Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

οδοιπορικό


  ΟΜΟΡΦΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

ΣΤΟΝ

ΤΑΫΓΕΤΟ



Όταν ήμουν μικρή κι έβρεχε νόμιζα πως έκλεγε ο ουρανός επειδή τα σύννεφα κρατούσαν τον ήλιο μακριά μας. Κι όταν η βροχή επέμενε να πέφτει για μέρες στεναχωριόμουν. Μέσα στην παιδική μου καρδιά φώλιαζε ένας φόβος, πως ίσως είναι πάντα έτσι, βροχερά και σκοτεινά κι εγώ αγαπούσα τον ήλιο και το δυνατό φως.

Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το Σελεγούδι ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Ο ουρανός έκλεγε για τρεις συνεχόμενες μέρες κι εγώ πραγματικά ήθελα τόσο πολύ να περπατήσω κάτω απ’ τον ζεστό ήλιο, να κόψω λουλούδια της άνοιξης, να μυρίσω το άρωμα τους και τρόμαξα πως δεν θα το κατάφερνα και οι μέρες θα κυλούσαν άδειες και μουντές κι απογοητεύτηκα.

Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν, πως η ίδια φύση κάποια στιγμή προσφέρει κάτι άλλο, πιο σημαντικό απ’ αυτό που επιθυμούμε γι αυτό δεν πρέπει να απογοητευόμαστε. Και πράγματι, εκείνες τις μέρες που τα σύννεφα κρατούσαν τον ήλιο μακριά μας, η φύση πλασμένη απ’ το παντοδύναμο χέρι του Θεού, μου πρόσφερε κάτι το μοναδικό που στην Αθήνα ανάμεσα στις πολυκατοικίες, τις βαριές σκιές τους, το τσιμέντο και το άχαρο σκουρωπό γκρι χρώμα της ασφάλτου, δεν μπορώ να απολαύσω.

Θέλω να με πιστέψετε. Εκείνες τις μέρες του Πάσχα, κάτω απ’ το μουντό χρώμα του ουρανού και τα δάκρυα που συνόδευαν τα Πάθη του Χριστού, μακριά απ’ τον ορυμαγδό της πόλης και τα λαμπερά φώτα, σ’ ένα χωριουδάκι της Λακωνίας, ό,τι εισέπραξα το κράτησα βαθιά μέσα στην ψυχή μου και θα μείνει για πάντα να μου θυμίζει την ομορφιά και την αγάπη, και σήμερα έξι μήνες αργότερα, ημέρα Κυριακή, απόγευμα 26 του Οκτώβρη, όταν ο ήλιος κοκκίνιζε τον ουρανό και τα λιγοστά σύννεφα που σαν φλεγόμενα πλοία έφευγαν αφήνοντας τις σκιές τους να γλύφουν τις πλαγιές του Ταΰγετου, οι ακτίνες του καθώς γλιστρούσαν ανάμεσα τους, φάνταζαν πως σταματούσαν πάνω στο Μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας δίνοντας του ένα λαμπερό φως.



Κλείσε τα μάτια και άφησε τις σκέψεις σου να ταξιδέψουν πέρα απ’ τους δρόμους και τα σπίτι, πέρα απ’ τις πεδιάδες και τις βουνοκορφές, πέρα απ’ τις λίμνες, τα ποτάμια, τις θάλασσες. Αφήσου λεύτερος, ταξίδεψε πέρα απ’ τον ορίζοντα στο άπειρο και ζήτησε απ’ την Παναγιά να γιατρέψει τις πληγές σου.          



ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ



Ήταν απόγευμα 28 Οκτωβρίου και αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το Μοναστήρι της Γιάτρισσας κτισμένο σε υψόμετρο 1.175 μ.

Το να μπορέσω να περιγράψω την ομορφιά του τοπίου καθώς ανεβαίναμε προς την κορυφή, πραγματικά μου είναι αδύνατον και ο αναγνώστης ας με συγχωρέσει. Η διαδρομή μας φάνταζε σαν όνειρο. Περνούσαμε ανάμεσα από πεύκα, έλατα και κέδρους. Το άρωμα ήταν μεθυστικό και η θέα που παρουσιαζόταν κάτω απ’ τα πόδια μας μαγική. Τα χωριά του Ταΰγετου με τα άσπρα σπίτια τους, όπως οι πέρλες και με τα κόκκινα κεραμίδια τους, όπως τα ρουμπίνια, έμοιαζαν άλλα πως κρέμονταν από τις πλαγιές του, άλλα να είναι κολλημένα πάνω του και άλλα να κάθονται σε μέρη που θύμιζαν βράχους, όλα χωμένα μέσα στις πολυάριθμες πινελιές του πράσινου στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη κι άλλοτε τοποθετημένες με ακρίβεια να γεμίζουν τις χαράδρες, τις ράχες και τις πλαγιές.

Όσο ανεβαίναμε το φως γινόταν όλο και πιο αμυδρό. Η θέα σιγά σιγά χανόταν κι ένα πελώριο νέφος σκέπασε ακόμα και τους πιο κοντινούς κορμούς των πανύψηλων δέντρων. Το όμορφο Μοναστήρι της Παναγιάς τυλίχτηκε από ένα παχύ πέπλο ομίχλης. Βρισκόμασταν σε υψόμετρο 1175 μ. Δεν μπορούσαμε να δούμε ούτε τον Λακωνικό κόλπο Ανατολικά, ούτε τον Μεσσηνιακό Δυτικά, όπως και τις διάφορες πόλεις και χωριά, τον ποταμό Ευρώτα, τις βουνοκορφές, άλλες ψηλές κι άλλες πιο χαμηλές, τις πλαγιές και τις χαράδρες, τον Φάρο του Γυθείου και τόσα άλλα που άλλες φορές όταν η ατμόσφαιρα είναι διαυγής φαίνονται σα να βρίσκονται τόσο πολύ κοντά, που εσύ δεν έχεις παρά να απλώσεις το χέρι σου και θα τα αγγίξεις. Όλα ήσαν μουντά

«Τι κρίμα που δεν μπορούμε να δούμε τη θέα», είπα.

«Δεν πειράζει. Όλα μπορεί και τα βλέπει η ψυχή μας», άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, ενός φίλου από την παρέα μας, ενώ προχωρούσαμε προς το Μοναστήρι.

Και είχε δίκιο. Η ανάταση της ψυχής ήταν τόσο μεγάλη που δεν χρειαζόταν να μπορείς να δεις. Όλα τα βλέπει η ψυχή σου. Νιώθεις πως βρίσκεσαι σε ένα χώρο που μοιάζει να είναι πάνω απ’ τη Γη. Είναι κάτι που ζεις. Είναι κάτι που αισθάνεσαι και δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ.

*

Στο ανέκδοτο μυθιστόρημά μου με τίτλο «Κοριός στο μαξιλάρι του Προέδρου», γράφω:

- .....Τη μέρα που με πήγες στον λόφο ξέρεις τι ένιωσα; Πως με αγκάλιαζε ο Θεός, κι αυτό το χρωστάω σε σένα, γιατί το ένιωσα για πρώτη φορά στην ζωή μου, και ίσως να μη το ξανανιώσω ποτέ πια. Κάποτε μικρός ακόμα ρώτησα τη μητέρα μου για τον Θεό. Ήθελα να μου πει τι είναι κι αν θα Τον δω ποτέ. Ξέρεις τι μου απάντησε;

“Είναι πάντα μαζί μας. Κάποτε θα αισθανθείς την αγκαλιά Του. Είναι παντού”.

- Κι εγώ μικρός είχα ρωτήσει τη μάνα μου για τον Θεό. Η Λουλουδένια ήταν πολύ άρρωστη και πέθανε στην κατοχή. Χτικιό είχε. Θυμάμαι ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα τόσο πολύ. Μου είπαν να μην κλαιω γιατί τώρα η Λουλουδένια είναι κοντά στον Θεό και ήθελα να πάω κι εγώ να τον γνωρίσω. Ξέρεις τι μου είπε η μάνα;

            “Σπύρο ό,τι βλέπεις γύρω σου το έφτιαξε ο Θεός. Τον γνωρίζεις λοιπόν. Βρίσκεσαι κι εσύ και όλοι μας μέσα στην αγκαλιά Του”.

*

Αυτό ακριβώς αισθάνθηκα, και είμαι σίγουρη και όλοι μας, όταν βρεθήκαμε στην κορυφή, στο Μοναστήρι της Παναγιάς της Γιάτρισσας.

Μας αγκάλιαζε ο Θεός.

            Επιστρέψαμε στο Σελεγούδι αργά το απόγευμα. Οι λίγες ώρες που μείναμε σ’ εκείνο το ύψωμα και η όμορφη συζήτηση που είχαμε με τον πατέρα Σιλουανό και τον πατέρα Χρυσόστομο, τους μόνιμους κατοίκους του Μοναστηριού, γέμισαν το είναι μας με τα ωραιότερα συναισθήματα του κόσμου.

___

Το πότε ακριβώς ιδρύθηκε το Μοναστήρι δεν είναι γνωστό. Στην αρχαιότητα υπήρχε ναός της Αθηνάς, όπου υπηρετούσαν πολλοί ιερείς της εποχής εκείνης. Το 382 μ. Χ. Ένας από εκείνους τους ιερείς πήγε στην Πάτρα όπου ήκμαζε ο Χριστιανισμός, γίνηκε Χριστιανός και όταν επέστρεψε κατήχησε και τους άλλους ιερείς οι οποίοι έγιναν κι εκείνοι Χριστιανοί και κήρυξαν τον Χριστιανισμό σε όλη τη Λακωνία. Ο ναός της Αθηνάς έγινε «Το Γενέσιον της Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας» και μάλιστα έκτισαν και ολόκληρο συγκρότημα μοναστηριού, γι αυτό και η τοποθεσία ονομάζεται «Καλογερικά».

Πολλοί είναι εκείνοι που το Μοναστήρι της Παναγιάς το ονομάζουν απλά «Γιάτρισσα». Σκεφθήκατε γιατί;

Γονατίσατε ποτέ μπροστά στην εικόνα; Ανοίξατε τα χέρια σας και ζητήσατε τη βοήθεια της; Ακολουθήσατε τη λιτανεία; Συναντήσατε εκείνους που γονατιστοί, ξυπόλυτοι πάνω στα αγκάθια και τις πέτρες περπατούν χωρίς πόνο στο σώμα, με απέραντη ευχαρίστηση, γιατί η Παναγιά τους βοήθησε να εκπληρώσουν το τάμα τους; Είδατε τα δακρυσμένα μάτια; Την αγωνία; Την έκσταση; Και μετά την μεγάλη ικανοποίηση, την αγαλλίαση της ψυχής του ότι μπόρεσαν κι έφτασαν. Του ότι τα κατάφεραν και βρέθηκαν εκεί, στην Παναγιά; Του ότι ασπάσθηκαν την εικόνα της;



Κοντά στο Μοναστήρι υπάρχει μια τοποθεσία που ονομάζεται «Βασιλική». Είναι ένα πανέμορφο μέρος γεμάτο έλατα. Θυμίζει Ελβετία. Την εποχή που η φυματίωση ενδημούσε αναγκάζονταν πολλοί άρρωστοι να παραθερίσουν στα βουνά, αλλά και πολλοί υγιείς. Όσοι έμεναν στην Βασιλική περνούσαν από την Γιάτρισσα. Προσεύχονταν και ζητούσαν την βοήθεια της. Εκεί ήταν η ελπίδα και ήσαν πολλοί εκείνοι που επέστρεφαν στα σπίτια τους θεραπευμένοι. Αυτό το δέσιμο που είχαν με το Μοναστήρι και οι διάφορες ιάσεις από την Παναγιά έκαναν τους πιστούς να το ονομάσουν «Παναγιά η Γιάτρισσα».       

Το 1977 ανακηρύχθηκε με Προεδρικό Διάταγμα, Ανδρώα  Κοινοβιακή Μονή «Παναγιά η Γιάτρισσα». Εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, όπου γίνονται πολλές δεήσεις, αγρυπνία και η λιτάνευση της Θεοτόκου. Την επομένη της εορτής είναι η μέρα αφιερωμένη στους θεοπατέρες γονείς της Μαριάμ, Ιωακείμ και Άννης.

Το ιερότερο τμήμα του Μοναστηριού είναι η Εικόνα του. Είναι αγιογραφημένη πάνω σε σκληρό ξύλο καστανιάς και είναι καλυμμένη με φύλλο από ασήμι από τον Ηλία Παναγουλάκο το 1863.

Το οποίο και μαρτυρεί η επιγραφή που σώζεται στο κάτω μέρος της εικόνας.

«ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΙΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑΚΟΣ ΚΕ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΠΙΘΑΚΗ 1863 ΚΥΘΗΕ»

Ο Ηλίας Παναγουλάκος αρρώστησε από φυματίωση. Οι γιατροί του συνέστησαν να παει στην Ελβετία για να γίνει καλά. Εκείνος όμως προτίμησε να μείνει κοντά στην Παναγιά, στο Μοναστήρι. Η μεγάλη πίστη του τον γέμιζε με ελπίδα κι έπαιρνε δύναμη, όπου κατάφερε και νίκησε την αρρώστια του. Πήρε την θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς και την πήγε στα Κύθηρα όπου την επένδυσε με καθαρό ασήμι, «είς μνημόσυνον αίώνιον» και ευγνωμοσύνη.

Δεν είναι όμως μόνο η μοναδική περίπτωση που φαίνεται αυτός ο δεσμός αρρώστου με τη Μονή της Γιάτρισσας. Τον μαρτυρούν πολλά γράμματα που στέλνονται στο Μοναστήρι και περιγράφουν την βοήθεια της Παναγιάς.



_____



«ΕΚ ΠΑΣΩΝ, ΠΑΡΘΕΝΕ, ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ, Η ΠΡΟΕΚΛΕΧΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΙΝ ΤΩ ΘΕΩ, ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΕΧΘΕΙΣΑ ΧΑΡΑΝ ΤΩ ΚΟΣΜΩ ΦΕΡΕΙΣ, ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΔΕ ΠΑΣΑΙ ΣΕ ΜΑΚΑΡΙΖΟΥΣΙ».





Σημείωση:

Για το ιστορικό της Μονής, το ιστορικό της θαυματουργής Εικόνας όπως και διάφορες προτάσεις που έχω γράψει σχετικά με τα προαναφερθέντα, χρησιμοποίησα το βιβλίο:



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΓΥΘΕΙΟΥ & ΟΙΤΥΛΟΥ

ΣΩΤΗΡΙΟΥ(+)



ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ

«ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ»



ΚΑΛΑΜΆΤΑ 2005



Καίτη λιανού-Ιωαννίδου



          Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λακωνικά ( τεύχος 230 ) το έτος 2008


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου