Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

φωτογραφίες από παρουσίαση


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ  "Ελλάδα σ' αγαπώ-Παράδοση και αναμνήσεις"
24 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2013





ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ "ΕΝΑΣΤΡΟΝ"









 

απόσπασμα ομιλίας


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΕΝΑΣΤΡΟΝ

24 Νοεμβρίου 2013

 

‘Η παράδοση μας έρχεται από πολύ μακριά. Κι εμείς, όπως και κάθε λαός, έχουμε καθήκον να την κρατήσουμε σφικτά στην αγκαλιά μας και να την παραδώσουμε στις μετέπειτα γενιές. Με την Πηνελόπη γνωριστήκαμε δυο χρόνια πριν, όταν παρουσίασε το πρώτο της μυθιστόρημα, δεν μας ένωσε μόνο η αγάπη για τα βιβλία, αλλά και κάτι άλλο, η αγάπη για δημιουργία και η αγάπη για την Ελλάδα. Εποχές που δεν γνωρίσαμε άρχισαν να κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας, και οι φόβοι πως η Πολιτιστική μας κληρονομιά κινδυνεύει να χαθεί μέσα στην αέναη ροή του χρόνου και μέσα στη δύνη των γεγονότων, μας οδήγησαν σε μια απόφαση, να συλλέξουμε πληροφορίες και να σας τις προσφέρουμε με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο, γράφοντας είκοσι μικρές ιστορίες, ώστε μέσα απ’ αυτές να αναδύεται η παράδοση του τόπου  μας.

Ταξιδέψαμε μακριά και μπήκαμε σ' ένα χώρο που τον πλάσαμε οι δυο μας δημιουργώντας έτσι ένα λαογραφικό βιβλίο, και σας καλούμε να μας ακολουθήσετε. Πέραν όμως από τις λαογραφικές σελίδες του υπάρχουν μνήμες φίλων και συγγενών που συνετέλεσαν να ενώσουμε το τότε με το τώρα. Υπάρχουν δικές μας αναμνήσεις που ενώνουν τα γεγονότα μιας πιο παλιάς εποχής με τη σημερινή..........


 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

διήγημα




- 47 χρόνια απουσίας -

---

 

Αγαπημένη Μαίρη γειά σου.

Τι κάνεις; Μη μου απαντήσεις μόνο με ένα τηλεφώνημα, όπως συνήθως. Γράψε μου όλα τα νέα σου. Τα δικά μου είναι αρκετά περίεργα κι όπως ξέρεις δεν έχω κανέναν, ούτε να με συμβουλέψει, ούτε να με ακούσει. Η συντροφιά μου είναι οι τρείς γατούλες μου, που η μια είναι πιο όμορφη από την άλλη.

Μερικές φορές νομίζω πως αυτό το γράμμα θα είναι και το τελευταίο που σου γράφω, όχι για κανέναν άλλο λόγο, μην τρομάζεις, αλλά… ή δε θα έχω τίποτε να πω, ή… θα ντρέπομαι. Ναι θα ντρέπομαι Μαίρη. Μη σου φαίνεται παράξενο. Κάθομαι ώρες ολόκληρες και κοιτάζομαι στον καθρέφτη, ή παίρνω τα άλμπουμ και κοιτάζω τις φωτογραφίες. Ψάχνω εκεί μέσα να βρω τον εαυτόν μου, και δεν τον βρίσκω. Δεν είμαι πουθενά. Όχι… Ξέρω τι σκέπτεσαι.  Δεν τραβούσα εγώ τις φωτογραφίες. Είμαι κάποια άλλη. Κάποια άλλη Μαίρη μου. 

Παντρεύτηκα όπως θυμάσαι από προξενιό, τον Δημήτρη. Δέχτηκα αυτόν τον γάμο για να δείξω…, όπως είναι γνωστό, στον Στάθη, πως κανείς εμένα δεν μπορεί να με γελάσει. Δεν έζησα άσχημα, όμως κάτι έλλειπε απ’ την ψυχή μου. Μερικές φορές μάλιστα, ένοιωθα και πως με έχουν ακρωτηριάσει, και πως λείπει και κάτι κι από το ίδιο μου το κορμί. Δεν προσπάθησα ποτέ να κερδίσω ό,τι δεν πρόλαβα. Δέχτηκα στωικά τη ζωή με ό,τι μου χάριζε ή μου έπαιρνε.

Μπαίνω στο σπίτι. Βάζω το κλειδί στην πόρτα και δεν ακούω τίποτε, παρά μόνο το θόρυβο του κλειδιού μου. Είναι πικρό πράγμα η μοναξιά, κι εγώ από τότε που έφυγε ο Δημήτρης, για το πιο μακρινό του ταξίδι, δεν έψαξα για καμιά συντροφιά κι ας έρχονταν άπειρες φορές στο μυαλό μου οι παρέες, τα γλέντια, ο κόσμος, τα ταξίδια. Έφτασα σε σημείο να πιστεύω, πως δεν υπάρχει παρελθόν κι αυτό, γιατί ένοιωθα πως όλο αυτό που άφησα πίσω ήταν μόνο στην φαντασία μου. Τρόμαξα στην ιδέα πως κάποτε είχα κάνει λάθος κι έτσι καλύτερα να μην υπήρξα ποτέ. Δε χρειάζεται λοιπόν να διορθώσω τίποτε. Αν είχα παιδιά, τώρα θα ήμουν γιαγιά κι έτσι θα υπήρχε συνέχεια. Τέλος πάντων, θα γνώριζα μια άλλη πτυχή της ζωής και θα ήμουν σίγουρη πως κάποτε έζησα. Κατέληξα να μην είμαι σίγουρη για τίποτε. Ζω το τώρα. Δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχει πριν, παρά μόνο χάος. Μην πιστέψεις πως τρελάθηκα ή πως αρχίζω να τρελαίνομαι, είναι τα λάθη που δεν μπόρεσα να σβήσω, κι έτσι αν η ανάμνηση είναι φανταστική παύεις να υποφέρεις. Όμως, παρ’ όλο αυτό το τρομακτικό μου πιστεύω υπάρχει κάτι το ανεξιχνίαστο, μια συνάντηση που κατέρριψε τους τρόμους μου για το αν υπάρχει παρελθόν. Λίγες ώρες ήταν αρκετές για να ανατρέψω τα πάντα και κυρίως να συμφιλιωθώ με την ζωή, τους ανθρώπους και προπάντων με τον εαυτόν μου.

Ήταν μια σκοτεινή μέρα, από αυτές που τα σύννεφα δεν παραμερίζονται για να περάσει κάποια ακτίνα του ήλιου. Είχα πάρει ένα βιβλίο και προσπαθούσα να διαβάσω, όταν κτύπησε το τηλέφωνο. Πετάχτηκα. Είχε να κτυπήσει μέρες το τηλέφωνο. Το άνοιξα. Στο άκουσμα του εμπρός, μια ανδρική φωνή με ζήτησε.

«Καλημέρα» είπε. «Μπορώ να μιλήσω με την κυρία Αριστέα Παπανικολάου;»

Ποιος με ήξερε με το πατρικό μου; διερωτήθηκα.

«Η ίδια».

            «Αριστέα… Καλημέρα. Ένα όνομα θα σου πω. Στάθης Πετρόπουλος».

Δάγκασα τα χείλη μου κι έκλεισα το τηλέφωνο τρομαγμένη. Αυτό το όνομα το ήξερα. Ο Στάθης. Είχα προσπαθήσει και αυτό το όνομα και τα έντεκα χρόνια ζωής μαζί του να τα σβύσω. Είχα προσπαθήσει να πιστέψω πως ότι υπήρχε ήταν μόνο ένα όνειρο που με τύλιξε και κατέληξε ένα κομμάτι που κινούταν στη φαντασία μου. Με ξαναπήρε αμέσως και μου ζήτησε να βγούμε. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ μπροστά στην πραγματικότητα.  Από εκείνη τη μέρα αρχίζει ένα παιχνίδι με την ζωή, με τον έρωτα, με το παρελθόν. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Είχαν περάσει σαράντα επτά χρόνια από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Θα με γνώριζε άραγε; Διερωτήθηκα. λ

Άνοιξα τη ντουλάπα μου. Τίποτε δεν μου άρεσε. Δεν υπήρχε τίποτε κατάλληλο να φορέσω. Τίποτε δε θύμιζε την Αριστέα κάποιας εποχής που είχε σβύσει πια ανεπιστρεπτί. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που άλλαξα τα πιστεύω μου. Υπήρξα. Είχα ζήσει με όλα αυτά που ήταν δικά μου, μέρη της ζωής μου. Και ήταν κάτι που έπρεπε να το αποδείξω στον εαυτόν μου. Την ίδια μέρα πήγα στο κομμωτήριο κι έβαψα τα μαλλιά μου καστανά. Αγόρασα καινούρια εσώρουχα, φόρεμα, παλτό, παπούτσια, τσάντα. Κοιτάχτηκα πολλές φορές στον καθρέφτη, μήπως βρω κάποια ατέλεια. Ναι… πολλές ατέλειες ή… τελικά δεν ξέρω ίσως καμία. Ναι… μπορεί να σου φαίνεται αστείο. Νομίζω πως ήμουν τέλεια.

Σε δυο μέρες συναντηθήκαμε στο Σύνταγμα. Δυο μέρες μου φάνηκαν σα να ήταν εκείνα τα σαράντα δύο χρόνια απουσίας απ’ τη ζωή. Στο ραντεβού πήγα είκοσι λεπτά νωρίτερα. Τρόμαξα στην ιδέα μήπως με συναντήσει στο δρόμο και μπήκα σε μια μπουτίκ. Εκείνα τα είκοσι λεπτά αργούσαν τόσο πολύ να περάσουν. Φοβόμουν… Μία μέρα πριν ένοιωθα πως ήμουν τέλεια κι εκείνη τη στιγμή ένοιωσα το αντίθετο. Είχα μεγαλώσει πολύ. Δεν ήμουν εκείνη που παράτησε κάποιο δειλινό. Τότε είχα τη δύναμη να προσπεράσω τα εμπόδια και να προχωρήσω, τώρα… δεν είχα αντοχές πια. Κάθε χρόνος που πέρασε από πάνω μου νομίζω πως δεν είναι μόνο ένας, αλλά πολλοί και μου πρόσθεσαν βαρύ φορτίο. Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα, κάποιες ρυτίδες είχαν χαράξει το πρόσωπό μου και πανάδες είχαν γεμίσει τα χέρια μου. Όχι, δεν έπρεπε να τον συναντήσω. Το είχα ήδη μετανιώσει. Αλλά ήταν αργά. Πάντα οι πιο σωστές αποφάσεις  έρχονται αργά, για να σε βασανίζουν.

 Έφτασα δέκα λεπτά αργότερα. Για σκέψου. Δεν μπορούσα να ήμουν στην ώρα μου. Ίσως να μην ήθελα. Νομίζω πως ήθελα να τον δω από μακριά πρώτα και ύστερα… Δεν ξέρω Μαίρη τι ήθελα. Πάντως η ανακάλυψη μιας αληθινής αγάπης μετά από τόσα χρόνια μου χάρισε αυτοπεποίθηση. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον και ήπιαμε απ’ το ίδιο ποτό. Μου κράτησε τα χέρια, δε μιλούσαμε, και είχαμε τόσα πολλά να πούμε. Τελικά η σιωπή λέει τα πάντα. Δεν χρειάζεται να μιλάς.

«Να μη χαθούμε» του είπα.

«Η αγάπη δε χάνεται Αριστέα, όσα χρόνια κι αν περάσουν».

Δεν ξέρω αν ήταν αλήθεια ή απλά μια λέξη έτσι αόριστη, χωρίς συνέχεια. Χωρίς να λέει τίποτε. Ίσως η μοναξιά να μας έφερε πιο κοντά. Εκείνος μόνος, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Εγώ μόνη… Αν υπάρξει συνέχεια θα μείνω μαζί του, σ’ εκείνη τη βίλλα της Εκάλης, αν δεν υπάρξει θα φύγω από την γειτονιά μου. Δεν θέλω να ζω πια σε αυτό το σπίτι. Δε θέλω να αγγίζω ό,τι άγγιζε ο Δημήτρης.

Αν δε σου γράψω ξανά Μαίρη μου δε θα πει πως δε σ’ αγαπώ. Είμαι σίγουρη πως θα με συγχωρήσεις και θα με καταλάβεις. Ένας έρωτας που ξεκινά σε αυτή την ηλικία με κάνει να ντρέπομαι κι ας προϋπήρχε. Αν μείνω μόνη δεν θα υπάρχει κάτι για να σου γράψω. Η ζωή μου θα κιλά ανιαρά ως το τέλος της.

 Σε φιλώ

Η φίλη σου Αριστέα. 

 

Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

 



Copyright © 2013     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All rights reserved”
 




 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

διήγημα

 
 

ΣΚΙΕΣ

 

Είχε νυχτώσει. Τα λιγοστά φώτα των δρόμων σκορπούσαν ένα ομιχλώδες φως. Στέκονταν θαρρείς με το ζόρι πάνω στους στύλους τους μόνο και μόνο για κείνη, αφού το παράθυρο και οι σκιές που σχηματίζονταν είχαν γίνει πια και η μοναδικές της παρέες. Μόνη της καθόταν και κοίταζε. Θα έλεγε κανείς πως κάτι περίμενε. Όταν όμως περάσουν τα χρόνια και κουβαλάς μόνο αναμνήσεις, τότε δεν περιμένεις τίποτε, ή μάλλον κάτι περιμένεις… αλλά κι εσύ δεν θέλεις να το παραδεχτείς, γιατί φοβάσαι, και προτιμάς να κάθεσαι και να κοιτάζεις στο βάθος του δρόμου. Όπως εκείνη.

Εκεί που πέφτει το χλωμό φως ανάμεσα από τις σκιές συναντούσε τη ζωή της. Θυμόταν. Έκλαιγε και γέλαγε. Είναι ίσως το πολυτιμότερο δώρο που απέκτησε ποτέ.

Οι αναμνήσεις.

Καλές ή κακές της πρόσθεταν και κάτι καινούριο τώρα, στο τέλος της ζωής της. Η νύχτα δεν είχε φεγγάρι, τα δέντρα έμοιαζαν πεθαμένα στις άκρες των δρόμων να ενώνουν τα ξερά κλαδιά τους, να αγκαλιάζονται για το στερνό αντίο, ενώ οι πελώριοι ίσκιοι τους σέρνονταν πάνω στην υγρή άσφαλτο.

Σ’ αυτό το σπίτι με την τζαμένια πόρτα και τα ψηλά παράθυρα γεννήθηκε, σ’ αυτό το σπίτι παντρεύτηκε και σ’ αυτό το σπίτι απέκτησε τον Λευτεράκη της. Τότε ήσαν όλα τόσο ωραία, κι έμοιαζαν πως ήταν τώρα δα, τώρα… τη στιγμή που έβλεπε στο βάθος του νεκρού δρόμου. Πόσο όμορφα θα ήταν να μην έσβηναν ποτέ εκείνες οι ομορφιές της ζωής και να μην ήσαν μόνο ανάμνηση. Πόσο όμορφα θα ήταν να ξεπετάγονταν τα γράμματα από τις σελίδες του ημερολογίου της και να σχημάτιζαν την ζωή που λάτρεψε. Να ξαναζούσε. Να ήταν η παιδούλα με τις χρυσές μπούκλες, και να ‘τρεχε στα σοκάκια της γειτονιάς της, να ξαναφόραγε εκείνο το νυφικό που δουλεύτηκε μέρες και μέρες από εκείνη και τη μάνα.  Να μπορούσε να την έσφιγγε ξανά στην αγκαλιά της. Ν’ ανέβαινε της σκάλες της εκκλησιάς. Να μπορούσε να συναντήσει τα μάτια του αγαπημένου της, να ακουμπούσε τα χείλη της στα δικά του και ύστερα ο Λευτεράκης της, το αγόρι της. Να σας ζήσει! Να σας ζήσει! Της έλεγαν κι εκείνη καμάρωνε. Να μπορούσε να ξαναζήσει εκείνες τις μοναδικές στιγμές, που είναι πια μόνο σκιές.  

 Με τα αδύνατα δάκτυλα της σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν, χωρίς να το καταλάβει, στα στεγνά μάγουλά της. Ποια ήταν; Αναρωτήθηκε. Άδικα προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει μέσα στις σκέψεις της το δικό της όνομα. Ένα όνομα που ένωνε την ύπαρξή της με την ίδια τη ζωή, με τη στέρηση, με την απώλεια, με την αγάπη, με κάθε τι που λάτρεψε, γιατί… όλα αυτά είναι ζωή. Τώρα ο χρόνος έμοιαζε πως δεν υπήρχε πια. Ό,τι μπορούσε να προλάβει ήταν μόνο σκιά, τίποτε άλλο. Άπλωσε τα χέρια της να χαϊδέψει το αόριστο, το απόλυτο κενό που την περιέβαλε. Κι όμως μέσα σε αυτόν τον αδυσώπητο χρόνο υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να σβήσει. Το κάποτε. Γι αυτό το κάποτε ζούσε κι ένα αντίο ήταν πολύ λίγο. Πέντε γράμματα δεν μπορούσαν να κρατήσουν πάνω τους όλη αυτή τη ζωή που ήταν γραμμένη σε αμέτρητες σελίδες.

Ελπίδες που σύρθηκαν πίσω από κάθε όνειρο της ξεπήδησαν από τα βάθη της ψυχής της, ένα πνιχτό γιατί ακούστηκε και χάθηκε στον ορίζοντα του πουθενά. Τα χέρια της ανακάτεψαν ξανά και ξανά τις μπερδεμένες φωτογραφίες. Χάιδεψαν τα πρόσωπα, τα χείλη της ακούμπησαν τα χείλη, τα μάτια, τα μαλλιά. Μορφές που δεν ήσαν πια τίποτε άλλο παρά χαρτιά έμειναν πολύ ώρα αγκαλιά της. Έγχρωμες εικόνες, ασπρόμαυρες εικόνες ανακατεύτηκαν και σχημάτισαν τη ζωή της, τουλάχιστον ότι  μπορούσε να θυμάται, και πέρασαν σαν καταιγίδα και έφυγαν. Η καρδιά της κτύπησε δυνατά, πολύ δυνατά. Οι σκιές μεγάλωσαν, έγιναν όγκοι και άρχισαν να χορεύουν γύρω της. Πετάχτηκε όρθια. Οι φωτογραφίες έπεσαν και χύθηκαν στο πάτωμα. Άρχισε να χορεύει κι εκείνη. Όλα γύριζαν τώρα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Ήταν ο πιο τρελός χορός της ζωής της. Ένας τρόμος την περιέβαλλε. Ρίγος διαπέρασε το κορμί της.

 Όχι, όχι δεν ήταν εκείνη, ήταν μια άλλη που πήρε τη θέση της αυτά τα τελευταία λεπτά. Όχι, όχι δεν ήταν εκείνη, εκείνη δεν χόρεψε ποτέ, δεν ήξερε να χορεύει, ήταν μια άλλη που κράτησε τα παγωμένα της χέρια και την έσυρε σε αυτόν τον μεθυστικό χορό. Όχι, όχι δεν ήταν εκείνη. Δεν μπορεί να ήταν εκείνη, ήταν μια άλλη που έκλεισε το φως και χάθηκαν οι σκιές για πάντα.    



 
Copyright © 2013     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All rights reserved”

 
 
v Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου στις 27 Σεπτεμβρίου 2013, ημέρα Παρασκευή. Αρ. φύλλου 341.

 

Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου  

   

 

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

διήγημα

 
 
ΜΕΡΕΣ ΣΙΩΠΗΣ
 
          Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Κι αυτές οι σταγόνες που έπεφταν πάνω στο τζάμι έμοιαζαν πως χάραζαν το πρόσωπο της Αγνής. Στεκόταν εκεί, πίσω απ’ τις κουρτίνες. Καμιά φορά τις παραμέριζε και προσπαθούσε να δει στην άκρη του δρόμου, μήπως κάποια σκιά περάσει ξυστά κάτω απ’ το παράθυρό της, μήπως κάποιος φωνάξει το όνομα της, μήπως κάποιος πει…, περίμενε.
            Γύρισε το κεφάλι της. Κοίταξε το δωμάτιο. Το περιεργάστηκε σα να το ‘βλεπε για πρώτη φορά.  Όλα ήσαν στη θέση τους. Πίστευε πως αυτές οι λίγες μέρες απουσίας της απ’ την πραγματικότητα θα την βοηθούσαν να σκεφθεί πιο ξεκάθαρα τη ζωή της. Να βρει τρόπους, ώστε να λύσει τους γρίφους, που γέμιζαν όλο και περισσότερο τις λευκές σελίδες της.
Όχι, όχι. Δεν μπορούσε να περιμένει. Αντίθετα έπρεπε να τρέξει, να βιαστεί να αρπάξει τα ινία και να σταθεί μπροστά στο άγριο πλήθος που έτρωγε τις σάρκες της, να παλέψει με τα στοιχειά που την βασάνιζαν, με καθ’ ένα θεριό που έπινε το αίμα της.
            Τα κλειδιά ήταν πεταμένα πάνω στο τραπεζάκι του χολ. Η βαλίτσα της περίμενε μπροστά στην εξώπορτα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, ούτε επιστροφή. Αλίμονο αν υπήρχε επιστροφή, τότε, δεν θα υπήρχε τέλος, κι έπρεπε να τελειώσει το συντομότερο.
Αυτό ήταν! Είχε πάρει τις αποφάσεις της. Το ‘ξερε. Ήταν σίγουρη, λίγες μέρες, μόνο λίγες μέρες ήταν αρκετές για να σβήσουν το χθες, το προ ολίγου, το παρελθόν, κι έτοιμη πια θα έκλεινε τις κουρτίνες για πάντα.  
            Σωτηρία για κείνον που της άρπαξε τη ζωή, για κείνον που της έκλεψε τα όνειρά της, δεν θα υπήρχε πια. Μαχαίρι θα έμπηγε στην καρδιά του κι ας την εκλιπαρούσε, ας σερνόταν στα πόδια της, ας της υποσχόταν πως ήταν η τελευταία φορά, όπως άπειρες φορές είχε δώσει ίδιες υποσχέσεις και λόγια που σκορπίζονταν στον αέρα. Όχι, τώρα πια δεν θα περίμενε. Όταν θα γύριζε, εκείνος θα ήταν εκεί κι εκείνη, η Αγνή δεν θα επέτρεπε πια κανέναν βιασμό ψυχής. Η μέθη των ονείρων θα έσβηνε για πάντα για να ανοίξει ένα καινούριο μονοπάτι της ζωής της.
            Μέθη των ονείρων της! Και πράγματι άπειρες φορές μέθυσε μέσα στις φλόγες ενός έρωτα, που κατέληξε στην πιο τραγική φάρσα της ζωής της. Εκείνος που παρουσιάστηκε σαν άγγελος, που γιάνει τις πληγές, για να την παρασύρει στην άβυσσο και να της ξεριζώσει τις ομορφιές του παραδείσου που ονειρεύτηκε, δεν θα μπορούσε να την αγγίξει πια. Όχι, όχι! Ήρθε η στιγμή που βρήκε το κουράγιο για να διώξει από πάνω της την αβεβαιότητα. Όχι, όχι! Ήρθε το τέλος, αλλά και η αρχή του δικού της θριάμβου.
Πήρε τα κλειδιά, τη βαλίτσα της κι έφυγε.   
 
Copyright © 2013   Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All rights reserved”
 
 

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

αναμνήσεις


 
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 

Ο κόσμος τη φώναζε κυρία, η θεία Αννιώ Αρχόντω, κάποιες μακρινές μου ξαδέλφες θεία Αρχοντούλα, οι γονείς μου μητέρα, ο θείος Μηνάς Αρχοντιά, ο παππούς Αρχόντισσα κι εγώ… Αμ εγώ είχα το προνόμιο να τη λέω γιαγιά, γιατί ήταν γιαγιά μου.

Τη φωτογραφία της την έχουμε στο σαλόνι, μαζί με τον παππού. Είναι μια απ’ εκείνες τις παλιές φωτογραφίες, με ένα χρώμα καφετί. Εκείνη κάθεται σε μια καρέκλα. Φορεί ένα καπέλο μεγάλο με φτερά και το φόρεμα της είναι… μάλλον βελούδινο, μακρύ με πολλά μικρά κουμπιά μπροστά ως τη μέση της και με έναν γιακά όλο νταντέλα. Ο παππούς στέκεται από πίσω της, όρθιος. Τα μαλλιά του είναι όλα χτενισμένα προς τα πίσω και πολύ σκούρα. Έχει και μουστάκι. Δεν θα μπορούσα ποτέ να τον φανταστώ με σκούρα μαλλιά. Εγώ τον γνώρισα με άσπρα, κάτασπρα. Πέθανε πριν την Αρχόντισσα του, εκείνη μάλλον δεν το κατάλαβε. Δεν καταλάβαινε τίποτε πια. Ίσως όμως να κάνω λάθος, γιατί εκείνη τη μέρα δάκρυσε.  

Μετά τον θάνατο και της γιαγιάς ανοίξαμε το μπαούλο και βγάλαμε χίλια δυο μικροπράγματα, δικά της, όπως ένα καθρεφτάκι με σκαλιστό χέρι, ένα μικρό μπωλ από πορσελάνη, κάποια μπιμπελό, άλλα λίγο σπασμένα κι άλλα όχι, ένα μικρό δεματάκι γράμματα, φωτογραφίες, δυο καπέλα, ένα κολιέ από μαργαριτάρια κ. ά. Όσο ζούσε δεν μας άφηνε να τα πειράξουμε. Άμα πεθάνω, έλεγε. Κάντε τα ότι θέλετε. Κι έτσι εμείς για να τιμήσουμε τη μνήμη της τα βάλλαμε σε μια βιτρίνα στο δωμάτιο που κοιμόταν.

Το ξέρω πως αυτά τα μικροαντικείμενα φυλάνε χιλιάδες  αναμνήσεις. Ιστορίες παλιές, άλλες που δεν μαθεύτηκαν ποτέ, άλλες που πέρασαν στη λήθη κι άλλες που ακόμα τις συζητάμε. Μας ταξιδεύουν μακριά, σε εποχές που δεν ζήσαμε, μόνο ακούσαμε κι όμως όσο τις επαναφέρουμε στη μνήμη μας τόσο αισθανόμαστε πως είναι κομμάτια δικά μας, της δικής μας ζωής κι ας ανήκουν σε άλλους, όχι μόνο ανθρώπους αλλά και καιρούς.

Η γιαγιά μου έλεγε πως όλοι μας, άνθρωποι και χρόνοι είμαστε ενωμένοι με μια αόρατη κλωστή, που δεν έχει αρχή και τέλος. Σε αυτή την κλωστή, που είναι ένας πελώριος κύκλος, ο κύκλος της ζωής, συμβαίνουν όλα τα γεγονότα της ανθρωπότητας και κάποια στιγμή θα επαναληφθούν. Επάνω σε αυτή την ιδέα της στήριζε τα μεγάλα της όνειρα, πως κάποτε θα γύριζε πίσω στην πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολη, αλλά και πως κάποτε θα ξαναγινόταν Ελληνική.  

Ήρθε διωγμένη με όλη της την οικογένεια κι άφησε πίσω της τη ζωή της, μια ολόκληρη ζωή. Κάποτε, έλεγε θα την ξαναβρώ. Είναι δική μου. Είναι η δική μου ζωή και δεν έχει δικαίωμα να μου την πάρει κανείς. Ταξίδεψε όμως για τα ουράνια χωρίς να δει αυτό το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα. Πριν έρθουν στην Αθήνα ένα βράδυ έμειναν στον σταθμό του τρένου της Θεσσαλονίκης, το άλλο βράδυ, ευτυχώς, κοιμήθηκαν στο σπίτι της Αννιώς, μιας ξαδέλφης της. Ήσαν όλοι πολύ ταλαιπωρημένοι. Την Αννιώ τη γνώρισα όταν πήγαινα ακόμα Δημοτικό. Είχε έρθει να μας δει. Θυμάμαι το πόση ώρα έμειναν αγκαλιασμένες. Η μια χάιδευε το πρόσωπο της άλλης κι έκλαιγαν. Έκλεγε και η μαμά μου μαζί τους, δάκρυσα κι εγώ, ακόμα και ο παππούς. Εκείνος το μόνο που έκανε πια ήταν να θυμάται. Μνήμες μιας ζωής.

«Τι λες Αννιώ. Θα προλάβουμε;»

«Θα προλάβουμε. Αρχόντω».

«Κι αν όχι εμείς; Τότε σίγουρα τα παιδιά μας. Το πιστεύεις;»

«Το πιστεύω». 

 

Η ελπίδα δε χάθηκε, παρέμεινε ζωντανή στην ψυχή του κάθε Έλληνα. Οι θρύλοι που κράτησαν το όνειρο, με αυτούς που μεγάλωσε η θεια Αννιώ, που μεγάλωσε η γιαγιά Αρχόντω, που μεγάλωσε ο παππούς μεταφέρθηκαν σε μένα. Ρίζωσαν στην καρδιά μου και άρχισα να πιστεύω σε αυτό που έλεγε η γιαγιά, σε ένα πελώριο κύκλο, που… κάποτε…, κάποτε θα επαναληφθούν τα γεγονότα.

          Η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου ημέρα Τρίτη 1453. Τότε ένα πουλί πέταξε κι έφερε το μαντάτο σε ένα χωριό της Ηπείρου ακριβώς την ώρα που ένα κοπάδι έπινε νερό από ένα ποτάμι. Το ποτάμι σταμάτησε να κυλά και θα ξαναρχίσει πάλι την πορεία του όταν η Πόλη ξαναγίνει Ελληνική. 

          Η γιαγιά μαζί με την θεία Αννιώ πήγαιναν πολύ συχνά στο Μπαλουκλή για την εκκλησιά της Ζωοδόχου Πηγής και το Αγίασμα της. Αυτό είναι μια πηγή που τρέχει σε μια δεξαμενή με ψαράκια. Κατά την παράδοση την ώρα που έπεσε η Πόλη ένας καλόγηρος τηγάνιζε ψάρια, κι αυτά πήδησαν απ’ το τηγάνι κι έπεσαν στη δεξαμενή, μισοτηγανισμένα. Όταν η Πόλη γίνει πάλι Ελληνική ο καλόγηρος θα συνεχίσει το τηγάνισμα.

          Τη στιγμή που οι Τούρκοι μπήκαν στην ‘Αγια Σοφιά ο παππάς που λειτουργούσε πήρε το Άγιο Δισκοπότηρο, για να μην πέσει στα χέρια τους, και μπήκε σε μια πόρτα κι εκείνη έκλεισε πίσω του. Θα ξανανοίξει και ο παππάς θα συνεχίσει την Λειτουργία όταν η Πόλη γίνει πάλι Ελληνική.

          Όταν έπεσε η Πόλη και μετά, τρία αδέλφια από την Κρήτη, πολύ θαρραλέα, συνέχισαν να πολεμούν σε έναν από τους Πύργους της. Οι Τούρκοι δεν κατάφερναν να τον καταλάβουν. Ο Σουλτάνος εντυπωσιάστηκε και τους άφησε να φύγουν δίδοντας τους κι ένα καράβι για να επιστρέψουν στην Κρήτη μαζί με τους άνδρες τους. Εκείνοι το δέχτηκαν. Το πλοίο όμως δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη. Η παράδοση λέει πως από τότε περιπλανώνται στο πέλαγος και θα περιπλανώνται μέχρι την ημέρα που θα αρχίσει πάλι η μάχη. Τότε θα επιστρέψουν στην Πόλη για να πολεμήσουν.

          Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο τελευταίος αυτοκράτορας.

          Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς.

Πόσο πολύ μου άρεσε να ακούω αυτή την ιστορία. Η γιαγιά μου έλεγε πως το πτώμα του δε βρέθηκε ποτέ. Λένε πως όταν οι Τούρκοι μπήκαν μέσα ο Κωνσταντίνος προσπάθησε καβάλα στο άλογο του να τους εμποδίσει, καθώς όμως πολεμούσε έπεσε μαζί με το άλογο του. Τότε ένας με το σπαθί του πήγε να τον σκοτώσει. Εκείνη τη στιγμή όμως Άγγελος Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Όταν έρθει εκείνη η στιγμή όπου ο Κύριος επιτρέψει η Πόλη μας να ξαναγίνει Ελληνική, ο Άγγελος θα του δώσει ζωή και με το σπαθί του θα πολεμήσει τους Τούρκους.  

 

«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις.

Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι». 

                      Από δημοτικό τραγούδι

 

 Είναι στιγμές της ζωής μου, που καθώς κοιτώ εκείνα τα μικροπράματα της γιαγιάς μου, της Αρχόντισσας, όπως την έλεγε ο παππούς, μέσα στη βιτρίνα νομίζω πως μου μιλούν, μου διηγούνται ιστορίες μακρινές κι εγώ γυρίζω πίσω και ζω μαζί με εκείνην και το όνειρο.

 
Copyright © 2013     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
"All rights reserved"


Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου 7 Ιουνίου 2013 Αρ. φύλλου 327


 

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

συνεντεύξεις


 

Συνέντευξη στη Μαίρη Γκιώνη-Λαρεντζάκη "Εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου"

*





 

-Κυρία Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου ευχαριστώ για την χαρά και την τιμή, καλοτάξιδο το βιβλίο σας.

-Εγώ σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να μιλήσω για μένα και τις απόψεις μου.

 

1η ερωτ. … Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του νέου σας βιβλίου υπό τον τίτλο «Η άλλη πλευρά του παραδείσου» τί διαπιστώνετε στην αγορά του βιβλίου; Τί συμβαίνει;

Απ.   Άσχετα με το αν ένα βιβλίο πάει καλά, όπως λέμε, οι Έλληνες δε διαβάζουν κι αυτό είναι λυπηρό. Ένα καλό βιβλίο είναι μια όμορφη συντροφιά.

 

2η ερωτ. … Είναι η εποχή κατάλληλη για τον συγγραφέα να μοιραστεί το πάθος του για τα έργα του με τον αναγνώστη;

Απ.  Περνάμε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Πιστεύω πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καθένας μας δεν αφήνουν τον κατάλληλο χρόνο ή αν θέλετε την διάθεση ώστε ο αναγνώστης να μοιραστεί, όπως λέτε, το πάθος του συγγραφέα. 

 

3η ερωτ. … Η επίγνωση των δυσκολιών σας κάνουν δυνατότερη; Τί εμπόδια υπερπηδάτε;

Απ.  Δεν υπήρξε ποτέ περίοδος της ζωής μου που οι εκάστοτε δυσκολίες να με καθήλωσαν. Εμπόδιο δεν υπάρχει. Η αγάπη γι’ αυτό που κάνω είναι ο οδηγός μου.

 

4η ερωτ. … Ο συγγραφέας ποιούς υποστηρικτές έχει; Σκέφτεστε τις πωλήσεις ή παραμένετε στα σύννεφα της δημιουργίας μόνο;

Απ.   Το αναγνωστικό του κοινό είναι και ο μόνος υποστηρικτής. Σε κάποιο μου βιβλίο γράφω «… Ξεκίνησα μια πορεία μέσα σ’ ένα άγνωστο κόσμο, με ένα σκοπό. Να ζήσω τη μαγεία και να τη γράψω. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως ό,τι βιώνεις μπορείς να το πλάσεις με τα δάκτυλά σου μέσα στη φούχτα σου και να κτίσεις μια ολόκληρη πολιτεία, άγνωστη για σένα μέχρι τότε, που σιγά σιγά γίνεσαι μέρος της. Ζεις μαζί με τους ανθρώπους της…». Νομίζω πως αυτά τα λίγα λόγια λένε τα πάντα, γιατί πραγματικά από την στιγμή που αρχίζω να γράφω μπαίνω σε ένα χώρο που τον πλάθω μόνη μου και ζω τη μαγεία της δημιουργίας μου. Είμαι ο ήρωας,  αλλά και ο κομπάρσος. Είμαι ο θεατής, ο αναγνώστης, ο σκηνοθέτης, ο συγγραφέας. 

 

5η ερωτ. … Όλα βαίνουν καλά; Τί σας ενοχλεί σήμερα περισσότερο από ποτέ;

Απ.   Δυστυχώς τίποτε δεν πάει καλά. Εγώ μεγάλωσα. Το τρένο έφυγε, τα παιδιά όμως; Όλα αυτά τα παιδιά που πάνω τους στηρίζουμε το μέλλον… θα υπάρξει μέλλον; Ανησυχώ..

 

6η ερωτ. … Είστε μουσικός, λυρική τραγουδίστρια, μας συνδέουν δάσκαλοι στο κλασσικό τραγούδι και στην μουσική, χαίρομαι γι αυτό. Εγώ ντρεπόμουν πολύ, δεν τραγούδησα. Μιλήστε μας για την καριέρα σας, είχε την εξέλιξη που θέλατε;

Απ.  Η πρώτη Όπερα που άκουσα ήταν η Τραβιάτα του Βέρντι. Ήμουν μικρή. Με μάγεψε. Πόσο θα ήθελα να ήμουν εγώ εκείνη που τραγουδούσε! Ονειρευόμουν… και τα όνειρά μου κάποτε άρχισαν να πραγματοποιούνται όταν μπήκα στο Ωδείο και ξεκίνησα κλασσικό τραγούδι. Μετά το τέλος των σπουδών μου άρχισαν νέα όνειρα, μιας μεγάλης επιτυχημένης καριέρας, όμως οι συνθήκες δε μου επέτρεψαν να αγγίξω αυτό το μεγάλο όνειρο κι έτσι παρουσιάστηκα μόνο σε πολιτιστικές εκδηλώσεις.   

 

7η ερωτ. … Μπορεί η άποψη, όπως διατυπώνεται, του συγγραφέα να αλλάξει την αντίληψη και την προσέγγιση στα φαινόμενα του αναγνώστη;

Απ.   Πιστεύω πως ναι, αρκεί η γραφή του συγγραφέα να είναι πολύ δυνατή.

 

8η ερωτ. … Τί ευκαιρίες σας έχει δώσει η πόλη μας; Καθώς ξέρω είστε ενεργός πολίτης.

Απ.   Όταν θέλησα να παρουσιάσω το βιβλίο μου στο Δήμο, πραγματικά η πόλη μας με αγκάλιασε. Και αυτή την ζεστή αγκαλιά θα τη θυμάμαι πάντα.

 

9η ερωτ. … Αν σας έδιναν την δ/νση του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου μας, τί θα κάνατε; Τί θα αλλάζατε;

Απ.   Θα έδινα ευκαιρίες ώστε να φανούν τα ταλέντα. Υπάρχουν πολλά ταλέντα που βρίσκονται στην αφάνεια.

 

10η ερωτ. … Ποιά είναι η γνώμη σας για το καλοκαιρινό Φεστιβάλ στο Δήμο μας;

Απ.   Είναι μια πολύ καλή προσπάθεια. Ο Δήμος φέρνει αξιόλογους καλλιτέχνες και η προσέλευση του κοινού είναι μεγάλη.

 

11η ερωτ. … Ποιά είναι η καινοτομία στο χώρο της συγγραφής; Στο χώρο της μουσικής επί παραδείγματι ένα έργο του Thomas Larcher για 14 έγχορδα έχει ως βασική ιδέα την παραγωγή ήχων και θορύβου με τη χρήση κερμάτων ευρώ αντί για δοξάρι στα έγχορδα. Ο συνθέτης λέει ότι το ευρώ είναι πιο ελαφρύ από το φράγκο.

Απ.  Απ’ ότι ξέρω σημαντική καινοτομία για τον χώρο αστυνομικών μυθιστορημάτων θεωρήθηκαν οι ιστορίες με ντετέκτιβ τον Σέρλοκ Χολμς, τις οποίες έγραψε ο Σκωτσέζος (ιατρός, συγγραφέας) Σερ Άρθουρ Ιγνάτιος Κόναν Ντόυλ. Μάλιστα επειδή θέλησε να επικεντρωθεί στα ιστορικά του μυθιστορήματα αποφάσισε πως έπρεπε να σκοτώσει τον Χολμς μαζί με τον καθηγητή Μοριάτρυ, όπου και πέφτουν από έναν καταρράκτη. Η κατακραυγή όμως του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη που ανάγκασε τον Κόναν να επαναφέρει τον Χόλμς λέγοντας πως σκηνοθέτησε ο ίδιος τον θάνατό του.  

 

12η ερωτ. … Πόσες φορές έχετε πάει στο Μέγαρο Μουσικής από την ίδρυση του;

Απ.   Δυστυχώς μόνο τρεις.

 

13η ερωτ. … Είδαμε στη Λυρική να προσεγγίζει το κοινό με εμφανίσεις όπως στην Βαρβάκειο αγορά και αλλού. Ποιά είναι η γνώμη σας;

Απ.   Λυπάμαι πραγματικά. Όταν ήμουν μικρή έμαθα πως μια καλή εμφάνιση δεν τιμά μόνο τον απέναντι μας αλλά δείχνει και την προσωπικότητα  μας. Δυστυχώς όλα αυτά τα πιστεύω μου με τα χρόνια καταρρίφθηκαν. 

 

14η ερωτ. … Ανήκομεν εις την Δύσην; Ποιές οι επιρροές μας από την εποχή της Τουρκοκρατίας που μας οδήγησαν καλλιτεχνικά; Μουσικά;

Απ.   Μετά το τέλος της δικτατορίας του 1967 και την ένταξη μας στην Ευρωπαική Ένωση το 1981, ανήκομεν εις την Δύσην, δεν έπαψαν όμως τα 400 χρόνια της Τουρκικής κατοχής που τότε επηρέασαν τους Έλληνες, όχι μόνο μουσικά αλλά και στον τρόπο ζωής τους, να καθορίσουν την πορεία του νεότερου πολιτισμού. Παρατηρούμε μια συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων να θεωρεί κάθε τί ανατολίτικο, παραδοσιακό. Το παρελθόν μοιάζει να στριφογυρίζει. Ο σημερινός Έλληνας θα χαρεί να ακούσει Ανατολίτικη  μουσική. Να χορέψει ζεϊμπέκικο ή χασάπικο. Να απολαύσει Τούρκικα φαγητά, γλυκά. Χρησιμοποιεί Τούρκικες λέξεις στο λεξιλόγιο του. Κι όμως ανήκομεν εις την Δύσην.   

  

15η ερωτ. … Υπάρχει οργασμός στον χώρο των Τεχνών-Γραμμάτων, πληθώρες οι εκδηλώσεις-δημιουργίες. Τί κοινό έχει διαμορφωθεί κατά τη γνώμη σας;

Απ.  Πιστεύω πως όλες αυτές οι πληθώρες εκδηλώσεων δημιούργησαν ένα κοινό αδιάφορο για την τέχνη.

 

16η ερωτ. … Η μνήμη και η φαντασία σας σας οδηγούν πάντα στη συγγραφή ή εκφράζεστε και με διαφορετικούς τρόπους;

Απ.   Αγαπώ πολύ και την ζωγραφική. Τον ελεύθερο χρόνο μου ζωγραφίζω. Μεταφέρω τα συναισθήματα μου αγγίζοντας με τα πινέλα μου τον καμβά.

 

17η ερωτ. … Η μουσική είναι ένα μέσο επικοινωνίας και κατανόησης, ένα μέσο για συμφιλίωση όπως λέει ο Hans Werner Henze, ο  ιστορικός συνθέτης, που έφυγε στις 27/10/2012. Συμφωνείτε με αυτό;

Απ.  Πιστεύω πως η μουσική εάν βρισκόταν σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας θα μας ένωνε. Η μουσική δεν έχει όρια, δεν τη χωρίζουν ηγέτες, κράτη. Μιλάει την ίδια γλώσσα σε όλους τους λαούς.    

 

18η ερωτ. … Ποια η γνώμη σας για τα ηλεκτρονικά βιβλία; (e-books).

Απ.  Έμαθα σε έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης, όπως εξάλλου και οι περισσότεροι, πόσο μάλιστα εκείνοι της δικής μου γενιάς. Παρόλα αυτά δε θα έλεγα ποτέ όχι σε ένα ηλεκτρονικό βιβλίο. Πρέπει να πηγαίνουμε μπροστά.

 

19η ερωτ. … Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γράφει:… «Φοβάμαι τους ανθρώπους…» Εσείς τους φοβάστε και γιατί;

Απ.   Κυρία Γκιώνη, ο Αναγνωστάκης υπήρξε ένας ποιητής που πάντα θαύμαζα. Το ποίημά του «φοβάμαι» μας φέρνει τόσο κοντά στην πραγματικότητα, μια αλήθεια που τη ζούμε καθημερινά. Ναι, κυρία Γκιώνη, φοβάμαι κι εγώ τους ανθρώπους για τον ψεύτικο χαρακτήρα τους. Ναι, κυρία Γκιώνη, φοβάμαι ακόμα πιο πολύ σήμερα και θα φοβάμαι ίσως κάθε μέρα και περισσότερο.   

 

20η ερωτ. … Με τί αισθητήριο επιλέγει το κοινό ένα βιβλίο; 

Απ.   Όλα τα βιβλία έχουν υπέροχα εξώφυλλα. Αυτό είναι και το πρώτο που θα κοιτάξει το κοινό. Θα δει την τιμή. Θα διαβάσει το οπισθόφυλλο, θα δει φυσικά και το όνομα του συγγραφέα και θα αποφασίσει.

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012 Αρ. φύλλου304

___________








Συνέντευξη στην Μαίρη Λαρεντζάκη-Γκιώνη

 

Ερ. 1η Κυρία Λιανού-Ιωαννίδου Καίτη ένα νέο σας βιβλίο με τη συνεργασία της Εμμανουήλ Πηνελόπης κυκλοφορεί. Πώς αισθάνεστε;

Απ.  Κυρία Γκιώνη χαίρομαι πραγματικά, και σας ευχαριστώ που μου δίνετε αυτή την ευκαιρία να μιλήσω για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, όπως είναι η συνεργασία. Από μικρή άκουγα πως το να συνεργαστεί κανείς είναι πολύ δύσκολο και μερικές φορές και ακατόρθωτο. Μπαίνουν μες στη μέση ειδών ειδών συμφέροντα, όπως οικονομικά αλλά και άλλα θέματα που δημιουργούν ρήξη ανάμεσα στους συνεργάτες. Το πιστεύω για μια συνεργασία πάνω σε ισότιμη βάση για ένα κοινό στόχο καταρρίπτεται. Οι ιδέες του καθ’ ενός είναι διαφορετικές άρα και οι αποφάσεις. Με την Πηνελόπη γνωριστήκαμε δυο χρόνια πριν, όταν παρουσίαζε το δικό της βιβλίο. Μας ένωσαν πολλά κοινά, όπως η αγάπη για τα βιβλία, η αγάπη για δημιουργία αλλά και κάτι άλλο, η αγάπη για την Ελλάδα. Για μια Ελλάδα που πονά και υποφέρει, για μια Ελλάδα που μας έχει χαρίσει αμέτρητους θησαυρούς. Είναι πολύ σπουδαίο η συνεργασία να βασίζεται σε αυτή την τόσο  μικρή αλλά και μεγάλη λέξη την «αγάπη». Αγάπη για να μπορείς να συνεχίζεις. Σ’ αυτή τη λέξη στηριχτήκαμε κυρία Γκιώνη και προχωρήσαμε και θα συνεχίσουμε να προχωράμε μαζί μέχρι την ολοκλήρωση του στόχου μας.   

Ερ. 2η  ΕΛΛΑΔΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ- ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ. Ένας τίτλος που μας γεμίζει συγκίνηση. Τι θα απολαύσουμε; Ποιο το περιεχόμενο του;   

Απ.  Το βιβλίο μας αποτελείται από είκοσι μικρές ιστορίες όπου μέσα απ’ αυτές αναδύεται η παράδοση του τόπου μας και όχι μόνο. Σε κάθε ιστορία υπάρχουν αναμνήσεις που ενώνουν το τότε με το τώρα, και μας αγκαλιάζουν. Με την Πηνελόπη ταξιδέψαμε στο παρελθόν. Βρεθήκαμε σε μέρη άγνωστα για μας και ζήσαμε μαζί με τους ήρωές μας θρύλους, παραδόσεις, συνήθειες.

Ερ. 3η  Πως αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο;

Απ.   Εποχές που δε γνωρίσαμε άρχισαν να κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας, αλλά και οι φόβοι πως η πολιτιστική μας παράδοση κινδυνεύει να χαθεί μέσα στη δίνη των γεγονότων και μέσα στην αέναη ροή του χρόνου, μας οδήγησαν στη συγγραφή αυτού του λαογραφικού βιβλίου.

Ερ. 4η  Έχει φωτογραφίες το βιβλίο σας μέσα; Τι άλλο έχει;

Απ.  Σε κάθε ιστορία υπάρχει το ανάλογο φωτογραφικό υλικό. Στις τελευταίες σελίδες του υπάρχει λεξιλόγιο και ενδεικτικές διαδικτυακές πηγές για περαιτέρω μελέτη.

Ερ. 5η  Πόσος χρόνος χρειάστηκε να δουλέψετε μαζί με την Πηνελόπη;

Απ.  Η συλλογή πληροφοριών για τα διάφορα ήθη και έθιμα, για τις παραδόσεις μας για οτιδήποτε είναι αυτό που ένωσε και ενώνει τις γενιές και ύστερα οι ιστορίες που θα έπρεπε με εύστοχο τρόπο να περιλάβουν όλα αυτά που μας χαρακτηρίζουν σα λαό,   είναι αρκετά χρονοβόρα υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως ο ένας χρόνος που χρειάστηκε για να ολοκληρώσουμε το πρώτο μας βιβλίο, μιας σειράς που θα ακολουθήσουν με γενικότερο τίτλο «ΕΛΛΑΔΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ», δεν ήταν και τόσο μεγάλος.

Ερ. 6η  Ποια τα συναισθήματα σας κατά τη διάρκεια της συγγραφής του;

Απ.  Κυρία Γκιώνη, στην μνήμη μας υπάρχουν αμέτρητες εικόνες, διαδρομές της ζωής μας. Υπάρχουν ήχοι, που συνεχίζουν να ηχούν ακατάπαυστα. Υπάρχουν ομιλίες που ακόμα ακούμε. Γυρίζοντας λοιπόν τις σελίδες της ζωής μου, μια και το βιβλίο μας αναφέρεται στο παρελθόν, ταξίδεψα πολύ πιο μακριά, σε εποχές που μόνο είχα ακούσει. Μπλέχτηκα μαζί με τον κόσμο τους κι έζησα νοερά τη δική τους ζωή.

Ερ. 7η  Πώς νοιώθετε που τελείωσε και κυκλοφορεί;

Απ.    Πρώτα απ’ όλα ικανοποίηση, χαρά. Το «ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» είναι ένα βιβλίο αναφοράς στο παρελθόν. Ήθη και έθιμα, ελπίδες, μνήμες ενώνονται μεταξύ τους για να γεμίσουν τις σελίδες του. Η κυκλοφορία του είναι η πραγματοποίηση ενός ονείρου.   

Ερ. 8η  Έχετε κάτι άλλο στο τυπογραφείο;

Απ.  Αυτή τη στιγμή όχι. Πιστεύω όμως πως σύντομα θα εκδοθεί το δεύτερο βιβλίο της σειράς «ΕΛΛΑΔΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ» και το οποίο θα περικλείει ανάλογες λαογραφικές ιστορίες.

Ερ. 9η  Τι θα θέλατε να κάνετε ως δημιουργός… συγγραφέας… ζωγράφος;

Απ.  Κυρία Γκιώνη ο πρώτος μου έρωτας, όπως έχω ξαναπεί και σε άλλη συνέντευξη, ήταν η μουσική. Συγκεκριμένα το λυρικό θέατρο. Δεν μου δόθηκαν οι ανάλογες ευκαιρίες για να προχωρήσω σε μια καριέρα, όπως επιθυμούσα εγώ, κι έτσι έμεινε ένα όνειρο, στην ψυχή. Με την ζωγραφική νοιώθω πως μεταφέρω τα συναισθήματα μου αγγίζοντας με τα πινέλα μου τον καμβά. Πραγματικά θα ήταν όμορφο να κάνω μια έκθεση παρουσιάζοντας έργα ζωγραφικής και Αγιογραφίας. Όταν όμως γράφω, νοιώθω πως μπαίνω σε ένα χώρο που τον πλάθω μόνη μου. Κάθομαι στον υπολογιστή μου, στο δωμάτιο μου, αλλά δεν υπάρχει δωμάτιο. Γύρω μου υπάρχει ένα κενό που εγώ λίγο λίγο το γεμίζω και γίνεται ο χώρος μου. Γίνομαι ο ήρωας του βιβλίου μου, ο κομπάρσος, γίνομαι ο σκηνοθέτης, ο αναγνώστης. Είναι ένας τόπος όμορφος γιατί είναι δικός μου, και αυτόν τον τόπο δεν μπορεί κανείς να τον αγγίξει και να τον αλλάξει.

            Τι θέλω να κάνω; Αυτό που βγαίνει μέσα απ’ την ψυχή μου και μεταφέρεται σε τόσες λευκές σελίδες, μέχρι που γεμίζουν, για να φτάσουν να γίνουν διηγήματα ή μυθιστορήματα, θέλω να το γνωρίσει ο κόσμος. Σε κάθε μυθιστόρημα μου είναι ο καθ’ ένας μας. Είναι μυνήματα για την ζωή, τον έρωτα, την αγάπη, τον άνθρωπο.

Ερ. 10η  Είστε ευτυχισμένη, χαρούμενη;

Απ.   Σε κάποιο μου βιβλίο γράφω: “Ευτυχία; Είναι μια λέξη που δύσκολα κανείς μπορεί να εκτιμήσει την αξία της, γι’ αυτό και δεν την προφέρω εύκολα. Του ότι έχω μια σπουδαία οικογένεια. Ναι! Αυτό είναι ευτυχία”.

            Πέραν όμως από την ευτυχία που σου προσφέρει η όμορφη οικογένεια, όπως αναφέρω στο βιβλίο μου, υπάρχουν αμέτρητες στιγμές ευτυχίας και χαράς στη ζωή μας, αρκεί να θέλουμε να τις δούμε, να αφήσουμε πίσω κάθε τι που μας πονά και μας κάνει να υποφέρουμε. Να έχουμε τη δύναμη να προσπερνούμε τις κακίες του άλλου. Να βλέπουμε μόνο τις ομορφιές της ζωής. Να μπορούμε να συγχωρούμε. Και τότε ναι, θα γίνουμε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.

Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Γκιώνη.

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου στις 29 Νοεμβρίου 2013 ημέρα Παρασκευή αρ. φύλλου 350