πέτρο κι ας μη με άκουσε. Ίσως κάποτε ξανασυναντηθούμε και τότε θα το μάθει και θα με συγχωρέσει που τον άφησα να φύγει.

Επιστρέψαμε στον Πειραιά μετά από ένα καλοκαίρι που πέρασε και μαζί του πήρε όμορφες στιγμές. Δεν ξέρω αν ποτέ μπορούν να γυρίσουν πίσω ή                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           χάνονται για πάντα. Δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρχει παρελθόν και να σε ακολουθεί παντού, όπου πας.
            Θυμάμαι μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού περπατούσαμε ξυπόλυτοι πάνω στην υγρή άμμο. Παίζαμε με τον αφρό της θάλασσας. Μαζεύαμε κοχύλια ξέγνοιαστοί και πηγαινοερχόμασταν ψάχνοντας να βρούμε ποιανού πατημασιά έχει μείνει ή φαίνεται περισσότερο απ’ του άλλου, που τελικά και των δυο μας ήταν εκεί. Πιστέψαμε τότε, πως και το επόμενο πρωινό και κάθε πρωινό εκεί θα είναι, να μας θυμίζουν την προηγούμενη μέρα και δε θα έσβηναν ποτέ. Δεν ήταν όμως έτσι. Ο ήλιος είχε στεγνώσει την υγρή γη και ο άνεμος είχε πάρει μαζί του την άμμο και είχε σβήσει τα ίχνη που αφήσαμε κι όταν και η θάλασσα θα παρέσερνε στο βυθό της τα βότσαλα που απέμειναν, τότε το παρελθόν δε θα υπήρχε πια…
            Η Ευτυχία ήρθε δυο μέρες πριν φύγει ο Φίλιππος για να τον αποχαιρετήσει. Είναι η μόνη μου φίλη που ήξερε για μας. Αλλά ούτε κι εκείνη μπορεί να με καταλάβει. Το δικό μου μυαλό δε βαδίζει με το δικό τους σκεπτικό, τρέχει σε άλλους κόσμους. Τον φίλησε στα μάγουλα και του είπε να ξανά έρθει, την είδα που δάκρυσε. Η Ευτυχία είναι πολύ ευαίσθητη, αλλά και ο Φίλιππος έχει την ικανότητα και άφησε μια όμορφη ανάμνηση σε όλους μας.        
            Πιθανόν κάποτε να μετανιώσω που δε θέλησα να φύγω μαζί του, ίσως όμως κι όχι. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου κι έκλαψα, χωρίς να με πάρει είδηση κανείς.

Συνεχίζεται
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου  2020
All rights  reserved














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου