Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
15η συνέχεια
Η ΓΙΟΡΤΗ
Η Λένα από τότε που είχε συναντήσει τυχαία την Μαίρη
στο δρόμο, άρχισε να ανανεώνει τις παρέες της και να ξαναζεσταίνει τις παλιές
της φιλίες. Τώρα πια ο Βάσος Πρίγκιπας είχε τελειώσει το αγροτικό του, είχε
παντρευτεί και βρισκόταν πάλι ανάμεσα τους.
Με μεγάλη ευχαρίστηση κι αυτός αλλά και η
Μαίρη δέχτηκαν την πρόσκληση της για να βρεθούν όλοι μαζί στο καινούριο της
σπίτι. Να γνωριστούν καλλίτερα με τον Χάρη και να ξαναζωντανέψει η παλιά τους
φιλία.
Ο Βάσως
ήταν πολύ συμπαθητικός και πολύ ψηλός, με σώμα αθλητικό, με μάτια καστανά
σκούρα και μαλλιά μαύρα. Είχε αλλάξει πολύ τον τελευταίο καιρό. Πιο παλιά
φερόταν σα να ήταν ο μοναδικός, ενώ τώρα φαινόταν ξεκάθαρα πως δε θεωρούσε
τίποτε σπουδαίο τον εαυτόν του. Η φωνή του είχε γίνει πιο βαριά και το βλέμμα
του έδειχνε άνθρωπο ήρεμο και αγνό, κάτι που δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τον
παλιό Βάσω Πρίγκιπα.
Με την Λένα γνωρίζονταν απ’ το
Δημοτικό, όπως και με την Μαίρη. Τότε που όλα τους φάνταζαν παραμυθένια, εκείνη
μίλαγε συνέχεια για τη γιαγιά της κι έκανε πολλούς να την ζηλεύουν, αυτό της
άρεσε. Έτσι λοιπόν ο Βάσως αναγκάστηκε να πει πως είναι αληθινός Πρίγκιπας, γι’
αυτό και λέγεται έτσι. Από τότε τ’ όνομα Βάσως άρχισε να μην ακούγεται και ο… “Πρίγκιπας”
έμεινε σαν το μοναδικό του όνομα κι εκείνος απαντούσε μόνο σε αυτό.
Έφτασε λίγο αργά, συνοδευόμενος από
μια μικρόσωμη κοπέλα, με πολύ κοντά μαλλιά, στο χρώμα του κάστανου και όχι
ιδιαίτερα περιποιημένη. Το πρόσωπό της έδειχνε θλιμμένο και η έκφραση της σ’
έκανε να την αγαπήσεις αμέσως και να της εμπιστευτείς τα μυστικά σου. Εκείνος
την κρατούσε απ’ το χέρι και οι δυο προχώρησαν μες στον κήπο. Ο Χάρης τους
υποδέχτηκε. Η Μαίρη και ο άντρας της ήταν ήδη εκεί.
- Απ’ εδώ η γυναίκα μου, η Κρυστάλλω,
είπε ο Πρίγκιπας και σύστησε την κοπέλα που στεκόταν πλάι του.
Ήταν μια ήσυχη καλοκαιρινή βραδιά κι ο κήπος
μοσχομύριζε από νυχτολούλουδα και γιασεμιά που σκαρφάλωναν τους τοίχους και
μπερδεύονταν με το μοβ χρώμα της βουκαμβίλιας κι έφταναν ως τη στέγη. Ανάμεσα
σ’ αυτά τα αρώματα που σε μεθούν και σε πηγαίνουν σε μέρη του Παραδείσου, που
δεν έχεις συναντήσει η Λένα θυμήθηκε τα ταξίδια μέσα απ’ τα όνειρα και τις
ιστορίες της γιαγιάς της, ένα κόσμο φανταστικό αλλά και όμορφο.
Αυτή λοιπόν την καλοκαιρινή βραδιά
που όλοι επέτρεψαν στις σκέψεις τους να περιπλανηθούν, ήρθαν στο μυαλό τους οι
δικές τους ιστορίες. Το πως γνωρίστηκαν μεταξύ τους, σε πια μέρη ταξίδεψαν, τι
καινούριο γνώρισαν. Σα να ξεδίπλωναν τη ζωή που πέρασε. Παιδικές αναμνήσεις, όπως
οι παλιές φωτογραφίες που έμειναν σ’ ένα άλμπουμ και ξεχάστηκαν και τώρα
κάποιος τις βρήκε και τις ξέθαψε, για να θυμίσει το χθες.
Πρώτη
άρχισε η Λένα με το Παρίσι, το γαμήλιο ταξίδι τους, κάτι τόσο κοντινό και τόσο
νωπό στο μυαλό της κι όμως, της φαινόταν πως πέρασε πολύς καιρός και πως δεν
ήταν εκείνη που έζησε αυτούς τους περιπάτους
στο Καρτιέ Λατέν ή στη Λεωφόρο των Ιλισίων. Δεν ήταν εκείνη που ανέβηκε
στον Πύργο του Άιφελ και είδε από τόσο ψηλά όλη την πόλη, με τους δρόμους, τις
πλατείες, τα σιντριβάνια, τα φώτα.
*
Το
αεροπλάνο πέταξε ψηλά και χάθηκε στο θαλασσί χρώμα τ’ ουρανού κι εκείνοι μέσα
απ’ την κοιλιά αυτού του μεταλλικού θεριού έβλεπαν τα σύννεφα να τρέχουν ή να
μένουν ακίνητα κάτω απ’ τα πόδια τους. Έβλεπαν τα μπλε νερά της θάλασσας,
άλλοτε πάλι τα ποτάμια, τις λίμνες, τις πεδιάδες, τις χιονισμένες Άλπεις και
τέλος το Παρίσι.
Το
όμορφο ταξίδι τους ξεκίνησε και η καινούρια ζωή με τις πιο ωραίες εμπειρίες είχε
αρχίσει.
- Μόλις φτάσαμε στο αεροδρόμιο του
Παρισιού είπε η Λένα, μια περίεργη χαρά με πλημμύρησε, κάτι που δεν το έχω
ξανανιώσει ποτέ. Ίσως σ’ αυτά τα μέρη
ταξιδέψω πολλές φορές ακόμα, δεν ξέρω. Μπορεί όμως και όχι. Αυτή η φορά
πάντως ήταν μοναδική. Πήραμε ένα ταξί και κατευθυνθήκαμε σ’ ένα απ’ τα πιο
ωραία ξενοδοχεία.
⁂
Η
Λένα κι ο Χάρης πριν ακόμα ανοίξουν τις βαλίτσες τους βγήκαν στο μπαλκόνι, ήταν
ακριβώς η ώρα που ο ήλιος αρχίζει ν’ αλλάζει το χρώμα του, ο ουρανός να γίνεται
μοβ και τα πρώτα φώτα της πόλης μέσα στο λυκόφως ν’ ανάβουν, ώσπου στο τέλος να
λάμψουν και να σε κάνουν να γεμίσει το εγώ σου από ενθουσιασμό κι επιθυμίες.
Εκείνο
το βράδυ περπάτησαν στους δρόμους του Παρισιού και την άλλη μέρα σηκώθηκαν πολύ
νωρίς. Τα παντζούρια είχαν μείνει ανοιχτά όλη τη νύχτα και με τη πρώτη επαφή
που είχαν οι ακτίνες με τα σεντόνια τους, ξύπνησαν.
Η Λένα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι
έτσι ξυπόλυτη όπως ήταν, έτρεξε στο μπαλκόνι. Ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι έκανε
το διάφανο ροζ νυχτικό της ν’ ανεμίζει και το μπέρδευε με τα μακριά της μαλλιά.
Ενώ τα λιγοστά σύννεφα έφευγαν τρέχοντας, αφήνοντας ελεύθερο τον ουρανό.
Ακούμπησε τα χέρια της επάνω στην
μαρμάρινη κουπαστή του μπαλκονιού κι άφησε το σώμα της να γείρει προς τα εμπρός. Με τα μεγάλα της αμυγδαλωτά
μάτια κοίταξε τον Σηκουάνα, τα νερά του έμοιαζαν ακίνητα καθώς γυάλιζαν και σε
ξεγελούσαν κι όπως τον έβλεπες απ’ εκεί ψηλά νόμιζες πως κάποια πελώρια χέρια
τον είχαν ανοίξει στη μέση και ξεπρόβαλαν από μέσα του δυο νησάκια, το Σαν
Λούης και το Λα Σιτέ.
Θα μπορούσαν να γράψουν ολόκληρη
ιστορία για τις όμορφες μέρες και νύχτες που περάσαν οι δυο τους. Διασκέδαζαν
και απολάμβαναν όλες τις στιγμές. Χαμογελαστή γύρισε και κοίταξε τον Χάρη κι
εκείνος την αγκάλιασε και την φίλησε. Η Λένα συνέχισε την διήγηση της.
⁂
-Θαρρείς
πως όλο το Παρίσι μας περίμενε. Κάθε δρόμος που περνούσαμε λες και ήταν
φτιαγμένος για μας. Κάθε γωνιά του ήταν δική μας. Και κάθε πρωί που ξυπνούσαμε
χαιρόμασταν διπλά, πρώτα για τη νύχτα που πέρασε και δε θα ξεχαστεί και
δεύτερον για τη μέρα που ήρθε και που θα ζήσουμε τόσο έντονα.
Πρώτα πήγαμε στο Λούβρο. Δεν σου
φτάνει μια ολόκληρη μέρα για να θαυμάσεις όλα αυτά τα έργα που υπάρχουν εκεί.
Μια άλλη μέρα πήγαμε στις Βερσαλλίες, που είναι λίγο πιο έξω απ’ το Παρίσι.
-Εκεί ήταν
που τρελάθηκε η Λένα, την διάκοψε ο Χάρης χαμογελώντας.
-Τι; Τρελάθηκες; έκαναν οι υπόλοιποι
της παρέας κοροϊδευτικά. Εκείνη όμως συνέχισε χωρίς να δώσει καμιά σημασία στα
αστεία τους. Μίλαγε... μίλαγε συνέχεια με τόσο μεγάλο ενθουσιασμό και χαιρόταν
να απαντάει στις διάφορες ερωτήσεις τους.
-Κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά, όλα
μας φαίνονταν τόσο όμορφα κι όταν είσαι μ’ εκείνον που αγαπάς, είναι ακόμα πιο
όμορφα. Είδαμε την Όπερα, το μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη, την Παναγία των
Παρισίων και τόσα άλλα. Ένοιωθα πως όλοι μας κοίταζαν κι εγώ χαιρόμουν γι’
αυτό. Περπατήσαμε στην άκρη του Σηκουάνα. Καθίσαμε σε ωραία κέντρα.
-Σε καμπαρέ δεν πήγατε; ρώτησε ο
Στέφανος.
-Όχι δεν πήγαμε απάντησε η Λένα
πειραγμένη και μετά συνέχισε με το ίδιο χαμόγελο που είχε αρχικά. Ένα βράδυ
πριν επιστρέψουμε, χτύπησε η πόρτα του δωματίου μας. Ο Χάρης μου είχε ετοιμάσει
μια έκπληξη. Μας έφεραν σαμπάνια. «Για να μη φανεί ο γυρισμός σαν τιμωρία» μου
είπε. Αλλά πάντα έτσι είναι. Τα ωραία τελειώνουν γρήγορα.
-Αφήνουν όμως μια γλυκιά ανάμνηση
συμπλήρωσε ο Χάρης.
-Τώρα θα μας πείτε πως γνωριστήκατε,
είπε η Μαίρη, μετά θα σας πω εγώ πως γνώρισα τον Στέφανο και ύστερα ο
Πρίγκιπας.
Συμφώνησαν όλοι. Η Λένα γύρισε και
κοίταξε τον Χάρη, ήθελε τόσο πολύ να τα πει όλα εκείνη μόνη της, χωρίς να τη
διακόπτει κανείς. Εκείνος το κατάλαβε,
της χαμογέλασε και της έκανε νόημα ν’ αρχίσει.
-Οι πατεράδες μας γνωρίζονταν χρόνια. Η γιαγιά μου είχε γνωρίσει κάποτε
τον πατέρα μου στην οικογένεια Βλασιάδη. Ο ένας εκτίμησε τον άλλον πολύ
γρήγορα. Όμως πέρασαν χρόνια για να συνδεθούμε οικογενειακά.
Σε κάποια γιορτή που έγινε σπίτι
τους με πλησίασε ο Χάρης και μου πρόσφερε ποτό. Μετά όμως από μένα πρόσφερε και
σε άλλες κοπέλες που ήταν εκεί. Ένοιωσα κάπως αμήχανα. Σε λίγο όμως ξανάρθε και
άρχισε να μου μιλά. Με κοίταζε κατάματα, ήταν πολύ γοητευτικός, μίλαγε απαλά
και χαμογελούσε συνέχεια κι αυτό μου άρεσε. Μου πρότεινε να βγούμε έξω κι έτσι
έγινε. Την άλλη μέρα βγήκαμε. Μετά ξαναβγήκαμε και... αυτό ήταν!
Ένα μπράβο ακούστηκε από όλους μαζί
κι άρχισαν να χειροκροτούν. Η ξένοιαστη παρέα συνέχισε τις διηγήσεις της και τ’
αστεία μεταξύ τους.
-Τώρα η σειρά σου Μαίρη. Έτσι δεν
είναι;
-Εγώ τον Στέφανο τον γνώρισα στο
ασανσέρ. Έφευγα από το γραφείο του συμβολαιογράφου μου κι έγινε διακοπή
ρεύματος. Το ασανσέρ σταμάτησε ανάμεσα στον δεύτερο και τρίτο όροφο του
κτηρίου. Τρόμαξα. Βλέπετε έχω και κλειστοφοβία. Κόντευα να κλάψω...
-Σε θυμάμαι από μικρή που έκλαιγες
συνέχεια, διέκοψε την αφήγηση της ο Βάσως και γέλασε.
-Α...! δεν τα ξέρουμε αυτά, είπε ο
Στέφανος, αστειευόμενος.
-Πάντως δεν έκλαψα.
-Προφανώς ντράπηκες.
-Σημασία έχει πως μου έλεγες διάφορα
ανέκδοτα για να ξεχαστώ.
-Και τελικά τι έγινε; ρώτησε η Λένα.
-Τελικά ήρθε η πυροσβεστική και μας
έβγαλαν. Καθώς φεύγαμε και ως φαίνεται, φαινόμουν πολύ αναστατωμένη, με
πλησίασε και μου είπε αν θέλω να με κεράσει κανένα καφέ, για να συνέλθω και
φυσικά δέχτηκα. Από τότε αρχίσαμε να κάνουμε πολύ παρέα και σε δυο χρόνια
παντρευτήκαμε.
Η Λένα γύρισε και κοίταξε τον Βάσω
κάνοντας του έναν αστείο μορφασμό, σα να ήθελε να του πει. “Μη νομίζεις πως θα
τη γλιτώσεις. Ήρθε η σειρά σου”.
-Εσύ πως γνώρισες την γυναίκα
σου;
Ο Πρίγκιπας κοίταξε την Κρυστάλλω
και το βλέμμα του φαινόταν ξεκάθαρα που άγγιζε την πονεμένη της ψυχή. Εκείνη
χαμήλωσε τα μάτια και κοκκίνισε. Τα χείλη της μειδίασαν με το ζόρι, σα να ήταν
κάτι υποχρεωτικό, αφού όλοι χαμογελούσαν. Μετά έπιασε το χέρι του Πρίγκιπα και
τον κοίταξε κι αυτή. Έμοιαζε πως με τα μάτια της και μόνο του έλεγε: “Πες πως
γνωριστήκαμε, δε με πειράζει.”
Η ώρα είχε προχωρήσει και η νύχτα είχε αρχίσει να
δείχνει το πυκνό της σκοτάδι. Η ησυχία λιγάκι σε τρόμαζε και η διήγηση του
Βάσου Πρίγκιπα είχε τόσο ενδιαφέρον που μόνο το χάραμα τον ανάγκασε να
σταματήσει.
-Θυμάστε
κάπου, ένα χρόνο πριν μια μεγάλη καταιγίδα που κράτησε μέρες; Ναι είπαν όλοι
μαζί.
-
Νομίζω μάλιστα πως ήταν άνοιξη. Πρόσθεσε ο Στέφανος.
-Ακριβώς.
Ήταν άνοιξη. Έκανα το αγροτικό μου σε κάποιο χωριό μες στα έλατα. Εκείνη την
άνοιξη λοιπόν, μετά την καταιγίδα έρχεται ένας παπάς στο σπίτι μου. Ήταν πολύ
πρωί ακόμα, παρ’ όλα αυτά, ο ήλιος είχε αρχίσει να δείχνει δυνατός. Άκουσα να
χτυπάν επίμονα την πόρτα του κήπου. Η αλήθεια είναι πως κοιμόμουν. Σηκώθηκα.
Τρομαγμένος έτρεξα να δω ποιος είναι. Μισάνοιξα το παράθυρο μου και φώναξα:
«Τι συμβαίνει;»
«Εσύ
δεν είσαι ο γιατρός;» άκουσα μια αρκετά γέρικη φωνή και λαχανιασμένη.
«Ναι
εγώ είμαι» απάντησα.
«Σε
παρακαλώ άνοιξε. Σε χρειάζομαι».
Έτρεξα αμέσως. Ένας παπάς στεκόταν
όρθιος κι ακουμπισμένη επάνω του σχεδόν λιπόθυμη ήταν μια κοπέλα.
Ο Βάσως σταμάτησε για μια στιγμή, έμοιαζε σα
να κόμπιαζε λιγάκι, τα μάτια έμειναν ακίνητα να κοιτάζουν το κενό.
-Και πια ήταν αυτή η κοπέλα, η
Κρυστάλλω; ρώτησε η Μαίρη και διέκοψε τις σκέψεις του. Ο Πρίγκιπας γύρισε
απότομα το κεφάλι του προς το μέρος της, κάπως ξαφνιασμένος και συνέχισε.
-Ναι ήταν η Κρυστάλλω γεμάτη λάσπες,
με τα μαλλιά της κολλημένα, με τα πόδια της ματωμένα. Τα χείλη της έτρεμαν.
Έμεινα για λίγο ακίνητος, μετά τους είπα να περάσουν μέσα, αλλά εκείνη δεν
δέχτηκε. Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την
άρνηση της και κοιτάζοντας τον παπά Ανέστη του είπε. «Όχι παππούλη, όχι μη
μπούμε μέσα». Μετά έτσι όπως ήταν μου έπιασε τα χέρια και με παρακάλεσε να τους
ακολουθήσω λέγοντας μου «Πάμε σε παρακαλώ. Πάμε γρήγορα». Δεν ήξερα τι
συνέβαινε, πάντως ντύθηκα, πήραμε το αμάξι μου και κατευθυνθήκαμε προς το
ύψωμα. Ο δρόμος σε κάποιο σημείο είχε καταστραφεί κι έτσι σταματήσαμε και
προχωρήσαμε με τα πόδια. Φτάσαμε σ’ ένα εκκλησάκι, εκεί μπροστά στην ξύλινη
πόρτα του, κάτω στα πέτρινα σκαλοπάτια, λεκιασμένα από αίμα, ήταν πεσμένη μια
γυναίκα. Δυστυχώς δε χρειάστηκε να κάνω τίποτε για κείνη, παρά μόνο τη σήκωσα,
την έβαλα μέσα στο ερημοκλήσι και την
σκέπασα με την κάπα της.
Η παρέα δε μίλησε. Τα χαμογελαστά
τους πρόσωπα τώρα πήραν μια θλιμμένη έκφραση, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και μετά
βυθίστηκαν σε σκέψεις. Η νύχτα ήταν ζεστή. Τα άστρα φεγγοβολούσαν στον
κατάμαυρο ουρανό και το φεγγάρι σαν ασημένιος πελώριος δίσκος είχε φτάσει πολύ
ψηλά. Κανένα σύννεφο δεν εμπόδιζε την πορεία του και κανένας θόρυβος δεν
ενοχλούσε τους στοχασμούς κανενός.
Ο Βάσως συνέχισε. Η Κρυστάλλω απ’
εκείνη τη μέρα αρρώστησε. Ο παπά Ανέστης την πήρε να μείνει μαζί του και μαζί
με την αδελφή του, που ήταν ανύπαντρη. Έμεναν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη
της δημοσιάς. Παπαδιά την φώναζαν όλοι κι ας ήξεραν πως είναι αδελφή του. Ήταν
μεγάλη σε ηλικία. Τα χέρια της είχαν ρόζους και το μέτωπο της δυο βαθιές
ρυτίδες ενώ τ’ άσπρα της μαλλιά μόλις που τα διέκρινε κανείς, έξω απ’ το μαύρο
μαντήλι που φορούσε συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά δεν φαίνονταν τα χρόνια που
κουβαλούσε πάνω της.
Τη μέρα εκείνη την συναντήσαμε να σκαλίζει το
χώμα σ’ ένα μικρό χωραφάκι που είχαν δίπλα στο σπίτι τους. Μόλις μας είδε τα
παράτησε αμέσως κι έτρεξε να μας βοηθήσει. Τα μάτια της δάκρυσαν, δεν είπε
τίποτε, αγκάλιασε την Κρυστάλλω και μπήκαν μέσα. Τις ακολούθησα μαζί με τον
παπά.
Το σπίτι τους ήταν πολύ μικρό, δυο
δωματιάκια όλο κι όλο. Την κοπέλα την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του παπά κι
εκείνος θα βολευόταν στο άλλο δωμάτιο που κοιμόταν εκείνη. Το τι θα ‘κανε η
παπαδιά; Ποιος ξέρει; Μάλλον θα ‘στρωνε κάτω. Έλεγε πως ο παπάς επειδή είναι
δούλος του Θεού πρέπει να ξεκουράζεται. Αλλά κι εκείνος επέμενε για το
αντίθετο, λέγοντας. Πως επειδή είναι δούλος του Θεού πρέπει να βοηθά να
ξεκουράζονται οι άλλοι, να μην υποφέρουν και να τους καταπραΰνει τον πόνο, να
τον παίρνει επάνω του και να υποφέρει αυτός για τους άλλους.
Στάθηκα
όρθιος μπροστά στην πόρτα και περίμενα. Ο παπά Ανέστης μου έκανε νόημα να
περάσω και να καθίσω μαζί του. Η αδελφή του μας κέρασε καφέ, κονιάκ, παξιμάδια,
έχω και γλυκό του κουταλιού, μου είπε. Αλλά
δεν θέλω να σας κεράσω, να μη γλυκάνω τον χάρο που πήρε τη μάνα της Κρυστάλλου
μας.
Δεν μπορούσα να τους αφήσω έτσι
αβοήθητους. Δεν ήταν ο όρκος που είχα δώσει, αλλά κάτι άλλο, πολύ δυνατό, που
δεν μπορώ να το εξηγήσω. Όταν είδα εκείνη την γυναίκα αναίσθητη, πεσμένη κάτω.
Όταν είδα την κοπέλα στη αγκαλιά του παπά
να κλαίει, τότε κατάλαβα το πόσο ανήμποροι ήμαστε.
Ξανανέβηκα στο ύψωμα μαζί με τον
παπά και δυο ακόμα για να πάρουμε τη σωρό της άτυχης γυναίκας. Το ίδιο απόγευμα
την κηδέψαμε σ’ ένα μικρό νεκροταφείο, κοντά στο δρόμο.
Στο σπίτι τους πήγαινα κάθε μέρα. Η Κρυστάλλω
είχε ανεβάσει πολύ πυρετό και χρειαζόταν παρακολούθηση. Υπήρχαν μάλιστα μέρες
που πήγαινα και δυο φορές.
Με τον παπά Ανέστη αρχίσαμε να
κάνουμε πολύ παρέα. Έμαθα πολλά για το χωριό τους. Μου έκανε μάλιστα μεγάλη
εντύπωση όταν μου διηγήθηκε για κάποιον που έπαιζε βιολί. Μια ιστορία που
ξεκίνησε πριν από τον πόλεμο του 1940 και κατέληγε στην Κρυστάλλω.
-Τι
βιολί; ακούστηκε μια ερώτηση σα μουρμουρητό, απ’ την υπόλοιπη παρέα.
-Είναι
μεγάλη ιστορία. Την άκουσα από πολλούς, με κάποιες μικρές διαφορές. Όλοι πάντως
κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα.
-Δηλαδή;
ρώτησε η Λένα.
-Ήταν
κάποιος που τ’ όνομα του έγινε θρύλος, εξήγησε ο Βάσως.
Βιολιστή τον
φώναζαν και απ’ ότι λένε έσωσε το χωριό τους απ’ τους Γερμανούς.
-Καλά
δεν είχε όνομα; Τι βιολιστής; Ζήτησε να μάθει ο Στέφανος μ’ εκείνο το ύφος που παίρνουν μερικοί, όταν προσπαθούν να
βρούνε λύσεις για κάποιο ανύπαρκτο μυστήριο. Αλλά έτσι ήταν πάντα ο Στέφανος.
Έκανε τον ντετέκτιβ, εύρισκε απαντήσεις σε όλα τα προβλήματα, υποψιαζόταν τους
πάντες και δεν εμπιστευόταν εύκολα κανένα. Αυτός όμως ο χαρακτήρας που είχε τον
έκανε να μη φοβάται και τίποτε. Αντίθετα από την Μαίρη, που δεχόταν τα πάντα
έτσι όπως ήταν και δεν προσπαθούσε ν’ αλλάξει τίποτε, αλλά και ούτε καν να
διορθώσει κάτι που μπορεί να πήγαινε στραβά. Ευτυχώς όμως ο Στέφανος δεν ήταν
αυτός ο άνθρωπος που θα μπορούσε ποτέ να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του άλλου.
Απλά, γύρευε απαντήσεις και τις εύρισκε, γιατί επέμενε σ’ αυτή την ιδέα.
-Και βέβαια είχε όνομα, απάντησε ο
Βάσως.
-Πως τον
έλεγαν; Δε θυμάσαι;
-Πέτρο τον έλεγαν, είπε ο Πρίγκιπας
χωρίς κανένα σχόλιο, τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι ψιθύριζαν. “Μα τι είναι
αυτά που ρωτάς;”
-Και η Κρυστάλλω τι σχέση μπορεί να
έχει, συνέχισε ο Στέφανος τις ερωτήσεις, αδιαφορώντας για τις σκέψεις των
άλλων.
Ο Βάσως σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε
πίσω απ’ την καρέκλα της Κρυστάλλω, ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και
αποκρίθηκε.
- Ο παπά Ανέστης λέει πως είναι η
εγγονή του.
Συνεχίζεται
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου 2020
All rights reserved