Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
18η συνέχεια
Ο πόλεμος του 1940 ξεκίνησε με την εισβολή των Ιταλών
και ο Απρίλιος του 1941 όταν πια μπήκαν
οι Γερμανοί στη χώρα μας η Μαγδάλω ήταν έγκυος. Ο Πέτρος θα γινόταν πατέρας.
Και οι δυο μαζί έκαναν όνειρα για το παιδάκι που θα γεννιόταν κι έκτιζαν αργά
αλλά με αγάπη το μέλλον τους. Πόσες φορές θυμήθηκε την Μίνα, όταν ήταν μωρό, κι
όταν μεγάλωσε που έγραφε ιστορίες και του τις έδειχνε κι αυτός έγραφε μουσική,
και ύστερα που του χόρευε, κι αυτός συνέχιζε να γράφει για κείνη. Αμέτρητες
φορές αναπολούσε εκείνα τα χρόνια της ζωής του, που τώρα πια με την καινούρια
του οικογένεια φάνταζαν κάτι ψεύτικο που υπήρχε μόνο στην φαντασία του και δεν
το έζησε ποτέ.
Επειδή δεν μιλάς σε κανέναν για την ζωή σου, δε θα πει
πως δε νοιάζεσαι γι’ αυτούς που άφησες πίσω σου. Απλά φοβάσαι τις ερωτήσεις και
πιο πολύ τις απαντήσεις που πρέπει να δόσεις. Γι’
αυτό κι εκείνος δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν να τον ρωτήσει οτιδήποτε. Έλεγε
μόνο αυτά που ήθελε να ξέρουν οι άλλοι κι όταν ένοιωθε την ανάγκη να μείνει
μόνος, έπαιρνε το βιολί του κι έπαιζε ή σχημάτιζε πεντάγραμμα σε φύλλα χαρτιού
κι έγραφε νότες συνθέτοντας μοναδικές μελωδίες και γυρνούσε πάλι πίσω, στο
μακρινό χθες.
Μια μέρα τον είδε ένας Γερμανός όρθιο, μπροστά στον
δυνατό ήλιο να παίζει βιολί, που μαζί με τους απαλούς ήχους του βουνού έμοιαζαν
με ορχήστρα ενώ οι ακτίνες του καθώς έπεφταν πάνω του χρύσιζαν τα μαλλιά του
και για μια ακόμα φορά φάνταζε σαν άγγελος. Έτσι τον φαντάστηκε και ο Γερμανός
όπως ο γέροντας, σαν άγγελο. Από τότε, κάθε φορά που εκείνος έπαιζε βιολί
στέκονταν να τον ακούσουν και να απολαύσουν αυτές τις υπέροχες συνθέσεις του.
Violinist* τον φώναζαν
κι όποτε περνούσαν από πλάι του, τον χαιρετούσαν στρατιωτικά κι εκείνος
ανταποκρινόταν στον χαιρετισμό. Του ζητούσαν να παίξει κάτι γι’ αυτούς κι
εκείνος έπαιζε. Ακόμα και το βιολί του τους δάνειζε ή στεκόταν στο κέντρο της
πλατείας κι έπαιζε για να τους διασκεδάσει. Πέραν όμως από αυτό που έβλεπαν στα
μάτια του Πέτρου υπήρχε και κάτι άλλο, η αγάπη για ελευθερία. Η πρώτη
συνεννόηση για να αντισταθούν απέναντι στους Γερμανούς έγινε μαζί με τον
δάσκαλο, ο οποίος μάζεψε αρκετούς, κυρίως νέους, σ’ έναν απελευθερωτικό αγώνα.
Όλοι το ‘ξεραν πως θα συναντούσαν τεράστιες δυσκολίες, κακουχίες και απώλειες,
αλλά θα έπρεπε να υπάρχει και πλήρη μυστικότητα. Ο Πέτρος ήξερε καλά Γερμανικά
κι αυτό τον βοηθούσε να δείχνει φίλος των Γερμανών. Τους απασχολούσε παίζοντας
βιολί η πίνοντας κανένα ουζάκι στον καφενείο του κυρ Κώστα.
Κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί, πως το
σπίτι του, ακόμα και το μαντρί που κάποτε είχε μπει για να προφυλαχτεί από την
καλοκαιρινή μπόρα, είχαν γίνει κρησφύγετα αλλά και το μέρος, που κανόνιζαν τις
εξορμήσεις τους. Κατάφερνε να μαθαίνει τις κινήσεις του εχθρού κι έδινε
πληροφορίες στον αρχηγό της ομάδας που είχε δημιουργήσει ο δάσκαλος κι έτσι οι
επιχειρήσεις των Γερμανών πάντα αποτύγχαναν.
Εκείνο το χωριό ποτέ δεν το πείραξε κανείς. Αντίθετα μάλιστα, ήταν το
μόνο ήσυχο και σίγουρο μέρος όλης της περιοχής και συνέχισε να είναι το ίδιο
ήσυχο και μετά που πέθανε ο Πέτρος, πολύ πριν τελειώσει ο πόλεμος και φύγουν οι
κατακτητές.
Είχε πια
καλοκαιριάσει σε δυο μήνες η Μαγδάλω θα έφερνε στον κόσμο το μωρό τους. Κάτι
σαν όνειρο ήταν και για εκείνη και για τον Πέτρο.
«Πέτρο βάλλε το χέρι σου στην κοιλιά
μου να δεις πως κάνει».
«Θα του μάθω να παίζει βιολί».
«Πόσο χαίρομαι. Από τότε που σε
γνώρισα Πέτρο άρχισα να χαίρομαι την ζωή μου».
«Κι εγώ. Το πιστεύεις έτσι δεν
είναι;»
«Το πιστεύω» είπε χωρίς σιγουριά.
«Τόσο καιρό και δεν μιλάς καθόλου για τα μέρη που άφησες. Δεν νοσταλγείς;»
«Μαγδάλω στο έχω ξαναπεί, έφυγα από
τον Πειραιά για να βρω την μάνα μου. Είναι πολύ μακριά ο Πειραιάς. Δεν θα
ξαναπάω».
Πέρασαν μέρες με αυτό το πιστεύω
μέσα στην ψυχή του. Ο Πειραιάς, η Μίνα, “οι γονείς” του, όλους όσους είχε
γνωρίσει έφευγαν σιγά σιγά απ’ το μυαλό του. Τώρα είχε άλλα πράγματα να σκεφθεί
που τον απασχολούσαν, την γυναίκα του, το μωρό τους, τον πόλεμο, την δική του
μητέρα. Ήταν πολλά και συσσωρευμένα μέσα στο μυαλό του, ανακατωμένα. Δεν υπήρχε
άλλη λύση παρά να μείνει εκεί, σε εκείνο το χωριό που αποφάσισε να δημιουργήσει
την ζωή του.
Ήταν απόγευμα και ήρθε χαρούμενος να
πει τα νέα στην Μαγδάλω. Ένοιωθε ευτυχισμένος. Έτρεξε στο σπίτι, την αγκάλιασε
και απ’ την συγκίνηση που είχε δεν μπορούσε να μιλήσει. Είχε περάσει πια τόσος
καιρός, και είχαν μεσολαβήσει τόσα γεγονότα που το τελευταίο που σκεπτόταν ήταν
η μάνα του, αν θα την έβλεπε ποτέ, κι αν; Αν θα τον αναγνώριζε. Ήταν τόσο
μικρούλης όταν τον πήραν οι θείοι της Μίνας. Ίσως να μην τον γνώριζε. Ίσως να
μην τον ήθελε. Τώρα έφτασε η στιγμή να το μάθει και να σταθεί δυνατός σε
οτιδήποτε ακούσει.
«Τι σου συνέβη Πέτρο;» έκανε η
Μαγδάλω απορημένη γιατί πρώτη φορά είδε το πρόσωπο του να λάμπει, αλλά και
προβληματισμένο.
«Άκουσα πως σ’ ένα χωριό στην άλλη πλευρά
υπάρχει το όνομα που ζητώ».
«Αλήθεια μου λες;»
«Αλήθεια! Θα πάω να την βρω». Πήρε
την γυναίκα του στην αγκαλιά του, και ύστερα κράτησε μέσα στις φούχτες του το
πρόσωπό της. «Μαγδάλω» της είπε.
«Πρέπει. Πρέπει να μάθω. Δεν μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου χωρίς να
ξέρω».
Ένα και…
ακούστηκε από το στόμα της που έσβησε αμέσως αφού ο Πέτρος δεν την άφησε να
συνεχίσει.
« Συνεννοήθηκα και θα πάω με κάποιους Γερμανούς μαζί».
«Φοβάμαι Πέτρο. Αν έχουν καταλάβει
κάτι θα θελήσουν να σε εξοντώσουν».
«Όχι Μαγδάλω. Μη φοβάσαι. Θα πάω και
θα γυρίσω μαζί τους. Θα το δεις».
Έφυγε την άλλη μέρα αργά τ’ απόγευμα,
με τα στρατιωτικά τους οχήματα.
Ήταν νύχτα,
πανσέληνος, ο ουρανός ολοκάθαρος, κανένας θόρυβος. Όλα ησύχαζαν, μόνο η Μαγδάλω
περίμενε... Κάποια στιγμή απ’ το παράθυρο της τον είδε από μακριά, με το βιολί στον
ώμο. Είχε σηκώσει το χέρι του σαν να την χαιρετούσε. Αλλά κάπου σκόνταψε κι
έπεσε. Εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο
έτρεξε στον αδελφό της που κοιμόταν, τον σκούντησε και ψιθύρισε κοντά στο αφτί
του, να μη ξυπνήσει τη μάνα.
«Φώτη ξύπνα, ο Πέτρος. Ήρθε ο Πέτρος» και βγήκε
γρήγορα έξω.
Ο Φώτης
σηκώθηκε και την ακολούθησε. Τον βρήκαν μπρούμυτα πεσμένο στο έδαφος, και οι
δυο μαζί τον έσυραν ως το κατώφλι του σπιτιού και τον γύρισαν ανάσκελα. Μια
γραμμή από αίμα γράφτηκε πάνω στο χώμα κι εκεί κάτω απ’ το δυνατό φως του
φεγγαριού είδαν, πως δεν ήταν ο Πέτρος. Ένας νέος Γερμανός στρατιώτης ήταν, με
το βιολί του Πέτρου.
Η Μαγδάλω σήκωσε το κεφάλι της ψηλά κι έβγαλε μια
κραυγή. Μετά έκλεισε τα μάτια του στρατιώτη κι ακούμπησε το κεφάλι του στο
στήθος της. Αισθάνθηκε ένα κόμπο στο λαιμό της. Η αναπνοή της κοβόταν. Κοίταξε
τον Φώτη, κάτι πήγε να πει αλλά δεν μπόρεσε κι άρχισε να κλαίει, κι ήταν η
πρώτη φορά που έκλαψε.
Έκλαψε για τον πατέρα της, για την άρρωστη μάνα.
Έκλαψε για τον σακάτη αδελφό, για τον Πέτρο που δεν θα τον έβλεπε ξανά, ακόμα
και για τον νεαρό Γερμανό στρατιώτη έκλαψε.
{*}
Η Μίνα μέρες δεν μπορούσε να ησυχάσει κι εκείνο το
βράδυ, μόλις είχε κλείσει τα μάτια της, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο και τρόμαξε.
Νόμιζε πως είχε δει όνειρο αλλά ίσως να ήταν κάτι που έζησε.
“Ο ουρανός ήταν όμορφος κι ένα δυνατό φως ερχόταν απ’
το βάθος του επάνω της. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και προχώρησε ως την πόρτα,
βγήκε έξω κι άφησε τον εαυτόν της να ταξιδέψει σε μέρη που δεν υπάρχουν σύννεφα
και να φτάσει το φως. Είδε το σώμα της πάνω απ’ τη Γη, πάνω κι απ’ εκείνη την
ίδια.”
Έμεινε πολύ ώρα με τα μάτια ανοιχτά, μήπως και
συνηθίσει το σκοτάδι. Μετά σηκώθηκε, ξυπόλητη προχώρησε ως το παράθυρο, ήθελε
να δει το λιμάνι. Προσπάθησε πίσω απ’ τα παντζούρια και τα σκούρα χαρτιά που
είχαν τα τζάμια να διακρίνει κάτι, οτιδήποτε. Το κεφάλι της πόναγε. Τα χέρια
της έτρεμαν. Είχε ζέστη κι εκείνη κρύωνε. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της. Ήθελε
να φωνάξει δυνατά, να βγει έξω και να τρέξει. Να δει τ’ αστέρια, να δει το
φεγγάρι να γυαλίζει μέσα στα νερά. Να συναντήσει τον Πέτρο. Ίσως… τον
συναντούσε. Έμεινε έτσι ακουμπισμένη στο παράθυρο ως το πρωί. Και μόνο όταν
κατάλαβε πως ξημέρωσε, επέστρεψε στο κρεβάτι της. Ξάπλωσε, γύρισε μπρούμυτα και
συνέχισε να κλαίει, χωρίς να ξέρει γιατί.
{*}
Ο κεντρικός δρόμος του χωριού
περνούσε μέσα από πλατάνια, που πίσω απ’ τους χοντρούς κορμούς τους μπορούσαν
να κρυφτούν αυτοί που ήθελαν να κτυπήσουν γερμανικά οχήματα και μετά να χαθούν
μέσα στις ρεματιές. Κι αυτή η μέρα δεν άργησε να ‘ρθει.
Ο Πέτρος ανέβηκε σ’ ένα απ’ τα
στρατιωτικά τζιπ και παρέα με τους Γερμανούς, όρθιος στο πίσω κάθισμα, έπαιζε
βιολί. Στη μεγάλη στροφή τους περίμεναν. Το σύνθημα δόθηκε. Μία έκρηξη κι όλα
τέλειωσαν. Κανείς δεν γνώριζε πως ήταν κι εκείνος. Νόμιζαν πως ήταν μόνο ο
εχθρός.
Ένας νεαρός
Γερμανός μόνο γλίτωσε, βαριά χτυπημένος κι αυτός. Περίμενε αρκετή ώρα, μετά
σύρθηκε στο έδαφος ως τον Πέτρο. Έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο του, ακούμπησε
πάνω του. Προσπάθησε να καταλάβει...ήταν νεκρός. Πήρε το βιολί και με μεγάλη
δυσκολία, γεμάτος αίματα, άρχισε να προχωρά μέσα απ’ τα μονοπάτια, να μη τον
δει κανείς, σέρνοντας τα πόδια του, σκοντάφτοντας, πέφτοντας πάνω στους
θάμνους. Ήθελε να φτάσει στο σπίτι του Πέτρου, να παραδώσει το βιολί στην
Μαγδάλω. Δεν πρόλαβε. Έπεσε κάτω πριν καταλάβει πως εκείνη τον είδε. Κι ήταν
ένα νεαρό παιδί μόνο.
ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ
Ο Βάσως Πρίγκηπας συνέχισε να
διηγείται.
Σ’ εκείνο το χωριό έκανα το αγροτικό
μου. Την πλατεία του την έχουν ονομάσει «Πλατεία
του βιολιστή» κι έχουν φτιάξει ένα άγαλμα.
Τον Πέτρο να
παίζει βιολί.
Η Μαγδάλω προσπάθησε να βρει τους γονείς του. Με την
βοήθεια του δάσκαλου πήγαν σ’ εκείνο το χωριό. Και πραγματικά γνώρισαν μια
γυναίκα που την έλεγαν Χαρίκλεια. Ζούσε μαζί με την αδελφή της, και οι δυο
ανύπαντρες. Το όνομα ήταν απλά μια σύμπτωση. Για την οικογένεια του στον
Πειραιά δεν μπόρεσε κανείς να μάθει τίποτε, μια και κράτησε τόσο μυστική τη ζωή
του. Η γυναίκα του γέννησε ένα κοριτσάκι που το ονόμασε Χρυσή γιατί είχε ξανθά
μαλλιά όπως το χρυσάφι, σαν τα μαλλιά του Πέτρου.
Η Μαγδάλω
μετά το τέλος του Πέτρου μαράζωσε. Όταν πέθανε η μητέρα της ούτε στην κηδεία
της δεν μπόρεσε να πάει. Τα πόδια της έτρεμαν και όλο και αδυνάτιζε. Πέθανε από
ανακοπή καρδιάς. Η Χρυσή μεγάλωσε μαζί με τον θείο της, τον Φώτη, ο οποίος και
την συνόδεψε στην εκκλησία την ημέρα του γάμου της. Είχαν περάσει ήδη είκοσι
χρόνια. Μόνο που ο γαμπρός δεν ήταν απ’ τα μέρη τους, αλλά από μια άλλη
περιοχή, άγνωστος. Κανείς δεν τον ήξερε. Και η Χρυσή τον γνώρισε στο πανηγύρι. Δυο
χρόνια μετά γεννήθηκε η Κρυστάλλω. Όσο ζούσε ο θείος της ο άντρας της φερόταν
αρκετά καλά, μετά τον θάνατό του όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ζητούσε από την
Χρυσή να του χαρίσει τα κτήματα εκείνη αντιδρούσε και πολλές φορές την
έδερνε. Κι έτσι κάποια μέρα που έλλειπε, πήρε την
Κρυστάλλω κι έφυγαν. Προστασία βρήκε στο σπίτι μιας δασκάλας ανύπαντρης. Αυτή
μάλιστα κανόνισε και το διαζύγιο της. Μετά όμως από καιρό πήρε μετάθεση κι
αναγκάστηκε να φύγει. Ζήτησε απ’ τη Χρυσή να πάνε μαζί της, εκείνη όμως δεν
ήθελε, ήταν σκληρή γυναίκα σαν τη μάνα της και τα κατάφερε μια χαρά. Έμεινε στο
πατρικό της, μαζί με την κόρη της, μέχρι που έγινε πέρσι αυτή η καταιγίδα και
γνωριστήκαμε.
⁂
Εδώ τέλειωσε
η διήγηση του Βάσου. Όλοι έμειναν
ακίνητοι χωρίς να μιλούν με τα μάτια τους στυλωμένα κάπου απροσδιόριστα. Κάποια
στιγμή μόνο ο Στέφανος τεντώθηκε λίγο, όπως κάνουμε όλοι ασυναίσθητα μετά το
τέλος κάποιας κινηματογραφικής ταινίας στο σινεμά και περιμένουμε να ανάψουν τα
φώτα.
Τελικά ίσως
ο Πέτρος να είχε ακούσει κάτι λάθος κι αν η Μίνα έλεγε τι της είχε εκμυστηρευθεί,
η “μητέρα του” θα έψαχνε να τον βρει όπου και να ήταν, και ίσως... να γύριζε.
Και σίγουρα θα εύρισκε και την πραγματική του μητέρα, με την βοήθεια των θετών
του γονιών, αφού τόσο το επιθυμούσε.
Η Λένα
σηκώθηκε, όρθια. Κοίταξε με μια γρήγορη ματιά και τους πέντε και σταμάτησε το
βλέμμα της στον Πρίγκιπα λέγοντας του.
-Ο Πέτρος ο βιολιστής ξέρεις ποιος
ήταν;
-Ποιος ήταν; ρώτησε ο Βάσως.
-Ο ξάδελφος της γιαγιάς μου,
αποκρίθηκε εκείνη.
- Τι είπες;
-Πώς το ξέρεις;
-Τι πράγμα; ξάδελφος της γιαγιάς σου;
-Αλήθεια λες; ακούστηκαν διάφορα απ’ όλους μαζί και
φάνηκε κάτι σαν οχλαγωγία και απορία μαζί να πλανάται μέσα στην παρέα.
Με γρήγορα βήματα η Λένα προχώρησε ως το δωμάτιο της
και σε λίγο επέστρεψε κρατώντας στα χέρια της ένα κουτί από κόκκινο βελούδο. Το
άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα μπλε τετράδιο.
-Το
τετράδιο αυτό μου το χάρισε η γιαγιά μου όταν έμεινε μαζί μας. Τότε που
μπέρδευε την αλήθεια με τα όνειρα και μου είπε πως εδώ είναι γραμμένη «η ζωή».
Χωρίς
καθυστέρηση άρχισε να το ξεφυλλίζει και δείχνοντας το στην Κρυστάλλω που
φαινόταν να τα ‘χει χαμένα της είπε. Εδώ γράφει για τον παππού σου! Για κοίτα!
Εδώ... κι εδώ... και με το δάκτυλο της, της έδειχνε όπου έγραφε για τον Πέτρο.
Μετά απευθύνθηκε στους άλλους της παρέας λέγοντας τους.
Αυτός ήταν ο
Πέτρος ο ξάδελφος της γιαγιάς μου, που δεν αποχωριζόταν ποτέ το βιολί του, που
έφυγε απ’ τον Πειραιά να βρει τους γονείς του, που τον έβλεπε μέσα στις
αστραπές, ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, που τον συναντούσε στα όνειρα της.
-Μπορώ να το διαβάσω; ρώτησε η
Κρυστάλλω και το πήρε στα χέρια της.
-Και βέβαια μπορείς, όλοι μπορούν.
-Θα ήθελα κι εγώ να το διαβάσω. Να
μάθω για τη ζωή της, είπε η Μαίρη. Η μητέρα μου μας μίλαγε συχνά για το
θεατρικό έργο που είχε γράψει.
Η Λένα την κοίταξε, της χαμογέλασε
και μετά είπε σε όλους.
-Τη μέρα που μου ‘δωσε αυτό το
τετράδιο ήμασταν πάνω στην σοφίτα. Της άρεσε πολύ να κάθεται εκεί. Τις πιο
πολλές φορές μάλιστα την έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα της κι όταν ξύπναγε μου
έλεγε το όνειρο που είδε και μου το διηγούταν τόσο παραστατικά που νόμιζες πως
ζούσες εκεί, μέσα στο όνειρο.
Θυμάμαι μου
είχε κάνει εντύπωση το βελούδινο κουτί κι εκείνη τότε μου διηγήθηκε μια
ιστορία.
~~~ ~~~ ~~~
«Γιαγιά τι ωραίο κουτί!»
«Αυτό είχε κάποτε σοκολατάκια. Τώρα
έχει το τετράδιο μου».
«Που το βρήκες;»
«Οι Γερμανοί ήδη είχαν καταλάβει την
Ελλάδα. Εγώ πια δεν φοβόμουν το σκοτάδι και κατέβηκα στο υπόγειο. Είχα
πλησιάσει τη σιδερένια πόρτα του και κοίταζα μέσα απ’ τα κάγκελα το δρόμο με
προσοχή, να μη με πάρει είδηση κανείς και με ρωτήσει. Τι κοιτάς; Ξαφνικά άκουσα
κάποιο θόρυβο. Γύρισα το κεφάλι μου απότομα. “Ποιος είναι;” ρώτησα. Δεν πήρα
καμιά απάντηση.
Άνοιξα τα μάτια μου και προσπαθούσα να δω μέσα στο
σκοτάδι. Μήπως είχε γυρίσει ο Πέτρος. Τέντωσα τ’ αυτιά μου, μήπως και ακούσω
καλύτερα. Τίποτε, απόλυτη ησυχία. Μετά όμως από λίγο κάποιος μου μίλησε.
“Σε παρακαλούμε μη φωνάξεις, δε θα
σου κάνουμε κακό. Μας κυνηγούν οι Γερμανοί και ζητούμε για λίγες μέρες κάπου να
κρυφτούμε.”
Τα γόνατα μου λύγισαν. Η φωνή μου
δεν έβγαινε. Από μόνη μου έβαλα τα δάκτυλα μου στα χείλη μου και τα κρατούσα
σφιχτά για να μη φωνάξω και με σκοτώσουν. Ανέβηκα τις σκάλες του υπογείου σιγά
σιγά, τα πόδια μου έτρεμαν. Μπήκα στο δωμάτιο μου και κάθισα πάνω στο κρεβάτι
μου, σχεδόν δεν ανέπνεα. Δεν πέρασε πολύ ώρα και μπήκαν η Σοφούλα με τη Λευκή.
“Τι κάθεσαι έτσι σαν το Βούδα;” με ρώτησαν κι έβαλαν τα γέλια. Εγώ όμως δε
γέλαγα.
Μετά από λίγο
μας φώναξε ο πατέρας μου να μας πει πως κάποιοι χτύπησαν μια Γερμανική περίπολο
και να είμαστε πολύ προσεκτικές. Ο πατέρας μου ήξερε καλά Γερμανικά και ξέρω
πως τον εκτιμούσαν πολύ. Εκείνος είχε μάθει και στον Πέτρο. Μακάρι να ήξερα κι
εγώ, έστω λίγα. Θα μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν όταν… και την άλλη μέρα, αλλά
και την άλλη ήρθαν δυο Γερμανοί σπίτι μας και μίλαγαν μαζί του κι εκείνος
στεκόταν ακίνητος μ’ εκείνο το σκληρό ύφος που είχε και δεν επέτρεπε σε κανένα
να ενοχλήσει το σπίτι του.
Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκα πάλι στο υπόγειο. Ήταν
δυο νέα παιδιά καθισμένα σε μια γωνιά πίσω από κάτι μπαούλα. Η έκφραση τους
έδειχνε φόβο. “Μη φοβάστε, δε θα σας μαρτυρήσω. Θα σας φέρω κάτι να φάτε. Ό,τι
βρω”. Και πράγματι κάθε απόγευμα κατέβαινα και όλο τους πήγαινα και κάτι με
μεγάλο φόβο μήπως με πάρουν είδηση. Σε λίγες μέρες έφυγαν και μετά από καιρό
ξανά ‘ρθαν, και πάλι τους βοήθησα, και τους φευγάτισα κρυφά μια νύχτα, απ’ την
πίσω μεριά του σπιτιού, που έβλεπε σε μια πολύ μικρή αυλή.
Δεν έμαθα ούτε τ΄ όνομα τους. Πέρασαν χρόνια κι ο
πόλεμος τέλειωσε. Κάποιος μια μέρα κτύπησε το κουδούνι μας. Ούτε που τον
γνώρισα.
“Δεν με θυμάσαι;” μου είπε. “Κάποτε, τον καιρό του
πολέμου έσωσες τη ζωή τη δική μου και του φίλου μου. Εκείνος δε ζει πια. Ξέρω
όμως πως θα ήθελε να σ’ ευχαριστήσει.”
Mου ‘δωσε
αυτό το κόκκινο κουτί γεμάτο σοκολατάκια κι έφυγε. Τώρα αυτό το κουτί φυλάει
κάποια κομμάτια της ζωής μου».
~~~ ~~~ ~~~
Η Λένα έδωσε το τετράδιο στην Κρυστάλλω. Σήκωσε το
βλέμμα της προς τον ουρανό που είχε αρχίσει να χαράζει και είπε.
-Για κοιτάξτε χάραξε. Τι περίεργο, μια ολόκληρη νύχτα
μιλάμε γι’ αυτούς που έφυγαν απ’ τη ζωή. Τελικά αισθάνομαι σα να μην έφυγαν
ποτέ.
- *
Το πρώτο φως έσβησε τ’ αστέρια.
Ξημέρωσε.
ΤΕΛΟΣ
«Ό,τι
έζησε πρέπει να πεθάνει, και μέσα από τη φύση
να περάσει στην αιωνιότητα».
ΣΑΙΞΠΗΡ
_____________________________
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
2020
All rights reserved