Το δώρο
Είχα κολλήσει τη μύτη μου στο τζάμι και δεν έλεγα να ξεκολλήσω από το να κοιτώ το χιόνι που έπεφτε απ’ το πρωί. Στην Αθήνα δεν βλέπαμε εύκολα χιόνι και πραγματικά ζήλευα όσους έμεναν στα βόρεια και χαίρονταν αυτές τις άσπρες πέρλες που χύνονταν απ’ τον ουρανό. Δεν είναι πέρλες, μου έλεγε η ξαδέλφη μου, και γέλαγε μαζί μου. Εγώ όμως έτσι τις έβλεπα, για πέρλες. Πολύ μικρή είχα πάρει το κολιέ της μαμάς μου, ευτυχώς τα μαργαριτάρια ήταν ψεύτικα, με ένα ψαλίδι έκοψα το νήμα που ήταν περασμένα, ανέβηκα σε μια καρέκλα και άρχισα να πετώ τα μαργαριτάρια από δω και από κει. Χιόνι, χιόνι, φώναξα. Το αποτέλεσμα… να φάω τιμωρία. Τι χιόνι και αηδίες είναι αυτές, έκανε θυμωμένη η μητέρα μου, και άρχισε να μαζεύει από κάτω τα μαργαριτάρια ή… το χιόνι, αν θέλετε.
Ήταν 31 του Δεκέμβρη και το βράδυ θα μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι του παππού για να υποδεχτούμε τον Καινούριο Χρόνο, θα κόβαμε την βασιλόπιτα και θα ανταλλάσσαμε δώρα. Ήμουν μικρή και το δώρο που απέκτησα εκείνη την βραδιά το έχω ακόμα. Ήταν το ωραιότερο του κόσμου, που δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο δώρο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη χαρά όταν άνοιγα το χρυσό του κουτί και τα δάκτυλά μου άγγιξαν μια πανέμορφη κούκλα. Το βλέμμα μου έπεσε στο κολιέ που φορούσε. Τρεις σειρές μαργαριτάρια. Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη βάπτισα αμέσως. Καιτούλα την ονόμασα.
Το φόρεμά της ήταν κόκκινο, κρατούσε μια μπλε τσάντα και αν θυμάμαι καλά είχε κι ένα μπλε καπέλο στολισμένο με λουλούδια. Τα παπουτσάκια της ήταν από μαύρο λουστρίνι, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το κολιέ. Την αγάπησα πολύ αυτή την κούκλα και την αγαπώ ακόμα. Τότε την έπαιζα, τώρα στολίζει μια γωνιά του δωματίου μου.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια τα όμορφα της ρούχα χάλασαν και το κολιέ έσπασε και το χιόνι χύθηκε πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Η μητέρα μου της έπλεξε ένα κοστουμάκι από θαλασσί και ροζ μαλλί. Αυτό φοράει ακόμα.
Είναι η πιο όμορφη κούκλα του κόσμου.
Copyright
© 2011 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”
Η κούκλα μου. Από Καίτη Λιανου-Ιωαννίδου |