Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

 

Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

16η συνέχεια

 

Η ΦΥΓΗ

Η άνοιξη είναι πάντα όμορφη, ζωγραφισμένη με τα ωραιότερα χρώματα. Ακόμα και στις ρωγμές των γκρίζων βράχων θα ξεφυτρώσει ένα στολίδι για να το χαϊδέψει μια πεταλούδα ή να το αγγίξει κάποια μέλισσα.

            Μια τέτοια όμορφη μέρα ο Πέτρος πήρε τη μεγάλη απόφαση κι έφυγε, εγκαταλείποντας το σπίτι που μεγάλωσε. Ήταν τότε που άκουσε τυχαία μια συζήτηση μεταξύ της μητέρας της Μίνας και της ως τότε δικής του μητέρας.

            Η μέρα της Λαμπρής πλησίαζε, οι δυο γυναίκες ήταν στην κουζίνα κι ετοίμαζαν λιχουδιές, τσουρέκια, κουλουράκια και ειδών ειδών γλυκά. Κανένα απ’ τα κορίτσια δεν πήγαινε να βοηθήσει. Η Μίνα ήταν στο δωμάτιο της και κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο τα πουλιά που έκαναν διάφορα σχήματα καθώς πετούσαν κι έμοιαζαν πως πήγαιναν από την μια μεριά στην άλλη του ουρανού. Κάθε πρωί πήγαινε και ξυπνούσε εκείνη τον Πέτρο και του ζητούσε να της παίξει βιολί. Αλλά ήταν πολύ πρωί ακόμα. Η Σοφούλα με την Λευκή δεν είχαν ξυπνήσει. Ο Πέτρος είχε σηκωθεί για να πάει στην κουζίνα να πιεί νερό και, ύστερα θα γύριζε στο κρεβάτι του και θα περίμενε την Μίνα. Αλλά όταν πλησίασε την πόρτα της κουζίνας άκουσε χωρίς να το θέλει έναν διάλογο που είχε η μητέρα του με την μητέρα της Μίνας.

            «Μαθαίνεις νέα καθόλου από την μητέρα του Πέτρου;»

            «Την Χαρίκλεια; Που την θυμήθηκες;»

            «Δεν ξέρω. Έτσι μου πέρασε απ’ το μυαλό».

            «Ο Γρηγόρης με είχε ειδοποιήσει κάποτε πως θα έμεναν σε κάποιο χωριό κοντά στην λίμνη Τριχωνίδα».

            «Και… πώς δεν ξανά ζήτησε να δει το παιδί της;»

            «Δεν θυμάσαι; Ήταν μες στην συμφωνία της υιοθεσίας».

               Ο Πέτρος ξαφνιάστηκε. Στάθηκε πίσω απ’ την πόρτα κι άκουσε όλη τη συζήτηση. Πρώτα δεν το ‘θελε, ήταν κάτι που συνέβη κατά λάθος. Έκανε να μπει μέσα  και να διακόψει την συζήτηση, να κάνει πως δεν άκουσε τίποτε, μετά όμως περίμενε, δεν ανέπνεε καν. Αισθάνθηκε την καρδιά του να σπάει, σα να χώριζε στα δυο.

“Ποιοι ήταν οι γονείς του; Γιατί δεν τον μεγάλωσαν αυτοί; Και  Μίνα το ήξερε; Έπρεπε να τους βρει. Σίγουρα έπρεπε”.

Σαν τρελός ανέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια της μαρμάρινης σκάλας και μπήκε στο δωμάτιο του, έκλεισε την πόρτα πίσω του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Άνοιξε το στόμα του κι άρχισε ν’ ανασαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα μάτια του βούρκωσαν μόνο με την ιδέα πως η Μίνα δεν είναι αληθινή του ξαδέρφη, πως οι γονείς του δεν είναι αληθινοί γονείς, πως οι θείοι του δεν είναι αληθινοί θείοι κι αυτός ποιος είναι;

Ήθελε να βρεθεί κοντά στην αληθινή του οικογένεια και μετά θα ξαναγύριζε εδώ, σ’ αυτούς που τον αγκάλιασαν, σ’ αυτούς που τον πόνεσαν, που τον αγάπησαν αληθινά, γιατί κι εκείνος μόνο αυτούς ήξερε. Και με την Μίνα; Ίσως κάποτε να την παντρευόταν αφού δεν ήταν ξαδέλφια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε. 

Κάθισε στο κρεβάτι και με τα χέρια του έκρυψε το πρόσωπο του, έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να σκέπτεται. “Ίσως ήταν καλλίτερα να το πει πρώτα σ’ εκείνη κι αν τον ήθελε θα έμενε εκεί, μαζί τους και δε θα θυμόταν ποτέ αυτό που άκουσε. Θα ορκιζόντουσαν μάλιστα και οι δυο πως θα έμενε μεταξύ τους και δε θα το συζητούσαν ποτέ, μα ποτέ.“ Μετά σταύρωσε τα δάχτυλα του και τ΄ ακούμπησε στα χείλη του. Με όλες αυτές τις σκέψεις ένοιωσε κάπως καλλίτερα. Ανασηκώθηκε, μετά στάθηκε όρθιος, έκανε δυο βήματα και κάθισε πάλι. Ήξερε πως σε λίγο θα ερχόταν η Μίνα να τον ξυπνήσει, όπως έκανε κάθε πρωί, που να ήξερε πως εκείνος είχε ήδη ξυπνήσει και, πράγματι η πόρτα του δωματίου του κτύπησε και μαζί κτύπησε και η καρδιά του.

-Εμπρός, είπε. Εκείνη τον βρήκε όρθιο μπροστά στο κρεβάτι, χλωμό.

-Τι έπαθες;

Ο Πέτρος δεν απάντησε. Πλησίασε στην πόρτα άπλωσε τα χέρια του και την τράβηξε μέσα βίαια. Η Μίνα τρόμαξε. Τα μάτια της έμειναν ορθάνοιχτα ενώ ακούστηκε ένα πνιγμένο Α... Σήκωσε πάλι τα χέρια του για δευτερόλεπτα κι αμέσως τ’ άφησε να πέσουν πάλι κάτω. Άνοιξε το στόμα του να της μιλήσει, κούνησε το κεφάλι του και τελικά εγκατέλειψε κάθε συλλογισμό, ενώ εκείνη έμεινε άφωνη, σχεδόν χωρίς να αναπνέει. Μετά όμως από λίγο έπιασε τα χέρια της, που ήταν παγωμένα απ’ το τρόμο, την κοίταξε μες στα μάτια και τέλος της είπε ό,τι ακριβώς είχε ακούσει και πως θα έψαχνε παντού για να βρει την οικογένεια του. Δίσταζε να συνεχίσει.

Έμειναν και οι δυο σιωπηλοί. Μια σιωπή που φαινόταν πως κράτησε έναν αιώνα. Εάν του έλεγε να μη φύγει, δε θα έφευγε. Δε θα έφευγε ποτέ. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Αλλά εκείνη δεν είπε τίποτε. Δάγκασε τα χείλη της και βγήκε απ’ το δωμάτιο του. Κατέβηκε τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σκόνταψε στο τελευταίο σκαλοπάτι κι έπεσε,  δεν έδωσε όμως καμιά σημασία στον πόνο και σηκώθηκε αμέσως.  Άνοιξε την εξώπορτα κι έτρεξε στον κήπο. Εκείνος την είδε απ’ το παράθυρο του δωματίου του που κάθισε κάτω απ’ το κιόσκι και την περίμενε. Περίμενε πως θα γυρίσει. Δε γύρισε όμως, ούτε καν το βλέμμα της δε γύρισε, για να κοιτάξει προς το δωμάτιο του.

Ήταν αξιοπρεπής ο Πέτρος, δε θα παρακαλούσε ποτέ κανέναν. Ούτε επρόκειτο ποτέ να δείξει την πίκρα που ένοιωσε κείνη τη στιγμή. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει πολύ μακριά και να μη γυρίσει ποτέ.      

Ο Πέτρος δε μίλησε σε κανένα για τη Μίνα. Ούτε κι εκείνος δεν ήξερε αν την είχε ξεχάσει ή αν τ’ όνομα της βυθίστηκε τόσο πολύ μέσα του, που δεν ανέβαινε πια στο μυαλό του και μετά να φτάσει στα χείλη του, ώστε να το προφέρει. 

*  *  *

            Ο πατέρας της Μίνας, ο Παντελής Ζερβούδης υπήρξε σπουδαίος δικηγόρος, ήταν πλούσιος και γόνος μεγάλης οικογένειας του Πειραιά. Η αδελφή του είχε παντρευτεί έναν επίσης δικηγόρο, αλλά εκείνος είχε μεγάλο πρόβλημα με την καρδιά του και προτιμούσε να μη δικηγορεί. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να μην ασχοληθεί άλλο μ’ αυτό το επάγγελμα.

Οι δυο οικογένειες έκαναν πολύ παρέα και συχνά έμεναν μαζί, στο εξοχικό του Ζερβούδη, μια και ο καθαρός αέρας έκανε καλό και στην γυναίκα του Παντελή που ήταν ασθματική, αλλά και στον γαμπρό του.

Είχαν περάσει οι διακοπές εκείνου του Πάσχα και είχαν επιστρέψει στον Πειραιά. Ο Πέτρος δεν ξανάπε τίποτε στην Μίνα για τις αποφάσεις του κι έτσι κάποια χαράματα, αφού προηγουμένως άνοιξε τον κουμπαρά του, μέτρησε και ξανά μέτρησε τα λεφτά που είχε μαζέψει, τα έβαλε στην τσέπη του, ετοίμασε μερικά πράγματα κι έφυγε...με σφιγμένα χείλη, με αργά βήματα, μήπως δώσει καιρό στον χρόνο, μήπως κάποιος τον αντιληφθεί και του πει “Γύρνα πίσω” κατηφόρισε τα δρομάκια του Πειραιά κι έφτασε στο λιμάνι.

Περπάτησε πλάι στη θάλασσα που γυάλιζε κι έδειχνε ακίνητη, σα χυμένο λάδι. Η υγρασία της προηγούμενης νύχτας δεν είχε περάσει. Το χώμα έμοιαζε νοτισμένο και τα δένδρα ήταν ακόμα υγρά. Σε λίγο ο ήλιος θα έριχνε τις ακτίνες του και όλα θα έμοιαζαν διαφορετικά, ίσως τότε άλλαζε γνώμη, και μετά; Για όλη του τη ζωή θα αναρωτιόταν. “Γιατί δεν έφυγα τότε που είχα πάρει αυτή την απόφαση. Γιατί δείλιασα;”

 Κοντοστάθηκε λίγο. Για μια στιγμή σκέφθηκε να γυρίσει πίσω, μετά όμως τον κυρίεψε πάλι η επιθυμία να γνωρίσει την αληθινή του οικογένεια κι αποφασισμένος πια, έφυγε. Κάποιοι είπαν, πως είδαν έναν νεαρό με μια μικρή βαλίτσα κι ένα βιολί στον ώμο, να απομακρύνεται από τον Πειραιά, κάτω από το πρώτο φως ενός χλωμού ήλιου.

  Μόνο η Μίνα ήξερε τι συνέβη. Δεν μίλησε όμως ποτέ.

“Ίσως κάποτε να γύριζε. Ίσως κοντά στην πραγματική του οικογένεια να ήταν και η δική του ευτυχία και δεν είχε το δικαίωμα να του την στερήσει κανείς” σκέφθηκε.        

Όταν πάψεις να κλαις, δε θα πει πως έπαψες να θυμάσαι ή να μη σκέπτεσαι. Απλά δεν κλαις. Αρχίζεις να ζεις τη νέα πραγματικότητα και περιμένεις…

 Έτσι κι εκείνη περίμενε και σκεπτόταν. Καθόταν στο σκοτεινό υπόγειο ή όποτε βρίσκονταν στην εξοχή, πήγαινε στο δάσος εκεί που έπαιζαν κι έλεγε. “Τώρα θα ‘ρθει και θα με σηκώσει αγκαλιά και θα με γυρίζει γύρω γύρω...” Το μυαλό της δεν μπορούσε να φτάσει τόσο μακριά, εκεί που ήταν ο Πέτρος και να πιστέψει, πως δε θα ξαναγύριζε ποτέ πίσω γιατί τρόμαξε πως εκείνη τον πρόδωσε. Πως δεν τον αγαπούσε αληθινά, πως δεν τον ήθελε κοντά της.

Κανείς δεν γνώριζε τόσο καλά τον Πέτρο όσο η Μίνα και ό,τι διηγούταν ο Βάσως Πρίγκιπας για έναν Πέτρο που έπαιζε βιολί... δεν ήταν τίποτε περισσότερο απ’ αυτά που του είχε πει ο παπά Ανέστης, δηλαδή για τους λίγους μήνες της περιπλάνησης του και για τα χρόνια του πολέμου.

Κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτε για τα παιδικά του χρόνια, ούτε για την αγάπη που είχε για εκείνη. Κανείς δεν ήξερε πως όταν ήταν μικρά, τα καλοκαίρια ξάπλωναν στην αμμουδιά και προσπαθούσαν να μετρήσουν τ’ αστέρια.

«Πέτρο τι είναι τ’ άστρα και είναι τόσο πολλά και όσο τα βλέπουμε πληθαίνουν;»

«Καλά δεν ξέρεις πως όταν οι άνθρωποι πεθάνουν πάνε στον ουρανό και μας κοιτάν; Τ’ αστέρια είναι».

«Δηλαδή και ο παππούς μας είναι τώρα αστέρι;»

«Κουτή που είσαι. Και βέβαια είναι! Και όλοι θα γίνουμε κάποτε».

Όπως κανείς δε γνώριζε πως οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους είχαν γίνει βαρύ φορτίο και η λύτρωση δεν ήρθε ποτέ. Πως ο πόλεμος που υπήρχε μέσα στην ψυχή τους δεν έφτασε ποτέ στη νίκη. Όπως δε γνώριζαν, πως ένα λάθος, μια παρεξήγηση άλλαξε τελείως τη ζωή τους. 

 

Ήταν μια Αυγουστιάτικη  μέρα, όταν κατάλαβε η κυρία Αλίκη πως ήρθε η ώρα να γεννήσει.

«Κοριτσάκι, κοριτσάκι, να σας ζήσει» φώναξε η μαμή.

 «Δεν σας είπα εγώ που θα είναι κόρη» είπε η γιαγιά Αλκμήνη και η οικογένεια έδωσε στο μωρό  αυτό το όνομα, για να χαρεί η γιαγιά και να της περάσει που ήθελε αγόρι.

 Προσπάθησαν κι άλλες δυο φορές, αλλά πάλι κορίτσια γεννήθηκαν. Ο Πέτρος λοιπόν ήταν το μόνο αγόρι μέσα στην οικογένεια και ήταν τότε εννέα ετών και η Αλκμήνη το πρώτο κοριτσάκι.

Από τότε που γεννήθηκε, ο Πέτρος δεν ξεκόλλαγε από πάνω της. Πόσο περίεργο του φαινόταν, ένας άνθρωπος τόσο πολύ μικρός. Ήθελε να την κρατάει συνέχεια αγκαλιά και η κυρία Αλίκη τον άφηνε κι εκείνος ένιωθε τόσο υπεύθυνος για το μωρό, που κι όταν μεγάλωσε αισθανόταν ότι έπρεπε να την προστατεύει. Ακόμα και τ’ όνομα της άλλαξε και τη φώναζε Μίνα, γιατί έλεγε πως είναι πιο όμορφο και όλοι το δέχτηκαν κι όταν άρχισε να μαθαίνει βιολί στεκόταν απέναντι της και της έλεγε «Μίνα άκου, αυτό είναι για σένα». Κι εκείνη καθόταν ακίνητη σαν άγαλμα να τον ακούσει. Άλλες φορές πάλι έκανε την μπαλαρίνα και χόρευε στο ρυθμό της μουσικής του κι άλλες φορές πάλι, εκείνος έπαιζε κι αυτή του έλεγε διάφορες ιστορίες που σκεπτόταν. Μέχρι και τα μυστικά τους συζητούσαν και ήταν σίγουροι πως τίποτε στη ζωή τους δε θα βρισκόταν για να τους χωρίσει.

Με την πάροδο του χρόνου η διαφορά της ηλικίας τους χανόταν και το δέσιμο που είχαν μεγάλωνε. Ο Πέτρος ήταν αρκετά σκληρός, αλλά σ’ εκείνη έδειχνε όλη του την ευαισθησία και δεν άφηνε κανένα να τη μαλώσει ή να της  πληγώσει τον μεγάλο εγωισμό που είχε.

Η Μίνα δυσκολεύτηκε πολύ να πιστέψει πως τους άφησε κι εκείνος πάλι δυσκολεύτηκε να πιστέψει, πως εκείνη δεν του είπε τίποτε, κι έκλαψε. Μέσα απ’ το τζάμι του λεωφορείου με τα κλαμένα μάτια, μόλις που μπορούσε να διακρίνει τους δρόμους που έμεναν πίσω του. Έκλεισε τα βλέφαρα του μήπως κοιμηθεί, μήπως έτσι πάψει να σκέπτεται και να θυμάται. 

 

ΠΕΤΡΟΣ

Όλοι άκουγαν την διήγηση του Πρίγκηπα χωρίς ανάσα. Τους είχε κάνει εντύπωση πως ένας τόσο υπερόπτης, όπως τον ήξεραν, είχε αλλάξει τόσο πολύ. Εκτός όμως από αυτό, όλα εκείνα που τους εξιστορούσε για κάποιον άγνωστο που βρέθηκε κάποτε, στον πόλεμο, σε εκείνα τα μέρη και είχε γνωρίσει την ιστορία του από διηγήσεις πάλι, τους φάνταζε συναρπαστικό. 

 

Υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι κτισμένο στην κορυφή ενός λόφου. Ένας γέροντας πήγαινε κάθε μέρα με το μουλάρι του ν’ ανάψει την καντήλα, να σκουπίσει και να περιποιηθεί τις εικόνες. Μια τέτοια μέρα, λένε πως είχε σκοτεινιάσει ο ήλιος, έκανε κρύο και ο παραμικρός θόρυβος σε τρόμαζε, μια και η σκοτεινιά κράτησε πολύ ώρα.

Ο γέροντας πίσω από την κουρτίνα που χώριζε το Ιερό διέκρινε μια σκιά.

«Ποιος είσαι;» φώναξε. Αλλά δεν άκουσε τίποτε. Η σκιά δεν απάντησε. «Δεν θα φύγω αν δε μου πεις ποιος είσαι» ξαναείπε πιο δυνατά από την πρώτη φορά. Τότε είδε τη σκιά που γονάτισε και μετά έπεσε κάτω, εμπρός στην Άγια Τράπεζα. Ο γέροντας έκανε τον σταυρό του κι άνοιξε την κουρτίνα. Βρέθηκε μπροστά σ’ ένα νέο αδύνατο και χλωμό, πεσμένο στο κρύο τσιμέντο. Πήρε αμέσως το ζεστό λάδι απ’ την καντήλα κι άρχισε να του τρίβει τα χέρια και τα πόδια.

Ο νεαρός μετά από λίγο συνήλθε. Τον βοήθησε να σηκωθεί και τον ανέβασε στο μουλάρι του κι εκείνος μαζί του, με τα πόδια, κατέβηκαν το λόφο κι έφτασαν στο χωριό. Λένε μάλιστα πως έμεινε πολύ καιρό μαζί του.

 

Ο γέροντας ζούσε μόνος. Ένα δωμάτιο ήταν όλο κι όλο το σπίτι του, φτιαγμένο από πέτρα, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, το υπόλοιπο είχε καταστραφεί. Πήρε τα πράγματα του νεαρού και τα ‘βαλε πάνω σε μια καρέκλα και του πρόσφερε σούπα από ντομάτα, που είχε φτιάξει, κι ελιές. Έφαγε με βουλιμία. Του φάνηκε η πιο όμορφη σούπα που είχε δοκιμάσει ποτέ. Του ‘δωσε και παξιμάδια κι εκείνος τα βούτηξε μέσα στο ζουμί για να γίνει πιο πηχτό. Ο γέροντας κάθισε απέναντι του, έβαλλε σούπα και στο δικό του πιάτο και καθώς έτρωγε τον κοίταζε με περιέργεια.

«Πως σε λένε;» τον ρώτησε.

«Πέτρο».

«Από που είσαι;»

«Από τον Πειραιά».

«Από τον Πειραιά; Και που είναι αυτός ο Πειραιάς;»

«Άμα σου πω από την Αθήνα, είναι καλύτερα για να καταλάβεις;»

«Α...! Από την Αθήνα. Τώ...ρα κατάλαβα» είπε ο γέροντας και πήρε μια έκφραση ικανοποίησης, σα να λύθηκαν όλα τα προβλήματα του κόσμου.

Σταμάτησε για λίγο να τελειώσει την σούπα του και μετά συνέχισε τις ερωτήσεις. «Κι εδώ τι ήρθες να κάνεις; Μήπως σε κυνηγάει κανείς;» και μόνο μ’ αυτή τη σκέψη τρόμαξε. Γούρλωσα μάτια του, έβαλε το χέρι του μπρος στο στόμα του και στάθηκε ακίνητος. Μετά από λίγο σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο. Κοίταξε έξω με την άκρη του ματιού του, χωρίς να γυρίσει καθόλου το κεφάλι του. Αναστέναξε καθησυχαστικά κι έτσι ακίνητος όπως ήταν όρθιος, απέναντι από τον Πέτρο, περίμενε ν’ ακούσει.

«Μη φοβάσαι» του είπε εκείνος και γέλασε. «Έλα κάθισε να σου πω τι ήρθα να κάνω».

 Ο Πέτρος διηγήθηκε στον γέροντα ότι ακριβώς συνέβη. Κι εκείνος έβαλλε κρασί σε δυο πήλινα ποτήρια και ήπιαν στην επιτυχία αυτής της συνάντησης με την μάνα και τον πατέρα του που τόσο πολύ επιθυμούσε να γνωρίσει.

«Και πως λέγονται οι γονείς σου;»

«Δεν ξέρω το επίθετο. Μόνο τα μικρά τους ονόματα ξέρω. Γρηγόρης και Χαρίκλεια».       

            Όλο το απόγευμα, αλλά και μεγάλο μέρος της νύχτας πέρασε με το να διηγείται ο Πέτρος την ζωή του με τους θετούς του γονείς, το πόσο πολύ τον αγαπούσαν, και το πως πήρε αυτή την απόφαση. Ο γέροντας είχε στερεώσει το πηγούνι του, που δεν φαινόταν απ’ το παχύ του γένι, μέσα στη φούχτα του και άκουγε. Καμιά φορά σηκωνόταν έβαζε λίγο κρασί μέσα στα ποτήρια τους και ξανακαθόταν αλλάζοντας μόνο τη θέση του χεριού του.

            Το πρωί ο Πέτρος ξύπνησε πολύ νωρίς. Και πώς να μην ξυπνήσει; αφού τα δυο παράθυρα που είχε το πέτρινο δωμάτιο δεν είχαν παντζούρια. Ούτε καν τα δυο ξύλα που έβαζε κάθε βράδυ ο γέροντας δεν είχαν μπει. Τα είχε ξεχάσει με τη χθεσινή συζήτηση. Το φως πέρασε μέσα διάχυτο κι έλουσε το σπιτάκι. Άνοιξε τα μάτια του κι αμέσως τα ‘κλεισε πάλι. Του φάνηκε πως έβλεπε κάποιο όνειρο, την συνέχεια δηλαδή.

“Ήταν επάνω σε μια σχεδία, που έπλεε σε γαληνεμένη θάλασσα -στη θάλασσα του Πειραιά- ο ήλιος ήταν δυνατός και οι ακτίνες του χρύσιζαν τα νερά της. Από πάνω του δεν υπήρχε ουρανός. Δεν υπήρχε τίποτε κι εκείνος προχωρούσε. Από πίσω του μόλις πια μπορούσε να διακρίνει το λιμάνι, ενώ μπροστά του φαινόταν ένα νησάκι καταπράσινο, με πέτρινα σπίτια. Εκεί θ’ άραζε τη σχεδία του.”

Κάποιο απ’ αυτά τα σπιτάκια νόμιζε πως έβλεπε μέσα στο όνειρο του. Δεν ήταν όμως όνειρο. Άνοιξε τα μάτια του, τα έτριψε καλά καλά με τα χέρια του και  κοίταξε γύρω του και τότε... συνειδητοποίησε που βρισκόταν.

 Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα σιδερένιο ντιβάνι. Το σώμα του πονούσε και τα πόδια του τα ένοιωθε πολύ κρύα, αφού η λεπτή κουβέρτα που είχε σκεπαστεί ήταν κοντή και δεν έφτανε μέχρι κάτω. Το δωμάτιο ήταν πέτρινο και σε μερικά σημεία υπήρχαν κενά, όπου κάποιο μαμούδι μπαινόβγαινε ανενόχλητο. Ποτέ δεν είχε δει τέτοιο μαμούδι. Και στο παράθυρο που ήταν πλάι του, μια στρατιά από μερμήγκια παρέλασαν μπροστά του. Κάθε καλοκαίρι που πήγαινε κι έμενε στο σπίτι της Μίνας, στην εξοχή, δεν είχε δει τόσα μερμήγκια. Ίσως τελικά έπρεπε να γυρίσει πίσω. Αλλά έτσι θα ζήσει τη ζωή του; Τη μια μέρα θα θέλει το ένα και την άλλη θα το μετανιώνει; Α! Όχι δε μεγάλωσε έτσι. 

Έπρεπε τελικά να το συζητήσει με την μητέρα του πρώτα-ποια μητέρα του;- αφού δεν ήταν δική του. Το είπε στη Μίνα. Αλλά τι ήξερε εκείνη; Ένα μικρό κορίτσι ήταν. Δεν μπορεί να είχε κρίση. Για μια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα πως ίσως τον ψάξουν να τον βρουν. Σίγουρα η Μίνα θα τους το ‘λεγε και τότε αυτός τι θα ‘κανε; Θα γύριζε; και η οικογένεια του; Η αληθινή του οικογένεια δηλαδή. Γι’ αυτούς που ήρθε ως εδώ; Ίσως είχε κι αδέλφια, όπως η Μίνα. Ίσως είχε κι αυτός γιαγιά.   

Άφησε όλα τα ωραία χρόνια που έζησε κοντά  σ’ αυτούς, που νόμιζε για γονείς του και τώρα; άνοιγε μια καινούρια σελίδα στη δική του ζωή. Το ‘ξερε καλά και δεν το μετάνιωνε. Δεν είχε το δικαίωμα να το μετανιώσει. Είχε μάθει να ζει μέσα στις ανέσεις και τώρα; βρέθηκε σ’ ένα κόσμο τόσο διαφορετικό απ’ αυτόν που ήξερε.

Ποτέ δεν είχε σηκωθεί χαράματα, παρά μόνο αν ήταν να πάνε καμιά εκδρομή.

Ποτέ δεν είχε κοιμηθεί σε τόσο σκληρό στρώμα.

Ποτέ δεν φοβήθηκε τόσο όσο χθες, όσο τώρα και ίσως όσο θα φοβάται από δω και στο εξής.

            Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Σε αρκετή απόσταση απ’ εκεί που βρισκόταν φαινόταν η λίμνη, γαλήνια, αν άπλωνε το χέρι του κι έφτανε να τη χαϊδέψει θα ήταν ίσως απαλή όπως το βελούδο. Έτσι έλεγε πάντα η Μίνα, πως το βελούδο είναι το πιο απαλό πράγμα. Μπήκε πάλι μέσα και πήρε το βιολί του, ήθελε να παίξει, να ξανανιώσει μέσα στην ψυχή του κάτι απ’ αυτά που άφησε πίσω. Το ήξερε πως από εδώ κι εμπρός θα ήταν το μόνο που θα τον συνέδεε μ’ εκείνο το σπίτι.

Προχώρησε ως τις καλαμιές. Κάθισε κάτω. Θυμήθηκε τη θάλασσα του Πειραιά, το λιμάνι, τους δρόμους. Ένιωσε να σέρνεται πίσω από μια μεγάλη επιθυμία. Αν το είχε συζητήσει με τη “μητέρα” του, ίσως τότε να μην έφευγε ποτέ, γιατί δεν θα άντεχε να τη βλέπει να κλαίει ή να του ζητά να μείνει κοντά τους κι αν δεν του έλεγε τίποτε; Τότε πάλι πια θα ήταν η θέση του; Θα πίστευε πως δεν τον θέλουν, όπως η Μίνα.

Οι σκέψεις τάρασσαν την ψυχή του αλλά ήξερε πως θα γαλήνευε μόνο όταν θα συναντούσε την δική του μάνα. Ονειρευόταν την στιγμή που θα τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και δεν θα υπήρχε πιο ζεστή αγκαλιά από την δική της.  

Ένα ελαφρύ αεράκι που ήρθε πήρε τους στοχασμούς του μακριά. Ο ήλιος άρχισε να φαίνεται μεγαλόπρεπος. Το πορτοκαλί του χρώμα γέμισε κάθε γωνιά των μικρών δρόμων του χωριού. Ο Πέτρος σηκώθηκε όρθιος. Πήρε το βιολί και το δοξάρι στο χέρι του. Μέσα σ’ αυτή την μοναδική αρμονία των χρωμάτων, μπροστά στην γυαλιστερή λίμνη, κάτω απ’ τον γαλανό ουρανό άρχισε να παίζει και οι νότες ενώθηκαν με το κελάηδημα των πουλιών συνθέτοντας έτσι μοναδικές μελωδίες. Τα μάτια του δάκρυσαν. Θυμήθηκε την Μίνα που τις έπαιζε βιολί κι εκείνη χόρευε. Σαν οπτασία του φάνηκε πως παρουσιάστηκε μπροστά του. Εκείνος έπαιζε για εκείνη, κι εκείνη χόρευε για εκείνον, ασταμάτητα. “Είσαι μοναδικός Πέτρο. Θα μου παίζεις πάντα;” “Αν θα μου χορεύεις πάντα, εγώ θα παίζω”. Τα χείλη του ζάρωσαν σε αυτές τις θύμισες και τα δάκρυα του κύλησαν ελεύθερα.     

Από μακριά ακούστηκαν βαριά και αργά τα βήματα του γέροντα. Σταμάτησε ν’ ακούσει, δεν προχώρησε. Εκείνος συνέχιζε να παίζει, όρθιος, μπροστά στο φως, μπροστά στο όραμα του, βυθισμένος στις σκέψεις του. Κάποια στιγμή όταν κατάλαβε την παρουσία του διέκοψε και μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο τον κοίταξε.

«Μη σταματάς. Συνέχισε. Είναι τόσο όμορφα!» Κι εκείνος συνέχισε όχι γιατί του το είπε ο γέροντας αλλά γιατί δεν ήθελε να χάσει αυτό συναίσθημα του πόθου που είχε για εκείνη, κι ας μην της το είχε πει ποτέ. Τώρα όμως θα μπορούσε πια. Αν του έλεγε να μείνει. Αν μου έλεγες να μείνω Μίνα, θα έμενα κοντά σου, είπε από μέσα του.

Ο γέροντας προχώρησε σχεδόν στις μύτες των ποδιών του με ένα ποτήρι γάλα στο ένα του χέρι και παξιμάδια στο άλλο. Κάθισε κάτω από τον μεγάλο πλάτανο και με τα μάτια ορθάνοιχτα κοίταζε τον Πέτρο. Ο ήλιος χρύσιζε τα μαλλιά του καθώς έριχνε τις ακτίνες πάνω τους κι εκείνος όρθιος με μια μακριά νυχτικιά που του είχε δώσει ο γέροντας με το δοξάρι να γλιστρά πάνω στις χορδές έμοιαζε με άγγελος που κατέβηκε στην Γη να παίξει βιολί. «Μνήσθητι μου Κύριε. Ποιος είσαι;» φώναξε τρομαγμένος και συνεπαρμένος  ο γέροντας από αυτό που έβλεπε κι έκανε τον σταυρό του.  Η φωνή του αντήχησε κι έκανε τον Πέτρο να σταματήσει και να τον πλησιάσει.

«Παππούλη; Τι έπαθες;»

«Τίποτε παιδί μου. Τίποτε δεν έπαθα» απάντησε και ξεροκατάπιε. Μετά άγγιξε ο βιολί και το χάιδεψε. «Πως το λένε;»

«Βιολί».

«Είναι όμορφο. Εγώ δεν ξέρω από τέτοια πράματα. Εγώ ξέρω μόνο από Λειτουργιές, και από κότες. Ε… Φτιάχνω και ψωμί».

Ο Πέτρος χαμογέλασε και κάθισε κι εκείνος μαζί του να πάρει το πρωινό  που του το είχε ετοιμάσει τόση ώρα πριν ο γέροντας. Μια μύγα που έπεσε στο ποτήρι του τον έκανε να μην μπορεί να το πιει, αλλά ντράπηκε να το χύσει, απλά κοίταζε. Ο γέροντας το κατάλαβε, έβαλε τα χοντρά του δάκτυλα μέσα και τράβηξε την μύγα.

 «Έλα πιες το τώρα καθαρό είναι» του είπε.

Ο Πέτρος τον κοίταξε και… το ήπιε. Τώρα, έπρεπε να μάθει να ζει και με τα ζουζούνια. Θυμήθηκε όταν πήγαινε σχολειό, τον δάσκαλο του. Τον χτύπησε με την βέργα στις παλάμες για τιμωρία, επειδή φλυαρούσε με τον φίλο του και δεν δεχόταν να αλλάξει θρανίο, ξέχωρα που παραπονιόταν πως δεν έφταιγε εκείνος και ότι του μίλαγε ο άλλος και αναγκαζόταν να απαντάει. Τότε “η μητέρα του” του είχε πει: «Πέτρο να μη παραπονιέσαι γιατί εσύ διάλεξες να κάθεσαι μαζί του κι όταν επιλέγουμε ένα τρόπο ζωής δεν πρέπει να παραπονιόμαστε. Δεχόμαστε τις οποιεσδήποτε συνέπειες». Λες και το ήξερε πως θα ερχόταν η στιγμή αυτή, που θα ήταν μόνος και θα έπρεπε να δεχτεί την νέα πραγματικότητα με οποιοδήποτε τίμημα.

«Θύμισέ μου πάλι πως είπες πως λέγονται οι γονείς σου;»

«Γρηγόρης και Χαρίκλεια» αποκρίθηκε και άνοιξε τα μάτια του διάπλατα.

«Από σήμερα θα αρχίσω το ψάξιμο. Κάποιος κάτι θα ξέρει».

«Μου λες αλήθεια;»

«Δεν ξέρω να λέω ψέματα γιέ μου. Μόνο πρέπει να έχεις υπομονή. Αν άκουσες καλά να ξέρεις πως η λίμνη είναι πολύ μεγάλη. Μπορεί να μένουν απ’ την άλλη μεριά. Σήκω να δεις μέχρι που φτάνει». Ο Πέτρος σηκώθηκε και κοίταξε πέρα μακριά.

«Το βλέπω. Το ξέρω. Αλλά όπου κι αν είναι εγώ θα πάω».

Οι μακρινοί θόρυβοι που ακολούθησαν κι έμοιαζαν να πλησιάζουν, γέμισαν την ησυχία. Παιδιά ανέμελα έτρεχαν στους χωματένιους δρόμους. Έπαιζαν παιχνίδια ή σκαρφάλωναν στους κορμούς των δένδρων. Για τον Πέτρο ξεκίνησε μια καινούρια μέρα. Η πρώτη μέρα της νέας του ζωής. Αλλά και η Μίνα, στην άλλη άκρη, ξεκίνησε να κτίζει τον δικό της κόσμο.

Ο γέροντας στήριξε και προστάτεψε τον Πέτρο. Σαν παιδί του τον είχε, όπου κι αν βρισκόταν ρωτούσε για κάποιον Γρηγόρη και για κάποια Χαρίκλεια. Και ζητούσε από όλους αν μάθουν τίποτε να τον ειδοποιήσουν. Ο Πέτρος βρήκε μια δουλίτσα στο μπακαλικάκι του μεγάλου δρόμου, έμαθε και μερικές δουλειές του χωραφιού κι έτσι βοηθούσε τον γέροντα σε όλες τις δουλειές. Πήγαιναν μαζί στην εκκλησία, καθάριζε κι εκείνος, άναβε την καντήλα και κρατούσε και το καλάθι με το αντίδωρο. Μέσα απ’ αυτές τις γνωριμίες που απέκτησε, προσπαθούσε να μάθει κι εκείνος οτιδήποτε θα του ήταν χρήσιμο. Όλοι προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν, ώστε να βρεθεί μια άκρη.    

            Είχε καλοκαιριάσει. Η ζέστη ήταν αφόρητη και μερικές φορές η υγρασία σχημάτιζε πάνω απ’ τη λίμνη ένα πυκνό σύννεφο, σαν ομίχλη, που μόνο ο ήλιος, όταν θα έβγαινε πια και θα έφτανε στη μέση του ουρανού, θα το διέλυε. Κανένας δε μπορούσε να κοιμηθεί. Τότε ο Πέτρος έπαιρνε το βιολί του και περπατώντας στους στενούς χωματένιους δρόμους, έπαιζε μπροστά σε κάθε σπιτάκι, σε κάθε αυλή, δημιουργώντας έτσι ευχάριστες στιγμές που κανένας ποτέ δεν ξέχασε.

 

Συνεχίζεται

Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου 2020

All rights reserved

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου