Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020





Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

8η Συνέχεια
Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

Σ΄ ένα μικρό χωριό είκοσι πέντε χρόνια αργότερα

 «Τέλειωσε ...» είπε ο Πρίγκιπας.
 «Ποιος τέλειωσε; Τι τέλειωσε;» ρώτησε η Κρυστάλλω και με τα κατακόκκινα μάτια της κοίταζε μια εδώ, μια εκεί. «Τι τέλειωσε ;» επανάλαβε.
 Ο παπά Ανέστης άνοιξε τα χέρια του κι εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του κι έτσι μικροσκοπική καθώς ήταν χάθηκε μέσα στα μαύρα του ράσα, όπως τα μικρά πουλιά που χάνονται κάτω απ’ τα φτερά της μάνας τους. Ο Πρίγκιπας έκλεισε τα μάτια της δικής της μάνας και τη σκέπασε με τη κάπα.
«Πάμε» είπε.                

Παρόλο που ήταν άνοιξη, μια καταιγίδα που κράτησε μέρες, έπληξε σχεδόν όλη τη χώρα. Ποτάμια υπερχείλισαν και κατέβαιναν χείμαρροι, αφανίζοντας ό, τι εύρισκαν μπροστά τους. Χωριά καταστράφηκαν και ερήμωσαν. Σπίτια βυθίστηκαν στις λάσπες και περιουσίες χάθηκαν μπροστά σ’ αυτή τη λύσσα της θύελλας.
 Η γη δεν προλάβαινε να ρουφήξει τα υδάτινα ποτάμια. Η Κρυστάλλω με τη μάνα της έβλεπαν τη μεγάλη μανία για καταστροφή και χωρίς πολύ σκέψη φόρεσαν τις κάπες τους κι έτρεξαν να σώσουν τα ζωντανά.
            «Κρυστάλλω τα ζα, γρήγορα θα πνιγούν».
 Η Κρυστάλλω μάζεψε τα ζώα απ’ τη βοσκή και οι δυο γυναίκες αψηφώντας τον κίνδυνο τα οδήγησαν στο μαντρί. Ο λυσσασμένος αέρας ξεφώνιζε πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Φοβισμένες βγήκαν έξω, να πάνε πιο πάνω, στο εκκλησάκι, εκεί που μικρή ακόμα η Κρυστάλλω εύρισκε καταφύγιο. Αγκαλιασμένες εγκατέλειψαν τα ζωντανά και χωρίς πολλές δυνάμεις πια, σχεδόν σέρνοντας τα πόδια τους, σκοντάφτοντας στις γυμνές ρίζες, έφτασαν στην κορυφή.
 Κουλουριασμένες απ’ τον κόπο και τον πόνο μπήκαν στο ερημοκλήσι. Τρέμοντας απ’ το κρύο η μια ακουμπισμένη πλάι στην άλλη περίμεναν να κοπάσει. Άκουγαν τη βροχή που χτύπαγε πάνω στους τοίχους και μαστίγωνε τους κορμούς των δένδρων κι έσπαγε τα κλαριά τους ενώ ο  αέρας ούρλιαζε σα θεριό έτοιμο να κατασπαράξει το θήραμα του, μέχρι πια που ξεθύμανε η οργή της φύσης και κάποια στιγμή κόπασε, πέρασε και χάθηκε αφού πρώτα κατέστρεψε τα πάντα.
Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται. Στην αρχή ένας δειλός ήλιος εμφανίστηκε που σε λίγο πιο δυνατός από ποτέ, έριξε τις ακτίνες του και το δυνατό του φως  ήρθε διάχυτο να δείξει το μέγεθος της καταστροφής.
Οι δυο γυναίκες άνοιξαν την ξύλινη πόρτα της εκκλησιάς. Κοίταξαν τριγύρω τους, ερημιά και φρίκη καθώς αντίκρισαν εκεί κάτω απ’ τα πόδια τους το πεσμένο μαντρί και τα πνιγμένα τους ζώα.
«Α...! τα ζα... Κρυστάλλω τα ζα...» Φώναξε η μάνα της. Σήκωσε τα χέρια της ψηλά και άφησε το σώμα της να πέσει κάτω και σωριάστηκε μπροστά στο ερημοκλήσι.


Πειραιάς η μέρα της καταιγίδας.

Οι συγγενείς και οι πολύ φίλοι της την φωνάζουν Λένα, οι πιο ξένοι Έλενα και όσοι γνώρισαν τη γιαγιά της έλεγαν πως της μοιάζει πολύ. 
Η Λένα περίμενε κάτω από ένα υπόστεγο, όπως και άλλοι, να σταματήσει η μπόρα. Λες και ήταν θεομηνία. «Μας βαρέθηκε ο Θεός γιατί είμαστε αμαρτωλοί» ακούστηκε μια να φωνάζει ενώ έτρεχε προς το υπόστεγο να προφυλαχτεί από τη  βροχή που έπεφτε με δύναμη στους δρόμους και σχημάτιζε ρυάκια, ο δυνατός αέρας βούιζε κι έσπαζε τα κλαριά των δέντρων. Στο λιμάνι όλα τα πλοία ήταν αγκυροβολημένα, αφού ο απόπλους είχε απαγορευθεί. Τα κύματα ανέβαιναν ψηλά, σαν βουνά. Όλα έμοιαζαν με άγριο ξεσηκωμό της φύσης. Κάποιοι είπαν μάλιστα πως και τα αεροπλάνα είχαν απαγορευτικό. Συζητήσεις διάφορες για το από πότε έχει να κάνει τέτοια κακοκαιρία, για το ποιος ξέρει πόσα νοικοκυριά θα πλημμυρίσουν και ποιος ξέρει το πόσοι θα χάσουν τις περιουσίες τους στην επαρχία και διάφορα άλλα γύρω από την κακοκαιρία και την αμέλεια των υπευθύνων. Κι εκεί που γίνονταν όλες αυτές οι συζητήσεις η Λένα άκουσε να την φωνάζουν.
-Λένα, Λένα.
Η Λένα γύρισε το κεφάλι της . Μια γυναίκα στην ηλικία της την πλησίασε κι επανέλαβε το όνομα της. Η Λένα την κοίταξε καλά καλά και ύστερα έβγαλε μια φωνή
-Α! Μαίρη μου, Μαιρούλα. Μην μου πεις!!! Η Μαίρη δεν είσαι;
-Εγώ είμαι. Ποιος ήθελες να είναι; Σε παρατηρώ πόση ώρα. Αλλά δεν ήμουν σίγουρη πως είσαι εσύ. Έχεις πολύ αλλάξει….
-Προς το καλύτερο, πιστεύω.
-Μα είσαι όμορφη! Όπως τότε.
-Κι εσύ παρέμεινες όμορφη και δροσερή. Θυμάσαι κάποτε κάναμε και καλλιστεία ομορφιάς.
- Θυμάμαι…. Είμασταν τόσο αγαπημένες. Τι γινήκαμε αλήθεια;
-Έχεις δίκιο. Τι γινήκαμε; Έκανε κι εκείνη και αγκαλιάστηκαν ενώ δάκρυα χαράς και νοσταλγίας κύλησαν από τα μάτια τους. Κάποτε υπήρξαν φίλες. Πολλές φορές όμως η ζωή καθώς φεύγει αφήνει παράμερα τις φιλίες και καμιά φορά χάνονται τελείως. Σα ταινία πέρασε μπροστά στα μάτια τους η ζωή στο σχολειό. Μια ζωή ετών, που κράτησε τώρα μόνο λίγα λεπτά μες  στο μυαλό τους, για να σβήσει μετά από λίγο και να ξεκινήσει μια άλλη ζωή γραμμένη σε ένα τετράδιο.
 Κάτω απ’ το υπόστεγο με συντροφιά τον θόρυβο της βροχής, την λάμψη από τις συνεχόμενες αστραπές που χώριζαν τον ουρανό και τους κεραυνούς που έπεφταν άρχισαν να συζητούν τόσες παλιές ιστορίες και ν’  αναμοχλεύουν το παρελθόν, που έμοιαζε σαν ομίχλη μες την βροχή και καθώς εκείνη έπεφτε ακατάπαυστα κι όσο κι αν εκείνες προσπαθούσαν να βρεθούν ξανά στα ίδια μέρη, μέσα σ’ αυτή την ομίχλη, ήξεραν πως όση ώρα κι αν χρειαζόταν να τη διασχίσουν, η άλλη μεριά θα ήταν πάλι η ίδια, στη βροχή.
Κάποτε έμεναν κοντά, διάβαζαν μαζί. Καμιά φορά τύχαινε να μείνει η μία στο σπίτι της άλλης. Είχαν τις ίδιες παρέες, τα ίδια ενδιαφέροντα. Τώρα; πόσα πράγματα είχαν αλλάξει κι όχι μόνο ανάμεσά τους, αλλά και γύρω τους.                    
           
-Βλέπεις κανένα από τους παλιούς μας φίλους;
            -Τη Μαρία Κουτρίδου που έγινε δασκάλα και δουλεύει μαζί με την αδελφή της σε ιδιωτικό σχολείο και τον Μάνο Καλογερά. Είναι φαρμακοποιός. Έμαθα πως και ο  Βάσως Πρίγκιπας έγινε γιατρός και τώρα κάνει το αγροτικό του σε κάποιο απομονωμένο χωριό.
-Με τον Βάσω όλο μαλώναμε. Μια φορά είχα βγάλει τη ζώνη μου  και τον χτύπησα.
-Νομίζω πως σε ζήλευε για την γιαγιά σου. Την θυμάμαι, πολύ αμυδρά βέβαια. Καμιά φορά έκανες κι εμένα να ζηλεύω.
-Έλα τώρα… Αλλά να ξέρεις…Ήμουν περήφανη για τη γιαγιά μου.
-Το ξέρω. Να όμως που τώρα ξεχάστηκε και κανείς δε μιλάει γι’ αυτήν.
-Αυτά είναι κακίες. Δεν ξεχάστηκε.
-Όπως νομίζεις. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω Λένα μου. Θυμάμαι το πόσο την αγαπούσες. Κι εκείνη σ’ αγαπούσε. Μια φορά που είχα έρθει στο σπίτι σας και την γνώρισα, δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βλέμμα της, το πως σε κοίταζε. Και μη θυμώσεις. Είναι το μόνο που θυμάμαι τόσο καλά από εκείνη. Πρέπει να σε λάτρευε.
-Έχω ένα τετράδιο της με αποσπάσματα της ζωής της.   
 - Αλήθεια; Και τι το κάνεις αυτό το τετράδιο; Μόνο εσύ το ξέρεις και κανένας άλλος. Απ’ ότι έλεγε η μητέρα μου είχε πρωτοτυπήσει σε κάποιο θεατρικό έργο που είχε γράψει. Έτσι κι έγινε γνωστή. Μετά που σταμάτησε πια να παίζεται δεν μίλαγε κανείς γι’ αυτήν.
- Το ξέρω. Είχε αποτραβηχτεί. Καθόμασταν επάνω στη σοφίτα οι δυο μας και μου έλεγε διάφορα. Μια μέρα μου έδωσε ένα τετράδιο που έγραφε απέξω τη λέξη «Η ζωή»
- Δε νομίζω πως πρέπει να κρατάς ένα τέτοιο τετράδιο μέσα σ’ ένα ντουλάπι και να το τρώει ο σκόρος. Δεν σου είπε τίποτε όταν στο έδινε;
- Μου είπε!
- Τι;
- Δε θυμάμαι. Ήμουν μικρή τότε.
- Δε μπορεί να μη θυμάσαι. Αυτά δεν τα ξεχνάμε ποτέ!
- Μου είπε κάτι σαν …, να γοητεύσω αυτούς που θα το διαβάσουν, κάτι τέτοιο.
- Βλέπεις λοιπόν; Η γιαγιά σου δεν ήθελε να ξεχαστεί. Μέσα από σένα θέλησε ο κόσμος να μάθει γι’ αυτήν. Γι’ αυτό και στο έδωσε.
- Λες;
- Και βέβαια λέω!
- Καλά. Ίσως έχεις δίκιο. Ακόμα δεν το έχω διαβάσει.
- Να το διαβάσεις! Απόψε κιόλας.

Οι δυο φίλες άφησαν πίσω τους το παρελθόν, κάθε τι όμορφο που έφυγε, κάθε τι κακό που πέρασε πια και ξεχάστηκε, υποσχέθηκε η μια στην άλλη πως θα ξαναβρεθούν και συνέχισαν το δρόμο τους. Η βροχή έπεφτε και η Λένα περπατούσε έχοντας στο μυαλό της μόνο το τετράδιο της γιαγιάς της. Που το είχε βάλει άραγε; Λες να το πέταξε κανείς; Είχε πολύ καιρό να το δει και όχι απλά πολύ καιρό, χρόνια.
Ο δρόμος της φάνηκε ατελείωτος.
Κι αν χάθηκε; Αυτό θα ήταν μεγάλη τιμωρία. Η μεγαλύτερη. Επειδή αδιαφόρησε για τη ζωή της γιαγιάς της. Για τον κόπο που είχε κάνει να γράψει αυτό το τετράδιο. Για τις ώρες που ξόδεψε σκυμμένη πάνω σε αυτές τις σελίδες.
            Η Λένα έτρεχε. Πανικόβλητη για το λάθος της προσπαθούσε να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Λες και κάτι απροσδιόριστο, θ’ άλλαζε τη μοίρα. Τα πόδια της γλιστρούσαν καθώς κατηφόριζε τα δρομάκια της γειτονιάς ή, χωρίς να βλέπει που πατά, χωνόταν μες τις λακκούβες και γέμιζαν λάσπες τα παπούτσια και οι κάλτσες της.
            Το μυαλό της όλο έτρεχε στο παρελθόν. Η γιαγιά της, η σοφίτα, εκείνη η μέρα που γύρισε από την κλινική και την αγκάλιασε τόσο σφικτά, το βλέμμα της το πως την κοίταζε, οι ιστορίες της. Πόσο πολλές ιστορίες. Τα όνειρα της. Τα ατέλειωτα ταξίδια του νου, τον ουρανό που κοίταζε συνέχεια, τα χέρια της που άπλωνε προς στα πάνω σαν να ήθελε να αγγίξει κάτι που βρισκόταν έξω από τη Γη. Και όμως ποτέ δεν την ρώτησε για το τι είναι αυτό που ψάχνει εκεί μακριά. Ίσως φοβόταν την απάντηση γιατί και η μητέρα της της είχε πει πως δεν πρέπει να την ρωτήσει ποτέ για τίποτε, αλλά και η γιαγιά της ποτέ δεν της είπε τι είναι αυτό που ψάχνει να βρει εκεί μακριά, αρκέστηκε στο να της λέει ιστορίες και στο να της χαρίσει κάποτε ένα τετράδιο, το τετράδιο της.
            Με αυτές τις σκέψεις πέρασε η ώρα  και κάποια στιγμή επιτέλους έφτασε.
 Αυτό το τετράδιο είχε μια ζωή που πέρασε και που δεν ήξερε κανείς. Ήταν άραγε αυτή η ζωή που της είχε διηγηθεί κάποτε ή όχι; Θα το μάθαινε ποτέ;
            Η γιαγιά της, όταν της το δωσε, κάτι της είχε πει. Τι όμως;
            Πως είναι δυνατόν να μη θυμόταν;
Ποτέ δε μας κάνει εντύπωση αυτό που έχουμε, που το ζούμε κάθε μέρα. Κι άμα το χάσουμε; Τότε νοσταλγούμε και προσπαθούμε να θυμηθούμε ό, τι ωραίο υπήρξε, πιστεύοντας πως θα το ξαναζήσουμε. Μάταια όμως. Το παρελθόν δεν επιστρέφει.”
            Το σπίτι ήταν άνω κάτω, σε λίγες μέρες μετακόμιζαν, αμπαλαρισμένες κούτες, τα έπιπλα μαζεμένα, τα συρτάρια άδεια, το ένα πάνω στ’ άλλο.
            Που να ψάξει τώρα; Μόνο τα κρεβάτια τους υπήρχαν ανέπαφα κι εκείνη έτσι όπως ήταν λαχανιασμένη, μούσκεμα απ’ την  βροχή χωρίς πολύ σκέψη άρχισε ν’ ανοίγει μία μία κούτα. Άφηνε τα πακεταρισμένα σκεύη μια εδώ, μια εκεί. Πετούσε τα χαρτιά στο πάτωμα. Τίποτε, πουθενά.
Μια καθόταν κάτω και σκεπτόταν, μια σηκωνόταν πάλι. Σκούπιζε το ιδρωμένο της πρόσωπο. Πηγαινοερχόταν απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο ή κοίταζε έξω απ’ τα παράθυρα, που πια δεν είχαν ούτε κουρτίνες και προσπαθούσε να θυμηθεί...
    “Δεν μπορεί; κάπου πρέπει να είναι.” ψιθύρισε.  
 Η μητέρα της μάζευε και τα τελευταία βιβλία απ’ την βιβλιοθήκη, αναστατώθηκε που την είδε να κάνει έτσι. Την πλησίασε της χάιδεψε τα μαλλιά.                -Λένα, τι έπαθες; Τι ψάχνεις; Είσαι μούσκεμα. Θα αρρωστήσεις. Πήγαινε αλλάξεις.
- Ψάχνω ένα τετράδιο μαμά.
- Τετράδιο; Τι τετράδιο; Και αύριο μέρα είναι.
- Έ…να. Ένα τετράδιο.
- Τα τετράδια σου, εκείνα που φύλαξες απ’ το σχολείο για ενθύμιο, είναι κάτω στην αποθήκη. Αύριο θα τα μαζέψουμε.
“Εκεί θα είναι” μουρμούρισε κι έκανε το χέρι της γροθιά και κτύπησε τον αέρα.
            Η Λένα βρεμένη όπως ήταν κατέβηκε στην αποθήκη. Γύρισε τον διακόπτη αριστερά της πόρτας κι ένα χλωμό φως από μια λάμπα που κρεμόταν στο ταβάνι, έδωσε λίγη ζωντάνια στην κρύο δωμάτιο, που παλιά ήταν το υπόγειο του σπιτιού όπου φύλασσαν κιούπια για λάδι ή παλιά μπαούλα.
Πίσω από κάτι διπλωμένες φλοκάτες, βρήκε την κούτα με τα ενθύμια. Τετράδια, ξυλομπογιές, κάποια πινέλα, ένα βιβλίο ιστορίας, έναν Παγκόσμιο χάρτη, κάτι παλιά λεξικά, φωτογραφίες από τις σχολικές εκδρομές κι εκεί, κάτω από τις χυμένες φωτογραφίες, βρήκε ένα κουτί από κόκκινο βελούδο, δεμένο με μία ροζ κορδέλα.
Η Λένα το άνοιξε και μέσα ήταν ένα χοντρό μπλε τετράδιο, που στην ετικέτα του έγραφε τη λέξη “η ζωή”         
-Αυτό είναι! Φώναξε δυνατά.
Η μητέρα της άκουσε τη φωνή της και δεν της μίλησε γιατί φοβήθηκε να μη διακόψει τη χαρά της. Εκείνη το πήρε στην αγκαλιά της και το έσφιξε. Τα βρεμένα από τη βροχή ρούχα  σημάδεψαν το χάρτινο εξώφυλλο και χάλασαν τη “ζωή.”
 Τι την ένοιαζε όμως; Τώρα, το είχε στα χέρια της. Μετά κάθισε κάτω, στο τσιμεντένιο πάτωμα. Ακούμπησε την πλάτη της στον υγρό τοίχο και άνοιξε την πρώτη του σελίδα. Πάνω αριστερά, με μικρά γράμματα είχε μια αφιέρωση. Τότε η Λένα θυμήθηκε. Η γιαγιά την ημέρα που της το χάρισε της το αφιέρωσε μαζί.
           
Στη Λένα μου.
 Όταν διαβάσεις το ημερολόγιο αυτό
και ο δικός μου κόσμος γίνει δικός σου.
 Τότε να ξέρεις,
πως ο καθ’ ένας μπορεί να μπει μέσα στη δική μου ζωή
 και να τη γνωρίσει”.
                                                                                   Η γιαγιά σου
                                                                                               Μίνα
            Η Λένα χαμογέλασε. Ξεφύλλισε το τετράδιο κι έκλεισε τα μάτια της. Την ένοιωσε κοντά της, «γιαγιά» ψιθύρισε. « Μου λείπεις, και να ξέρεις λείπεις σε όλους» αισθάνθηκε τα χέρια της να χαιδεύουν τα μαλλιά της, να της λέει ιστορίες, να κοιτάζουν μαζί τα σύννεφα.
Έμεινε λίγο ακόμα να σκέπτεται. Έβαλλε πάλι το τετράδιο στο κόκκινο κουτί και γεμάτη συγκίνηση γιατί ζωντάνεψε ξανά η μορφή της γιαγιάς της, γιατί θα ξαναζούσε τη ζωή της ανέβηκε στο δωμάτιο της. Έβαλε στεγνά ρούχα κι ευχαριστημένη κάθισε πλάι στο τζάκι μαζί με τους γονείς της.
-Εντάξει βρήκες αυτό που γύρευες; Ρώτησε η μητέρα της χαμογελώντας.
-Ναι. Ναι!!! Το βρήκα.
Είχε πια σκοτεινιάσει και τα μαύρα σύννεφα που είχαν γεμίσει τον ουρανό δημιούργησαν περισσότερη βροχή. Σε λίγο, τα φώτα έσβησαν. Ο πατέρας της Λένας άναψε μερικά κεριά ενώ το τζάκι έκαιγε, δημιουργώντας μια γλυκιά θαλπωρή και κερδίζοντας τις καρδιές εκείνων που χαίρονται να κοιτάζουν τις σπίθες ή να σκαλίζουν τις στάχτες, ν’ ανάβουν τα κούτσουρα και να βλέπουν τη φωτιά να παίζει, να προσέχουν να μη σβήσει γιατί φοβούνται το σκοτάδι, που ήδη βύθισε πολλές περιοχές της χώρας και κάλυψε μεγάλες εκτάσεις με το μαύρο του πέπλο.
Η Λένα περίμενε μέχρι να κοιμηθούν οι γονείς της. Τους καληνύχτισε και μετά πήρε ένα απ’ τα αναμμένα κεριά και πήγε στο δωμάτιο της. Άρπαξε απ’ το κρεβάτι μια κουβέρτα, πήρε το τετράδιο αγκαλιά και ξαναγύρισε στο σαλόνι. Κάθισε σε μια μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα και κάτω απ’ το λιγοστό φως των κεριών και την κόκκινη λάμψη που αφήνουν οι φλόγες απ’ το αναμμένο τζάκι, άρχισε να διαβάζει.              
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Από σήμερα λεω ν’ αρχίσω να γράφω τη ζωή μου……
……τη ζωή μου; Ο λόγος που το λέει. Κάτι σαν ημερολόγιο. Σιγά να μη γράφω ημερολόγιο. Δεν είμαι εγώ γι’ αυτά! Απλά μερικά γεγονότα, έτσι, για να περάσει η ώρα κι άμα βαρεθώ, θα το σκίσω και θα το πετάξω στα σκουπίδια. Ούτε ημερομηνία δε θα βάζω.
            Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος. Ο Δημητρός είναι ξάδελφος της μητέρας μου, πολύ νέος και πολύ όμορφος, αλλά δεν τον φωνάζω θείο. Δημητρό τον λέω και χαίρεται γι’ αυτό. Καμιά φορά για να με πειράξει μου λέει «Θείο Δημητρό Μίνα, θείο Δημητρό». Το ξέρω όμως πως αστειεύεται.
Έρχεται πολύ συχνά στο σπίτι μας, μακάρι να’ μένε σε μας, αλλά έχει κι αυτός γονιούς. Η μαμά του μάλιστα είναι και νονά μου. Όταν ήμουν πιο μικρή μ’ έπαιρνε με το ποδήλατο του και πηγαίναμε στη δική του γειτονιά κι εγώ αυτό το εύρισκα σαν παιχνίδι.
Το σπίτι μας είναι στον Πειραιά, αλλά τα καλοκαίρια, όπως και τις γιορτές των  Χριστουγέννων και του Πάσχα μένουμε στην εξοχή. Είναι ένα πανέμορφο σπίτι κοντά σ’ ένα μικρό δάσος.
Μαζί μας μένει και η γιαγιά μου. Έχω και δύο αδελφές. Τη Λευκή, που είναι πολύ όμορφη αλλά σκέτη μελαγχολία. Έξω δε βγαίνει, αλλά και δε μιλάει σε κανένα κι έχουμε πληγωθεί όλοι μαζί της. Την άλλη μου την αδελφή τη λένε Σοφούλα. Είναι μάλλον άσκημη, αλλά τσαχπίνα. Έχει μαύρα σγουρά μαλλιά και φοράει στρογγυλά γυαλιά. Έχουμε κι ένα σκύλο που τον πηγαινοφέρνουμε απ’ το ένα σπίτι στο άλλο. Το καημένο το σκυλί τι καλό που είναι!
 Εγώ πάλι νομίζω πως είμαι λίγο αντιπαθητική, πολλές φίλες δεν έχω. Προτιμώ να κάθομαι στο δωμάτιο μου και να γράφω διάφορα. Ό,τι μου ‘ρχεται στο μυαλό. Αλλά μετά τα σκίζω και τα πετάω, γιατί δε θέλω να τα βρει κανείς και να τα διαβάσει. Αφορούν τις σκέψεις μου, εμένα την ίδια και ίσως κάποιος να γελάσει μαζί μου. Ο Πέτρος θυμώνει γι’ αυτό κι έχουμε μαλώσει πολλές φορές. Αλλά τι τον νοιάζει;
 Έτσι και τώρα, μια και δεν έχω τι να κάνω αποφάσισα να γράψω για μένα. Ποιόν πειράζω; Εξ’ άλλου δεν υπάρχει κανείς για να μοιραστεί μαζί μου τις σκέψεις μου.   
Κάποια φορά καθώς κοίταζα τη Λευκή που δε γελάει ποτέ, μου ήρθε μια ιδέα και την έγραψα και μετά αποφάσισα να τη διαβάσω στον Δημητρό. «Μη γελάσεις μαζί μου» του είπα. Εκείνος ενθουσιάστηκε μ’ αυτό που έγραψα και καθώς με κοίταζε με σοβαρό ύφος είπε χαμηλόφωνα.
«Μίνα, ό,τι αισθάνεσαι να το γράφεις, έτσι απλό, όπως βγαίνει απ’ την καρδιά σου. Πιστεύω πως κάποτε θα γράψεις σπουδαία πράγματα και θα μείνουν».
Αυτό ήταν και το μόνο που κράτησα και το κόλλησα στο τοίχο του δωματίου μου. Μετά σκέφθηκα να το δώσω στη Λευκή, να το διαβάζει κάθε μέρα. Λοιπόν, τι έκανα! Το έγραψα με ωραία χοντρά γράμματα και το έβαλα σε μια κορνίζα και της το χάρισα, πιστεύοντας πως μ’ αυτό τον τρόπο θα το βλέπει κάθε μέρα κι έτσι θα μάθει να γελά.
“ Μάθε να γελάς
  γιατί το γέλιο είναι χαρά.
  Μάθε αυτή τη χαρά να τη μεταδίδεις στους άλλους
  γιατί είναι ζωή.
  Μάθε ότι η ζωή είναι δώρο
  και αυτό το δώρο σου το χάρισε ο Θεός.
  Μη το καταστρέψεις λοιπόν”.         

Εκείνη νεύριασε μαζί μου και μου είπε πως αυτά είναι για το θέατρο. Κάναμε μέρες να μιλήσουμε. Μικρή ακόμα όταν ο παππούς μου μ’ έπαιρνε βόλτα μου έλεγε το πόσο πολύ ήθελε να έχει ένα δικό του θέατρο. Αλλά η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και τώρα η Λευκή μου το θύμισε.
Το ξέρω πως πέρασε πολύς καιρός και δεν έγραψα τίποτε. Αλλά δεν είχα και τίποτε να γράψω. Η ζωή μου είναι τόσο ανιαρή, που μου ‘ρχεται να κλαίω. Κάτι πρέπει να βρω να κάνω, εκτός απ’ το να πηγαίνω σχολείο και να διαβάζω.
 Στεναχωριέμαι για κάποια δυσάρεστα γεγονότα που συνέβησαν στην οικογένεια μας, αλλά δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να τ’ αλλάξει.
 Ο θείος Ανέστης έχει πεθάνει. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και όλοι λυπηθήκαμε πολύ, αλλά με τη θεία μου δεν τα πήγαιναν καλά, ίσως αρρώστησε απ’ την στεναχώρια του. Ποιος ξέρει;
 Καλύτερα να είχαν χωρίσει γιατί τότε θα μπορούσα να τον βλέπω. Ποιος θα μου το απαγόρευε; Δικαίωμα μου δεν είναι; Με τους τσακωμούς τους ούτε που με άφηναν να πάω σπίτι τους. Τώρα που να τον βρω;
 Αν ήξερα που δε θα τον ξαναδώ. Θα του έλεγα ότι τον αγαπώ, γιατί δεν του το είχα πει ποτέ. Θα του έλεγα πως είναι πολύ καλός. Θα τον ευχαριστούσα που έπαιρνε πάντα το μέρος μου, που έπαιζε μαζί μου. Θα τον ευχαριστούσα για τα δώρα που μου έκανε κι εγώ δεν είπα ποτέ ευχαριστώ. Γιατί; Μήπως είμαι κακιά; Μήπως τελικά αγαπώ αυτό που χάνω; Όπως τότε που ήμουν μικρή και η μαμά, μου αγόρασε μια μεγάλη κούκλα και δε μου άρεσε. Θυμάμαι πως δε την έπαιξα ποτέ κι εγώ αντί να την ευχαριστήσω για το τόσο ακριβό δώρο, την έκρυψα στην αποθήκη, σε μια κούτα κι όταν πετάχτηκαν τα παλιά πράγματα και η κούκλα μου μαζί, τότε έκλαψα γιατί την έχασα. Τότε την ήθελα. Τότε άρχισα να την αγαπώ και να τη ζητάω πίσω.
Αλλά τελικά, τώρα πια καταλαβαίνω πως τίποτε δε γυρίζει πίσω και πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική, να μη χάσω τίποτε άλλο. Αλλά για τον θείο μου δεν έφταιξα εγώ. Ήταν πολύ άρρωστος και δεν άντεξε η καρδιά του.
 Αν ήξερα….Αν ήξερα…ίσως τώρα να μην έκλαιγα και να μπορούσα να μιλήσω μαζί του. Έστω από μακριά. Σίγουρα θα μ’ άκουγε κι εγώ θα το καταλάβαινα γιατί η καρδιά μου θα κτυπούσε διαφορετικά. Το πιστεύω αυτό. Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι. Πάντως οι ψυχές κάπου υπάρχουν και μας ακούν. Κι αυτό εγώ κάποτε θα το μάθω. Σίγουρα θα το μάθω.
            Πόσοι άνθρωποι έφυγαν από κοντά μου. Πρώτα ο παππούς, μετά ο θείος και ο Πέτρος. Εκείνος πήγε στην Αλεξάνδρεια και θα μείνει εκεί για πάντα. Ο Πέτρος είναι ο καλύτερος ξάδελφος. Άραγε ξέρει ότι τον αγαπώ; Αν ήταν εδώ θα τον αγκάλιαζα.  Θα του έλεγα  να μου  παίξει βιολί. Θα του  έλεγα να με  βοηθήσει  να γράψω μια ιστορία, εκείνη για τις σπηλιές.
Θέλω να τη γράψω για σένα Πέτρο και θα στην αφιερώσω. Αύριο θα πάω και θα δω πως είναι. Δεν μπορέσαμε να μπούμε ποτέ μέσα, αλλά εγώ θα μπω. Σου το υπόσχομαι και να ξέρεις αυτό που θα γράψω θα μείνει για πάντα. Δε θα το χάσω, γιατί θα λέει για μας. Πίστεψε με. Αλήθεια σου λέω κι από δω κι εμπρός θα λέω σ’ όλους ότι τους αγαπώ και ό,τι γράφω δε θα το πετώ. Θα το γράφω εδώ σ’ αυτό το τετράδιο και για να δεις πως λέω αλήθεια θα γράψω απ’ έξω, στη ετικέτα του, τη λέξη “η ζωή” και θα το δείξω στ’ αστέρια.                              
~~~  ~~~  ~~~
Και πράγματι η Μίνα έγραψε στο εξώφυλλο τη λέξη “η ζωή”. Το σήκωσε ψηλά και το έδειξε στ’ αστέρια. Ήταν μια υπόσχεση που έδωσε και την κράτησε για πάντα, ως το τέλος της ζωής της.
            Η Λένα για λίγο σταμάτησε να διαβάζει. Έκλεισε τα μάτια της κι  ακούμπησε το κεφάλι της, πίσω στην πολυθρόνα. Στο μυαλό της ήρθαν οι διηγήσεις της γιαγιάς της. Ώστε τόσο διαφορετική ήταν η ζωή της; κι ό,τι της είχε πει τι ήταν; ένα όνειρο; μια φαντασία; Μια επιθυμία της; Ο κόσμος της ήταν τόσο μπλεγμένος; Κι άραγε μπόρεσε να τον ξεμπλέξει ποτέ; Σκούπισε τα δακρυσμένα της μάτια και συνέχισε να διαβάζει την ζωή της γιαγιάς της.
~~~  ~~~  ~~~

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
(συνέχεια)
Οι σπηλιές είναι μακριά απ’ το σπίτι μου. Μόνο με τα ποδήλατα μπορεί κανείς να πάει κι όταν φτάσει στο ξέφωτο, τότε τ’ αφήνει πλάι στη μεγάλη πέτρα, ανεβαίνει το λοφίσκο με τα πόδια, φτάνει στην κορυφή και μετά κατηφορίζει το μικρό μονοπάτι με τα βάτα και τότε… βρίσκεται πάνω απ’ τους βράχους.
Απ’ εκεί μπορεί να δει τον ορίζοντα, πέρα…πολύ μακριά. Μπορεί να δει τον ήλιο την ώρα που τον καταπίνει η θάλασσα. Μπορεί να δει το φεγγάρι με πόσο καμάρι σκαρφαλώνει τον Ουρανό, ενώ κάτω απ’ τα πόδια του είναι οι σπηλιές σκοτεινές και άγριες.
            Αυτές οι σπηλιές, άλλες φορές έχουν πολύ νερό κι άλλες φορές πάλι είναι ξερές. Αύριο θα πάω και θα πάρω μαζί μου και το τετράδιο μου και θα γράψω μια ιστορία. Ίσως αυτή που θα ζήσω.
Που ξέρεις; Ίσως μάθω και ζήσω κάτι συναρπαστικό και θα μείνει για πάντα γραμμένο.       

Η ΜΑΓΙΚΗ ΣΠΗΛΙΑ

Το σπίτι μας βρίσκεται αρκετά μακριά απ’  τον μικρό κόλπο, που είναι γεμάτος  από βράχους και σπηλιές. Για να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα ή να καθίσουμε στα βοτσαλάκια, εκεί που σκάει το κύμα, πρέπει να κατεβούμε κάτι πέτρινα σκαλιά ή να κατηφορίσουμε ένα απότομο μονοπάτι.
Πολλές φορές τυχαίνει η θάλασσα να έχει τραβηχτεί μέσα, αρκετά βαθιά και χρειάζεται να περπατήσεις πολύ, για να φτάσει το νερό ως τη μέση σου.
Οι παλιοί μάλιστα έλεγαν, πως ένας μεγάλος δράκος που μένει μέσα στις σπηλιές, τη νύχτα πίνει το νερό της για να ξεδιψάσει. Ήθελα πολύ να δω αυτό τον δράκο. Αλλά κάθε φορά που έφτανα μέχρι τη μεγάλη σπηλιά, έκανα τρία βήματα και μετά γύριζα πίσω. Ποτέ δε πίστεψα αυτούς τους μύθους κι όμως, φοβόμουν να προχωρήσω.
Ήταν μια Αυγουστιάτικη νύχτα. Η θάλασσα έμοιαζε με λάδι κι αν βουτούσε κανείς μέσα θα γλιστρούσε, ενώ το ασημί φεγγάρι μάγευε τα νερά, καθώς το χρώμα του έπλεε στην επιφάνεια της. Ο μύθος μάλιστα λέει, πως μια τέτοια νύχτα, ο δράκος καθώς βγήκε για να πιει το θαλασσινό νερό και είδε το φεγγάρι τόσο μεγάλο και φωτεινό, τυφλώθηκε και θύμωσε πολύ κι άρχισε να σκάβει κι έτσι η σπηλιά έγινε πολύ βαθιά και γέμισε νερό. Από τότε ο δράκος δε χρειάζεται να ξαναβγεί. Πίνει το νερό της σπηλιάς.
Μια μέρα λοιπόν, πήραμε τη βάρκα του μπαμπά μου κι αρχίσαμε την εξερεύνηση. Μπήκαμε από ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα. Το νερό είχε πρασινωπό χρώμα και καθώς έγλυφε τους βράχους, μου φάνηκε πως έκλαιγε.
 Δεξιά μας ήταν πολλά βότσαλα στοιβαγμένα, χοντρά και ασημένια σα μακρόστενες κατσαρόλες. Άλλοτε καλύπτονταν απ’ το νερό κι άλλοτε πάλι στέγνωναν και γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού. Στ’ αριστερά μας, ένας ψηλός γκρι βράχος μας τρόμαζε, αφού οι μαύρες τρύπες που είχε, έμοιαζαν με μεγάλα μάτια, που από μέσα τους κυλούσε νερό κι έπεφτε άλλοτε σε πολύ χοντρές σταγόνες κι άλλοτε σε λεπτό δάκρυ, που κάποια στιγμή στέγνωνε κι άφηνε κι αυτό τη γυαλάδα του επάνω στα βραχώδη μάγουλα. Πιο πέρα ένας μικρός καταρράκτης ξελάφρωνε, καθώς έχυνε τα νερά του από ψηλά κι εκείνα έμοιαζαν να  τσαλαβουτούν σε μια λιμνούλα όλο λάσπη και οι πιτσιλιές τους  μας λέρωναν. Ακόμα πιο μέσα, η σπηλιά στένευε και γινόταν ένα μακρύ στενό και σκοτεινό τούνελ, που στο βάθος είχε ένα βουναλάκι και μετά χωριζόταν σε άλλους δυο διαδρόμους.
 Τώρα, ήταν τελείως σκοτεινά. Το ασημί φως δεν έφτανε μέχρι εκεί κι εμείς δε βλέπαμε τίποτε πια. Κρυώναμε και φοβόμασταν. Όταν ξαφνικά ακούσαμε ένα περίεργο θόρυβο. Μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι φάνηκαν από μακριά, σα να μας πλησίαζαν λεπτές, μακριές κόκκινες γλώσσες, όλο φωτιά και το νερό μέσα στη σπηλιά τραβήχτηκε. Δεν υπήρχε πια.
“Ο δράκος…”
……φωνάξαμε με όση δύναμη είχαμε. Αφήσαμε τη βάρκα μας κι αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη μεριά που μπήκαμε. Μπροστά μας φαινόταν το μεγάλο άνοιγμα. Το φεγγάρι ήταν πελώριο κι έμοιαζε πως έκλεινε την είσοδο της σπηλιάς.
 Οι βράχοι έγιναν ασημί, γυάλιζαν και σε τύφλωναν, σαν να ήταν γεμάτοι διαμάντια κι εμείς όλο προχωρούσαμε να φτάσουμε στη θάλασσα, που δε φαινόταν. Λες κι εκεί τελείωνε η Γη. Τα πόδια μας έτρεμαν και γλιστρούσαν πάνω στη γλίτσα που είχε αφήσει το πράσινο νερό. Κοιτάξαμε πίσω μας, να βεβαιωθούμε πως δε μας ακολουθεί ο δράκος. Ένα πορτοκαλοκόκκινο φως έφτανε μέχρι το κέντρο της σπηλιάς και φώτιζε τις πέτρες και τα τούνελ, που λίγο πιο πριν ήταν κατάμαυρα και σκοτεινά κι ενώ το βουητό συνεχιζόταν και μας έπαιρνε τ’ αυτιά, τα νερά όλο λιγόστευαν, μέχρι που στέγνωσαν τελείως. Επιτέλους φτάσαμε στην είσοδο.
 Η θάλασσα τώρα φαινόταν μακριά μας κι εμείς έπρεπε να κατεβούμε κάτι σκαλοπάτια από βότσαλα. Να περπατήσουμε τις μακριές πλάκες και να φτάσουμε πίσω στην ακρογιαλιά. Ίσως είχαν δίκιο οι παλιοί.
 Αν όμως δεν ήταν δράκος;
            Αποφασίσαμε λοιπόν να ξαναπάμε.
Τα νερά είχαν τραβηχτεί και δε χρειαζόμασταν βάρκα. Τώρα φοβόμασταν λιγότερο. Οι σκιές μας φαίνονταν μακριές και λεπτές επάνω στο ασημί φως. Περπατήσαμε μέχρι που άρχισε να παρουσιάζεται εκείνο το πορτοκαλί χρώμα. Πλησιάσαμε τις κόκκινες γλώσσες, αλλά δεν ήταν φωτιά. Ήταν το ίδιο φως που έμπαινε από διάφορες τρύπες του βράχου. Προχωρήσαμε πιο μέσα και φτάσαμε στους διαδρόμους. Εκεί το φως ήταν διάχυτο. Όλα έλαμπαν κι εμείς ήμασταν  σαν να βρισκόμασταν μέσα σε μια ηλιαχτίδα.
 Ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα μεγάλο άνοιγμα κι εκεί, στεκόταν ο ήλιος, ολοκόκκινος και ολοστρόγγυλος, σα δίσκος και φώτιζε με τις ακτίνες του τη σκοτεινή σπηλιά. Γυρίσαμε το κεφάλι μας προς τα πίσω και είδαμε το στρογγυλό φεγγάρι που κάλυπτε την είσοδο.
            Τότε καταλάβαμε…
... ήμασταν στο κέντρο της Γης. Εκεί ακριβώς που ενώνεται το φως του φεγγαριού μ’ εκείνο του ήλιου.                                                         

Συνεχίζεται
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου  2020
All rights  reserved




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου