Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Θάλασσα

Θάλασσα. ( Πίνακας. Λάδι σε καμβά 50Χ50 εκ.)
Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

.....Δεν ήταν στεριανός ο μπάρμπα Σίμος. Όχι βέβαια, δεν ήταν στεριανός. Η ζωή του ήταν η θάλασσα με όλες τις στεναχώριες και τις χαρές που έχει. Η στεριά του πήρε αυτή τη ζωή που είχε μέσα του και τον έκανε ένα κουρέλι. Δεν άντεχε ούτε τους δρόμους, ούτε τα σπίτια. Εκείνος ήθελε τη θαλασσινή ζωή, να βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο ίδια χρώματα του κόσμου, όπως έλεγε.
Του ουρανού και της θάλασσας.

           

Μαύρη τη νύχτα κι άγρια, σκοτεινή να φοβίζει σα στοιχειό.
Γαλανή ήρεμη, χωρίς καμιά ρυτίδα,
γυαλιστερή σα τον ταφτά.
Αφρισμένη, θυμωμένη, άπονη σα τη κακιά μάγισσα. 
Δεν τον ένοιαζε όπως και να ‘ταν.
Αυτήν ήθελε. Τη θάλασσα.

            Και ο Σπύρος που δεν είχε γνωρίσει κανέναν ναυτικό ως τότε, τον άκουγε με τέτοιο ενθουσιασμό, που άρχισε να νοιώθει κι εκείνος αυτή τη μαγευτική έλξη της.

                                                    __________

               Το κείμενο είναι ένα μικρό απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα μου " Κοριός στο μαξυλάρι του Προέδρου".


 

Copyright © 2007     Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου

“All rights reserved”


Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

βράβευση


                                          
                                                  ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ







        Ο Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδος ( Ε.Π.Ο.Κ ) και η εφημερίδα " Κυπριακός Ελληνισμός", απονέμουν το Β΄ Έπαινος στην Καίτη Λιανού Ιωαννίδου για τη συμμετοχή της στον τρίτο Διεθνή Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό στην ποίηση που προκήρυξε ο ΕΠΟΚ με θέμα:
" Αμμόχωστος Βασιλεύουσα ".



_______ 

Αμμόχωστος Βασιλεύουσα


Μοναχική μορφή
Σκιά μες στο σκοτάδι των ατέλειωτων δρόμων της μοναξιάς
Άκου.
Είναι οι φωνές. Είναι τα σήμαντρα της ερημίας που ηχούν.
Κοίτα τη θάλασσα, που ουρλιάζουν τα κύματά της
Καθώς κτυπούν στην προβλήτα.
Σε καλούν.
Το ξέρω. Περνάς τα γιοφύρια με ατέλειωτες ελπίδες.
Ταξιδεύεις με σφιγμένα τα χείλη, μ’ ένα μπόγο στη πλάτη
Και προχωρείς.
Χρώματα κουβαλάς μιας ζωής, αρώματα και γιασεμιά
Και το αγίασμα στον κόρφο τυλιγμένο.
Και την εικόνα της Παναγιάς κρατείς.
Κλαις.
Τα δάκτυλά των χεριών σου το χώμα αγγίζουν.
Ιδρός σταγόνες πληγής στάζει.
Τα βήματα σου χώνονται βαθιά στη λαβωμένη γη.
Τα χείλη σου την φιλούν.
Τα δάκρυά σου, χρυσές ανταύγειες μπλέκονται με τα μοβ του ουρανού.
Κεχριμπάρια και πέρλες, αναρίθμητες εικόνες γίνονται αλυσίδα
Για να σε κρατήσουν ζωντανό σε μια καινούρια ζωή.
Τα χνάρια σου όμως δε θα χαθούν.
Θα μείνουν εκεί για πάντα. Εκεί που έμεινε η καρδιά σου.
Στα όμορφα ανοιξιάτικα πρωινά,
Στους λαμπερούς ήλιους, στα ολόδροσα καλοκαίρια.
Κι αν δεν προλάβεις, ίσως κάποιος άλλος βρει την πνοή
Και συναντήσει αυτό που σε ανάγκασαν ν’ αφήσεις εσύ.
Εκείνο το κομμάτι γης που λάτρεψες, τον αγέρα που ανάπνευσες.
Την αγάπη που μέσα απ’ τα χέρια σου έχασες, τον δικό σου ουρανό.
Ακούς; Τον δικό σου ουρανό.



Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου