Η
Ανθούλα στην Αθήνα
Με την Ανθούλα είμαστε
πρώτα ξαδέλφια, από τους πατεράδες μας. Εκείνη ζει στο χωριό. Στην Αθήνα, όταν
είμασταν μικρές, ερχόταν πολύ συχνά. Αλλά κι εμείς κάθε τόσο και λιγάκι που μας
εύρισκες; Στο χωριό. Το είχαμε κάνει πια Πατήσια-Ομόνοια. Εγώ εύρισκα πως οι
χαρές ανάμεσα στη φύση είναι πολυδιάστατες και αυτές τις εκδρομές τις χαιρόμουν
πραγματικά πολύ. Η Ανθούλα πάλι προτιμούσε την Αθήνα με το βουητό των
αυτοκινήτων, τα κλάξον, τον πολύ κόσμο, τα ατέλειωτα σινεμά, τα θέατρα και φυσικά
τα πάρτη που κάναμε. Μερικές φορές την δικαιολογούσα, γιατί αυτά τις έλειπαν.
Όπως κι εκείνη βέβαια δικαιολογούσε εμένα, γιατί εδώ στην Αθήνα, που να βρεις
το δάσος με τα πανύψηλα δένδρα και τις πηγές; Εδώ πώς να τρέξεις και να
ρουφήξεις οξυγόνο; Άσε το χιόνι! Που να δούμε εμείς εδώ χιόνι. Ενώ εκεί!!! Όταν
έπεφταν εκείνες οι νιφάδες απαλά απαλά και γέμιζαν όλους τους δρόμους με εκείνο
το λευκό στρώμα ήταν η καλύτερη μου! Φτιάχναμε χιονανθρώπους, παίζαμε χιονοπόλεμο και μέσα
στο σπίτι ανάβαμε το τζάκι και ψήναμε κάστανα.
Ήταν όμορφα χρόνια,
ανέμελα. Οι μεγάλοι μας διηγούνταν ιστορίες παλιές για νεράιδες, και ξωτικά,
για συναρπαστικά που βγαίνουν τη νύχτα, κι εμείς κάναμε πως φοβόμασταν και
κλείναμε τα μάτια μας.
Έτσι τα χρόνια περνούσαν
απλά κι ευχάριστα και ξαφνικά διαπιστώσαμε πως μεγαλώσαμε πολύ. Πως όλα αυτά
είναι μόνο αναμνήσεις και δεν μπορούμε να τα ξαναζήσουμε. Η ζωή μας άλλαξε τόσο
πολύ που μοιάζουμε σα να είμαστε άλλοι άνθρωποι και όχι εκείνοι που κάποτε το
μόνο που τους ενδιέφερε ήταν οι παρέες, το πόσα παγωτά θα φάει η κάθε μια μας
και τα μετρούσαμε, το πόσα μακροβούτια θα κάνει η κάθε μια στη θάλασσα και το
πόσο πιο όμορφους πύργους θα φτιάξει η κάθε μια στην άμμο.
Αυτά έφυγαν πια, σα να
ήταν αέρας και πέρασε.
Η Ανθούλα παντρεύτηκε
πολύ μικρή, μόλις τέλειωσε το σχολείο. Παιδιά δεν απέκτησε. Εγώ πάλι παντρεύτηκα
σχετικά μεγάλη και απέκτησα και παιδιά και εγγόνια. Κάθε μέρα θα μιλήσω μαζί
της στο τηλέφωνο να πούμε τα καθημερινά μας και να κλείσουμε με μια όμορφη
γλυκιά καληνύχτα. Προ ημερών όμως αυτή η καληνύχτα συνοδευόταν και από μια
υπέροχη έκπληξη. Μου είπε πως θα ερχόταν στην Αθήνα να μείνει για λίγες μέρες
και… ίσως να έμενε και για πάντα, αρκεί να έπειθε τον Ανέστη. Τώρα που είχε
μεγαλώσει κι εκείνος και δεν μπορούσε πια να ασχοληθεί με τα χωράφια, θα ήταν
πολύ πιο εύκολο.
Το ακουστικό κόντευε να
πέσει απ’ τα χέρια μου. Το ήξερα πως την Αθήνα την αγαπούσε πάντα και θα
προτιμούσε να ζει εδώ και όχι στο χωριό. Ήξερα το πόσες φορές ήθελε να έρθει
αλλά οι συνθήκες της ζωής της δεν της το επέτρεπαν. Είχα πάψει πια να κάνω
όνειρα πως θα ξαναβρεθούμε, και ξαφνικά η απόφαση της να έρθει, να μείνει εδώ
μου έφερε τέτοια γλυκιά αναστάτωση που άρχισα να κλαίω από χαρά.
Είχα πάει στο σταθμό να την περιμένω δυο ώρες
νωρίτερα. Τα ρολόγια μου φαίνονταν σταματημένα. Όλα ήταν σταματημένα, τίποτε
δεν κουνιόταν.
Τελικά κάποια στιγμή όλα
θαρρείς πως ξεκίνησαν πάλι να κινούνται στον καθημερινό ρυθμό τους. Η ώρα της
άφιξης έφτασε. Το τρένο μπήκε στο σταθμό αργά κι εγώ κόλλησα τα μάτια μου στην
πόρτα του βαγονιού. Σε λίγο η Ανθούλα κατέβηκε με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι.
Με το βλέμμα της έψαξε να με βρει μέσα στον κόσμο. Σήκωσα το χέρι μου και την
φώναξα. Αγκαλιαστήκαμε. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και ξανά αγκαλιαστήκαμε.
Το σπίτι της φάνηκε
μικρό. Όταν είμασταν εμείς μικρές, φάνταζε μεγάλο μπροστά στα μάτια μας. Τώρα
που μεγαλώσαμε όλα τα βλέπαμε διαφορετικά. Την ίδια μέρα πήγαμε βόλτα στην
Ερμού. Ήθελε τόσο πολύ να περπατήσει και να δει τις βιτρίνες που δεν την
κρατούσες με τίποτε.
«Ε! Να ψωνίσουμε και
κάτι!!! Εντάξει;» μου είπε πριν ξεκινήσουμε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Ότι θέλεις Ανθούλα μου,
ότι θέλεις» απάντησα και με γοργό βήμα φτάσαμε στη στάση. Περιμέναμε αρκετή
ώρα. Τελικά ήρθαν τρία λεωφορεία μαζί κι εμείς φυσικά, μπήκαμε σε εκείνο που
είχε τον λιγότερο κόσμο. Θέλαμε να κατεβούμε στην Ακαδημίας και από εκεί θα
παίρναμε το μετρό για Σύνταγμα αλλά είμασταν άτυχες. Το λεωφορείο μας
άφησε στο Πολυτεχνείο γιατί είχαν
κλείσει τους δρόμους.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε
τρομαγμένη.
«Μην τρομάζεις. Τα έχουμε
συνηθίσει αυτά. Κάποια πορεία είναι».
«Και τι δηλαδή; Άμα έχει
πορεία κλείνουν οι δρόμοι;»
«Ναι Ανθούλα μου,
κλείνουν οι δρόμοι».
«Και ο κόσμος;»
«Ο κόσμος…»
Γυρίσαμε πίσω
αποφασισμένες να ξεκουραστούμε και με νέες δυνάμεις και όρεξη καινούρια να
ξεκινήσουμε αύριο πρωί πρωί για την Ερμού με τα μαγαζιά και ύστερα Μοναστηράκι
και αν προλαβαίναμε Ακρόπολη. Η μέρα ήταν μουντή και κρύα. Κάποιες αραιές
σταγόνες βροχής που έπεφταν έμοιαζαν με κόκκινο χώμα να πέφτει απ’ τον ουρανό.
Στ’ αυτοκίνητα άφηναν κοκκινωπά σημάδια και όσοι άνοιγαν τις ομπρέλες τους δεν
ήταν για να προστατευτούν από την υποτιθέμενη βροχή αλλά από την κοκκινίλα που
άφηνε. Η Ανθούλα δεν μίλησε παρ’ όλο που ήταν έτοιμη κάτι να πει, αλλά το
κατάπιε. Το λεωφορείο μας άργησε και αυτή τη φορά και ήταν γεμάτο. Μπήκαμε.
Προσπαθήσαμε να ακυρώσουμε τα εισιτήρια μας αλλά το μηχάνημα ήταν χαλασμένο.
«Μπροστά, μπροστά να
πάτε» είπε κάποιος κύριος. «Εκείνο λειτουργεί».
«Μα τι κατάσταση είναι
αυτή;» άκουσα μια άλλη κυρία να παραπονείται.
«Ως που να φτάσουμε
μπροστά με τον κόσμο που έχει δε θα προλάβουμε να το ακυρώσουμε».
«Και σε χαλάει αυτό κυρά
μου;» διαμαρτυρήθηκε κάποιος άλλος με φωνή βαρειά.
«Α! Δεν είναι σωστό».
«Και τι λειτουργεί σωστά
εδώ».
Τελικά δώσαμε τα
εισιτήρια μας ο ένας στον άλλον και εξυπηρετηθήκαμε όλοι. Κάποιοι καλοί
άνθρωποι μας τα ακύρωσαν στο μπροστινό μηχάνημα και όλα πήγαν καλά. Κάναμε πάνω
από μια ώρα να φτάσουμε στον προορισμό μας, αλλά μπρος στην χαρά να δει η
Ανθούλα την Ερμού και να ψωνίσει η κούραση έφυγε αυτόματα. Η βροχή τώρα είχε
αρχίσει να πέφτει πιο δυνατή.
«Να βρέξει. Να βρέξει, να
ξεπλυθεί ο κόσμος, να φύγει αυτή η κοκκινίλα», γύρισε κάποια και άρχισε να μιλά
της ξαδέλφης μου ενώ κοιτάζαμε μια βιτρίνα με παπούτσια.
«Ναι, Ναι. Πράγματι»
έκανε η Ανθούλα.
Γυρίσαμε όλη την Ερμού με
τα πόδια, πάνω κάτω και όχι μόνο μια φορά. Ψωνίσαμε… και ύστερα καθίσαμε σε μια
καφετέρια για καφέ. Ήταν αργά. Καλύτερα να επιστρέφαμε στο σπίτι. Πήραμε το
λεωφορείο μας από την Πανεπιστημίου αφού περιμέναμε πάνω από μισή ώρα. Τα πόδια
μας πια δεν μας κρατούσαν και ήταν και ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά και οι
στάσεις γέμιζαν κόσμο. Τελικά μπήκαμε αφού προηγουμένως σπρώξαμε και μας
έσπρωξαν. Το λεωφορείο προχωρούσε αργά, αγκομαχώντας και στην πλατεία Λαυρίου
σταμάτησε.
«Γιατί είναι
σταματημένο;» ρώτησε κάποιος και σηκώθηκε από το κάθισμα του για να καταλάβει
τι συμβαίνει.
«Έχει κόκκινο δεν το
βλέπεις;» απάντησε η διπλανή του, που κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν η γυναίκα
του.
«Τι λες; Δεν ξέρεις τι
λες, δεν έχει κόκκινο. Εδώ κάτι συμβαίνει».
«Καλά λέτε. Πράσινο έγινε
και δε λέει να ξεκινήσει».
«Μα κατάσταση είναι αυτή;
Δεν υπάρχει κανένας αρμόδιος; Θέλουμε να πάμε στις δουλειές μας και καθόμαστε
εδώ».
«Ποιος αρμόδιος; Κράτος
είναι αυτό;»
«Μα τι να κάνει το
κράτος;»
«Αλλά ποιος φταίει;»
«Ε! Εντάξει τώρα μην τα
ρίχνουμε και όλα στο κράτος».
«Ε! Κύριε οδηγέ. Τι θα
κάνουμε; Να πάρουμε και κανένα καφεδάκι;»
«Μπράβο σας που έχετε και
χιούμορ».
«Τι να κάνω; Αλλοίμονο αν
τα παίρνουμε όλα στα σοβαρά».
Τελικά με όλα αυτά που
άλλους τους διασκέδαζαν και άλλους τους εκνεύριζαν πέρασαν είκοσι λεπτά και ο οδηγός
μας είπε ότι πρέπει να κατέβουμε και να πάρουμε το άλλο που σε λίγο θα φτάσει.
Οι διάλογοι μεταξύ των επιβατών συνεχίστηκαν ακόμα πιο έντονα από πριν. Για
άλλους έφταιγε η εκάστοτε Κυβέρνηση, ο τάδε υπουργός που δεν ξέρει να κάνει τη
δουλειά του. Για άλλους πάλι δεν έφταιγε καμιά κυβέρνηση, απλά υποστήριζαν πως
συμβαίνουν αυτά και όλοι μαζί μίλαγαν και μέσα σε αυτές τις συζητήσεις έμπαιναν
και οι περαστικοί οι οποίοι δεν ήξεραν τι συμβαίνει κι έπαιρναν το λόγο. Τελικά
έφτασε το άλλο λεωφορείο γεμάτο κόσμο, νέο σπρωξίδι για το ποιος θα μπει πρώτος. Νέοι καυγάδες.
«Προχωρήστε πιο μπροστά.
Μπροστά είναι άδειο».
«Που να πάω κυρία μου;»
«Που να πας; Που να πας;
Προχώρα λίγο».
«Ε! Οδηγέ μην κλείνεις
ακόμα».
«Α! Καλέ πάρε από δω
αυτόν τον μπόγο».
«Και που να τον βάλλω
μανδαμ;»
«Όταν εγώ λέω πως δεν
υπάρχει κράτος».
«Άντε πάλι τα ίδια…»
Κι
ενώ συνεχιζόταν η ιστορία με το αν τελικά υπάρχει κράτος και το ποιος είναι
υπεύθυνος και καθώς είμασταν ο ένας κολλημένος πλάι στον άλλον σαν τις παστές
σαρδέλες ένοιωσα το χέρι της πλαϊνής μου να προσπαθεί να ανοίξει το φερμουάρ
της τσάντας μου. Δεν μίλησα, απλά την αγριοκοίταξα κι εκείνη τραβήχτηκε. Στην
επόμενη στάση θέλησε να κατέβει αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε τόσο κόσμο που
πραγματικά αν δεν ήσουν κοντά σε πόρτα κινδύνευες να χάσεις τη στάση σου.
Επιστρέψαμε
στο σπίτι κουρασμένες.
«Αλλιώς
την ήξερα την Αθήνα» μου είπε η Ανθούλα κι έβγαλε τα παπούτσια της από την
εξώπορτα.
«Αλλιώς
ήταν» απάντησα.
Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου