Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
17η
συνέχεια
Η ΕΙΔΗΣΗ
Το Αυγουστιάτικο
φεγγάρι λένε πως φέγγει τόσο
πολύ, που πάρα λίγο θα ‘ταν μέρα, και πράγματι, ο Πέτρος δεν είχε ξαναδεί
τέτοιο φεγγάρι, τόσο λαμπερό να καθρεφτίζεται μέσα στα νερά και να σκορπά μια
ασημένια λάμψη τόσο έντονη που σου δημιουργούσε την εντύπωση πως ζεις μέσα σε
ένα άλλο κόσμο, πρωτόγνωρο.
Περπάτησε στο
χείλος της λίμνης, στο μυαλό του ήρθαν οι Αυγουστιάτικες μέρες που κατέβαιναν
με τη Μίνα και τους φίλους τους στο μουράγιο, εκεί που έβλεπαν τους ταξιδιώτες
και μια φορά εκείνη χάθηκε.
Ο Πέτρος
ανησύχησε κι άρχισε να παίζει με το βιολί του μήπως τον ακούσει κι έτσι τους
βρει. Χαμογέλασε όταν του ήρθαν στο μυαλό εικόνες από τους περαστικούς που
νόμιζαν ότι είναι πλανόδιος μουσικός και του έδιναν φιλοδώρημα ενώ η Μίνα
ανεβασμένη σε κάποια στοιβαγμένα χαλίκια έβλεπε από μακριά και γέλαγε.
Πόσα του ήρθαν
στο νου!
Μια άλλη φορά με την παρέα τους είχαν πάει για
περίπατο στο Φάληρο κι από εκεί θα έπαιρναν το τραμ για Αθήνα, όπως έτρεχαν του
έπεσε το κασκέτο κι ώσπου να σκύψει να το πάρει οι άλλοι ανέβηκαν στο τραμ κι
έφυγαν. Τον άφησαν πίσω μόνο του και γέλαγαν μαζί του. Έτρεξε πιάστηκε απ’ την
πόρτα, σχεδόν κρεμάστηκε, αλλά τους πρόλαβε. Όλο το τραμ γέμισε απ’ τα γέλια
τους και τα χαχανητά τους.
Δεν ήθελε να θυμάται γιατί υπέφερε κι όλα αυτά ήρθαν
τόσο μόνα τους στο μυαλό του. Καλλίτερα να μη σκέπτεται τίποτε απ’ τα
περασμένα. Κάθισε πλάι στις καλαμιές και κοίταζε το φεγγάρι που ανέβαινε και
κόντευε να φτάσει στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού, στο ζενίθ της δόξας του.
Την ηρεμία εκείνης της βραδιάς την διέκοψαν κάποια
γρήγορα βήματα και μια λαχανιασμένη φωνή να τον φωνάζει.
«Πέτρο...Πέτρο που είσαι;»
Ο Πέτρος σηκώθηκε απότομα και γύρισε το κεφάλι του.
Ήταν ο Πάνος, ο γιος του μπακάλη, που
μόλις πια ανάσαινε απ’ το τρέξιμο, και μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα.
«Εδώ είμαι. Τι έπαθες και τρέχεις έτσι;»
Το παιδί όταν τον είδε άνοιξε τα χέρια του και με τις
παλάμες του στραμμένες προς τον ουρανό, με μάτια γουρλωμένα, του είπε όσο πιο
γρήγορα μπορούσε.
«Μάθαμε πως μια Χαρίκλεια μένει στην απέναντι πλευρά
της λίμνης. Που ξέρεις; Ίσως...»
Τα μάτια του Πέτρου έλαμψαν κι έγιναν πιο λαμπερά και
απ’ τα αστέρια, πιο λαμπερά και απ’ το φεγγάρι.
«Είσαι σίγουρος; Ξέρεις τι είναι αυτό που μου λες;» Η
φωνή του έτρεμε από συγκίνηση και άγχος. Έπιασε τον Πάνο από τους ώμους και
άρχισε να τον ταρακουνά. Σταμάτησε απότομα και τον ξανά ρώτησε. «Είσαι σίγουρος;»
«Σίγουρος είμαι. Ο πατέρας μ’ έστειλε να σε βρω. Δεν
παίζουν μ’ αυτά τα πράγματα». Ο Πέτρος τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ήθελε να
κλάψει. Αλλά ντράπηκε. Κράτησε τα δάκρυα του και τα ‘πνιξε μέσα στη χαρά που
ένοιωσε, την μοναδική χαρά που είχε εδώ και τόσο καιρό. Οι δυο νέοι έμειναν για
λίγο ακίνητοι, ο ένας να κοιτάζει τον άλλον. «Μου είπε ο πατέρας μου πως μίλησε
με τον καπετάν Νικόλα, εκείνον με την βάρκα. Αυτός του το είπε. Αύριο το πρωί
μας περιμένει να τον δούμε από κοντά και… να μιλήσετε».
«Θα πάμε μαζί; Εγώ δεν τον ξέρω».
«Μαζί θα πάμε» είπε και τον χτύπησε στην πλάτη.
Ο Πέτρος δεν
μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνο βράδυ. Ήταν μια νύχτα ατελείωτε. Κάθισε μαζί με τον γέροντα κάτω από τον
πλάτανο κι έκαναν σχέδια για το τι θα έλεγε στην μητέρα του για το τι θα
μπορούσε να του πει εκείνη.
Ο καπετάν
Νικόλας, έτσι τον φώναζαν και του άρεσε αυτό, είχε μια βάρκα. Ήταν ο μόνος που είχε πλεούμενο. Την είχε
φτιάξει μόνος του και ίσως γι’ αυτό να την αγαπούσε τόσο πολύ. Της είχε δώσει
και όνομα «Ο καπετάνιος». Έμπαινε μαζί της μέσα στα νερά της λίμνης και ψάρευε
ή έλειπε μέρες, χανόταν απ’ τη φαμίλια του. Έπαιρνε μαζί του ντομάτες τυρί, ελιές
κι έφευγε. Το σπίτι που έμενε ήταν από πλίνθους στην άκρη της λίμνης κι αυτό το
είχε φτιάξει μόνος του, χρυσοχέρης ο καπετάν Νικόλας, απ’ όλα ήξερε.
Ο Πέτρος ήταν έτοιμος από πολύ νωρίς
και περίμενε μαζί με τον γέροντα τον Πάνο, έξω από το μαγαζί του πατέρα του. Το
μυαλό του όλο έτρεχε στο μέλλον και πάλι γυρνούσε πίσω, στην ζωή που άφησε. Τα
μάτια του ήταν δακρυσμένα. Δεν ήξερε αν τώρα που είχε φτάσει πια στο τέλος της
αναζήτησης του, αν το ήθελε πραγματικά ή αν ήταν μόνο μια ιδέα επειδή βαθιά
μέσα στην ψυχή του πίστευε στο ακατόρθωτο κι αυτό τον βόλευε. Τώρα όμως; Ήρθε η
στιγμή, η μόνη ευκαιρία της ζωής του να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο. Να ζήσει
με την δική του οικογένεια. Να μάθει γιατί… Τι γιατί; Είπε από μέσα του.
Γιατί δεν μεγάλωσα μαζί τους; Ίσως να μην υπάρχει απάντηση.
Ο κυρ
Νικόλας τους περίμενε. Μίλησαν για την ψαριά που βγάζει κάθε μέρα, για την
λίμνη, για τα διάφορα χωριά και πως όταν ο πατέρας του Πάνου του ζήτησε αν
μπορούσε να μάθει κάτι, οτιδήποτε για την περίπτωση του Πέτρου, άρχισε να ρωτά
από δω και από κει μέχρι που έμαθε πως κάποια γυναίκα που μένει μόνη της σ’ ένα
χωριό απέναντι στο ύψωμα, ονομάζεται Χαρίκλεια.
«Δεν έχει οικογένεια κυρ Νικόλα;»
ρώτησε ο Πέτρος.
«Δεν ξέρω παιδί μου. Μόνο αυτό
έμαθα».
«Δεν πειράζει. Κι αυτό είναι
σπουδαίο».
Κι έτσι σε δυο μέρες ξεκίνησαν για
την αναζήτηση του ονείρου του.
«Θα βρω τη μάνα μου και θα γυρίσω να σας δω» είπε σε
όλους καθώς έφευγε. Τον χαιρέτησαν, λες και πήγαινε κανένα μακρινό ταξίδι.
Κάποιες γυναίκες έκλαιγαν, λες και θα διέσχιζε ωκεανούς. Παιδιά έτρεξαν ως την
όχθη της λίμνης, ξυπόλυτα με κόκκινα μάγουλα απ’ το πολύ παιχνίδι. Κουνούσαν τα
χέρια τους και τον αποχαιρετούσαν, λες και όλοι ήξεραν - από τον πιο μεγάλο ως
τον πιο μικρό - πως δε θα τον ξανάβλεπαν ποτέ πια.
Σήκωσε τα παντελόνια του, όπως ο
καπετάν Νικόλας κι ανέβηκε στη βάρκα. Τα κουπιά καθώς κτυπούσαν πάνω στο νερό,
άφηναν αραιούς αφρούς κι ο Πέτρος άφηνε πίσω του ένα μικρό χωριό, κάποιους
ανθρώπους που τον αγάπησαν παρ’ όλο που τον ήξεραν τόσο λίγο. Τα γαλαζοπράσινα
νερά έμοιαζαν στάσιμα. Ένα ελαφρύ αεράκι που έκανε τις καλαμιές να κουνιούνται,
άφηναν ένα θόρυβο σαν τρίξιμο κι ήταν το μόνο που ακουγόταν μες στη σιγαλιά. Ο
ήλιος είχε αρχίσει να ζεσταίνει, θάμπωνε τα μάτια και κοκκίνιζε τα πρόσωπα.
Άφησε τα χέρια του ελεύθερα να πέσουν, ν’ αγγίξουν και να χαϊδέψουν τα δροσερά
νερά της. Αισθάνθηκε το ρυθμό απ’ τα κουπιά. Άνοιξε τις παλάμες του κι άρχισε
να ρίχνει κι εκείνος το νερό με την ίδια κίνηση, όπως το κουπί του καπετάν
Νικόλα.
Κάποια
στιγμή φάνηκαν μερικά σπίτια...
Φάνηκε ο
μαντρότοιχος του νεκροταφείου, κάποια δρομάκια. Πλησίαζαν...
Άραγε θα τον θυμόταν; Εγώ είμαι ο γιος σου θα της
έλεγε; Είχε κάνει ένα τέτοιο μακρινό ταξίδι, από τον Πειραιά και θα έλεγε μόνο
αυτό; Όχι δεν γίνεται. Αν δεν τον αναγνώριζε; Τι θα ‘κανε; Αν του έλεγε...δεν
έχω γιο. Που θα πήγαινε; Θα μπορούσε να γυρίσει πίσω;
Άραξαν τη βάρκα
στην όχθη της λίμνης. Ο Πέτρος πήρε τα λιγοστά πράγματα που είχε, χαιρέτησε τον
καπετάν Νικόλα και προχώρησε. «Μη ξεχάσεις να ζητήσεις τον παπά Φώτη, τους
ξέρει όλους» του είπε εκείνος και του ευχήθηκε καλή τύχη.
Προχώρησε με αργά βήματα στην άκρη,
πλάι στις καλαμιές, σταμάτησε όταν είδε μια κοπέλα που κρατούσε ένα πανέρι
ρούχα και τη ρώτησε, για το πως να βρει τον παπά Φώτη. Εκείνη τον κοίταξε
φοβισμένη, έριξε μια γρήγορη ματιά μια εδώ, μια εκεί, μη τυχόν τη βλέπει κανείς
να μιλά σε ξένο και του έδειξε προς τα που είναι η εκκλησιά. Περπάτησε στα
χωματένια στενά δρομάκια του χωριού. Έφτασε ως τον κεντρικό δρόμο κι εκεί στη
μικρή πλατεία είδε την εκκλησιά.
Ο παπάς ήταν πολύ μεγάλος. Καθόταν έξω στην ξύλινη
πόρτα της. Οι ρυτίδες είχαν χαράξει βαθιά το μέτωπο του και τα γένια του που
κάλυπταν το μισό του πρόσωπο, ήταν κάτασπρα και μακριά που κατέληγαν σε μύτη.
Τον Πέτρο τον καλοδέχτηκε και παρ’ όλο που δεν άκουγε σχεδόν καθόλου, κατάλαβε
και πολύ καλά, το πρόβλημα του, τον φιλοξένησε μάλιστα για όσο καιρό
χρειάστηκε, ώσπου να φύγει με τους προσκυνητές στα ορεινά χωριά, που απ’ ότι
του είχε πει ο παπά Φώτης, πρέπει κάπου εκεί πια, να έμενε η μάνα του.
«Υπάρχει
μια γιορτή της Παναγίας στο τέλος του μήνα. Το μοναστήρι της είναι κτισμένο σε
μια ρεματιά, κατά κει» και με το δάχτυλό του έδειξε ψηλά προς τα έλατα. «Κάθε
χρόνο μαζεύονται από τα γύρω χωριά και πάνε να προσκυνήσουν τη χάρη Της. Κάνουν
μέρες γιατί είναι μακριά. Άλλοι πάνε με τα πόδια κι άλλοι με τα μουλάρια τους.
Παίρνουν τρόφιμα για το δρόμο, γιατί τη νύχτα ξενυχτούν και την άλλη μέρα πρωί
πρωί συνεχίζουν πάλι. Εσύ πρέπει να πας μαζί τους. Δεν μπορείς μόνος σου, γιατί
θα χαθείς» του είπε ο παπάς κι εκείνος άκουσε τη συμβουλή του και σε λίγες
μέρες ξεκίνησε για το τελευταίο του ταξίδι.
***
Πέρασε
καιρός και ακόμα η Μίνα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως ο Πέτρος δε θα
γύριζε πια. Μάταια η θεια της από την πρώτη κιόλας μέρα, προσπαθούσε να την
πείσει να της πει για το τι ακριβώς είχαν πει οι δυο τους. Έλεγε πως δεν
θυμόταν, όχι πως δεν ήθελε να πει, αλλά δε θυμόταν. Το είχε ξεχάσει. Εκείνη η
σκηνή είχε φύγει τελείως απ’ το μυαλό της.
Τα μάτια της ήταν συνέχεια κλαμένα. Κατέβαινε στα
βράχια της Πειραϊκής κι αγνάντευε τη θάλασσα ή έμπαινε μέσα σε μια βάρκα
σπασμένη που είχαν βρει κάποτε με τον Πέτρο κι έκαναν τους πειρατές ή τους
μεγάλους θαλασσοπόρους κι έλεγαν πως θα ανακάλυπταν τη Νέα Γη. Μελαγχόλησε
ακόμα περισσότερο όταν πέθανε ο θείος Ανέστης και η θεια της έφυγε για την
Αλεξάνδρεια. Τότε ίσως θα έπρεπε να το πάρει απόφαση.
Ο Πέτρος
μαζί με άλλους ανέβαινε για το προσκύνημα της Παναγιάς και κάπου εκεί θα
εύρισκε και τους δικούς του. Θα μάθαινε για τις ρίζες του και το πιο σημαντικό
θα είχε κι αυτός τη δική του οικογένεια που θα ήταν πραγματική.
Ταλαιπωρήθηκε πολύ και μάλιστα απ’
την πρώτη μέρα που άφησε τον Πειραιά. Το ταξίδι ήταν δύσκολο και μακρινό. Σε
πολλά σημεία οι δρόμοι στένευαν κι έπρεπε όλοι οι επιβάτες του λεωφορείου να
κατέβουν, να περπατήσουν λίγη ώρα με τα πόδια, να περάσουν τα επικίνδυνα σημεία
και να ξανανέβουν και τώρα πάλι θα έπρεπε με τα πόδια να διασχίσει τόσα μέρη,
για να βρεθεί πρώτα στο μοναστήρι κι απ’ εκεί να προχωρήσει στα χωριά που είναι
κοντά στα έλατα.
Κάποια στιγμή γκρίζα σύννεφα
σκέπασαν τον ουρανό και κάλυψαν τον ήλιο. Οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να
πέφτουν, που σε λίγο έγιναν βροχή. Τα μονοπάτια και οι χωματένιοι δρόμοι
γέμισαν λάσπες. Οι προσκυνητές όμως συνέχιζαν την πορεία τους και μαζί τους και ο Πέτρος.
ΤΕΛΟΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Η Μαγδάλω έδωσε μια με το πόδι της στη μισάνοιχτη
πόρτα που είχε το μαντρί και μπήκε μέσα. Σε μια γωνιά, με ακουμπισμένη την
πλάτη του στον τοίχο, είδε ένα νέο άντρα. Ξαφνιάστηκε.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε και με άγριο βλέμμα σαν της
ύαινας κοίταζε γύρω γύρω. Σήκωσε το φανάρι που κρατούσε και το έφερε κοντά στο
πρόσωπο του. «Ποιος είσαι;» ξαναρώτησε «δεν έχεις στέγη; Τι δουλειά έχεις εδώ;»
Ο νέος δεν απάντησε. Εκείνη πλησίασε κι άλλο και με
την άκρη του ποδιού της τον έσπρωξε. Ο Πέτρος άνοιξε τα μάτια του, ένα δυνατό
κίτρινο φως τον θάμπωσε και με δυσκολία μπορούσε να διακρίνει ποιος βρισκόταν
μπροστά του. Στην αρχή δεν κατάλαβε αν ήταν γυναίκα ή άντρας. Μετά όμως όταν
είδε τη μακριά φαρδιά φούστα και το δεμένο
μαντίλι στο κεφάλι, κατάλαβε...Σηκώθηκε και προσπάθησε να εξηγήσει, δεν
πρόλαβε, όλα άρχισαν να γυρίζουν. Έβαλε τα χέρια του στον τοίχο για να
στερεωθεί, δεν τα κατάφερε όμως κι έπεσε. Η Μαγδάλω έσκυψε από πάνω του, έβαλε
το αυτί της στο στήθος του και περίμενε λίγο, μετά ακούμπησε το χέρι της στο
μέτωπο του και γρήγορα βγήκε έξω φωνάζοντας τον αδελφό της.
«Φώτη τρέξε
γρήγορα, τρέξε».
Ο Φώτης άφησε τα λιγοστά πρόβατα και όσο πιο γρήγορα
μπορούσε έφτασε κοντά της και μπήκε στο μαντρί.
Από τότε που πέθανε ο πατέρας τους, στο σπίτι πια
έκανε κουμάντο η Μαγδάλω. Ήταν σκληρή γυναίκα. Πολλοί πίστευαν πως είναι κακιά,
γιατί δεν έκλαψε όταν κήδεψαν τον πατέρα της. “Ούτε ένα δάκρυ δεν είδαμε” έλεγαν οι γυναίκες του
χωριού. Εκείνη όμως δεν έδινε σημασία στα κουτσομπολιά. Το ήξερε μόνη της πως
δεν είναι κακιά, πολύ απλά, η ζωή δεν της είχε δώσει περιθώρια για ευαισθησίες.
Τα χέρια της έμοιαζαν με αντρικά. Το πρόσωπο της ήταν
στεγνό κι αδύνατο ενώ κάτω απ’ τα χοντρά της φρύδια τα μεγάλα αμυγδαλωτά της
μάτια, συνήθως μισόκλειστα, σε κοίταζαν ίσια και περίμεναν μια ντόμπρα εξήγηση.
Δεν χαμογελούσε ποτέ, αλλά και δεν έκλεγε ποτέ. Ο Φώτης ήταν πολύ μικρότερος
της. Είχε γεννηθεί με το ένα πόδι πιο αδύνατο και κοντό. Κούτσαινε πολύ, αλλά
το είχε συνηθίσει και δεν δυσκολευόταν. Καλό παιδί και τίμιο. Ποτέ δεν έλεγε
όχι στην Μαγδάλω. Την αγαπούσε την αδελφή του, αλλά κι εκείνη τον φρόντιζε,
όπως φρόντιζε και τη μάνα τους, που απ’ τους ρευματισμούς δε σηκωνόταν σχεδόν
καθόλου απ’ το κρεβάτι.
Μέσα σ’ αυτή τη θλιβερή οικογένεια βρέθηκε τώρα και ο
Πέτρος. Ξύπνησε απ’ το λάλημα ενός κόκορα και από τον ήχο που αφήνουν τα
κουδούνια, που κρέμονται στο λαιμό των προβάτων. Άνοιξε τα μάτια του κι άρχισε
να περιεργάζεται το δωμάτιο που βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι που
ακουμπούσε στο τοίχο. Ακριβώς απέναντι του ένα ανοιχτό παράθυρο άφηνε να μπει
μέσα το πρωινό φως και από κάτω ακουμπισμένο το βιολί του. Σηκώθηκε και πλησίασε,
άνοιξε την θήκη του όλο αγωνία και χαμογέλασε. Εκεί ήταν, το χάιδεψε και ανάπνευσε
ανακουφισμένος.
Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα τραπέζι, μια κανάτα
νερό σκεπασμένη με ένα κεντητό πετσετάκι και γύρω του τέσσερις καρέκλες. Γύρισε
το κεφάλι του, στην απέναντι γωνιά μια γριά γυναίκα καθόταν ακίνητη στο κρεβάτι
της και τον κοίταζε. Το πρόσωπο της ήταν γεμάτο ρυτίδες και το μαύρο μαντήλι
που φορούσε κάλυπτε τα κάτασπρα μαλλιά της. Κάποια στιγμή του χαμογέλασε και
φάνηκαν τα μοναδικά δυο δόντια που είχε στην κάτω σιαγόνα της. Παρ’ όλα αυτά
έδειχνε άνθρωπο πολύ καλοσυνάτο και στα νιάτα της πρέπει να ήταν όμορφη. Της
χαμογέλασε κι εκείνος. Δεν πέρασε πολύ ώρα και μπήκε μέσα η Μαγδάλω. Τον είδε
όρθιο και τον πλησίασε.
«Ήσουν πολύ άρρωστος» του είπε με ύφος ανέκφραστο. «Ο
αδελφός μου έφερε απ’ το χωριό μια γυναίκα που ξέρει όλα τα βότανα και κάνει
καλά όλες τις αρρώστιες. Αλλά τώρα αφού είσαι καλά δεν μπορείς να μείνεις άλλο
εδώ. Πρέπει να φύγεις».
«Δεν ξέρω αυτά τα μέρη. Που μπορώ να μείνω;» ρώτησε ο
Πέτρος και της εξήγησε τους λόγους που έφτασε ως εκεί, χωρίς λεπτομέρειες παρά
μόνο πως ψάχνει την μητέρα του, που την λένε Χαρίκλεια, πως δεν την γνώρισε
ποτέ και πως του είπαν πως μένει κάπου σε αυτά τα χωριά και τέλος, την
ευχαρίστησε για ότι είχε κάνει γι’ αυτόν και της έσφιξε τα χέρια.
Εκείνη ένοιωσε κάτι που δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν.
Είχε ανάγκη από στοργή, από κάποιον να την αγκαλιάσει. Κάποιος να της πει ότι
αναγνωρίζει τις προσπάθειες που κάνει κι ας μην ήξερε καν αυτή τη λέξη. Εκείνη
θα καταλάβαινε γιατί θα το ένοιωθε, θα το έβλεπε στα μάτια του. Και γι’ αυτήν
αυτό το σφίξιμο των χεριών ήταν η μεγαλύτερη αγκαλιά και αυτό το ευχαριστώ ήταν
η μεγαλύτερη αναγνώριση. Ο Πέτρος κούνησε το κεφάλι του, πήρε τα πράγματα που
είχε και προχώρησε προς την πόρτα. Η Μαγδάλω τον σταμάτησε.
«Υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο από πίσω. Μπορώ να το
ετοιμάσω και να μείνεις εκεί, μέχρι να βρεις τη μάνα σου» του είπε. Το πρόσωπο
του Πέτρου έλαμψε.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό που κάνεις».
Η Μαγδάλω τον κοίταξε με το ίδιο ανέκφραστο ύφος. Δεύτερο ευχαριστώ μέσα σε
λίγη ώρα. Πλήρης αναγνώριση, θα μπορούσε να πει κανείς.
Προχώρησαν
μαζί. Στο πίσω μέρος του σπιτιού σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων βρισκόταν ένα
μικρό δωμάτιο σαν αποθήκη. Ένα σάπιο σκοινί κρατούσε την πόρτα κλειστή για
πολλά χρόνια, δεν χρειάστηκε καμιά δύναμη για ν’ ανοίξει. Κάποια κεραμίδια απ’
τη σκεπή είχαν πέσει και το μοναδικό παράθυρο δεν άνοιγε.
Δεν ήταν τίποτε
σπουδαίο. Για τον Πέτρο όμως, που εκείνη την εποχή δεν είχε που αλλού να
μείνει, ήταν ό,τι καλλίτερο. Σε πολλά σημεία η υγρασία είχε καταστρέψει τους
τοίχους και οι αράχνες στις γωνιές, είχαν δημιουργήσει ιστούς. Τίποτε όμως απ’
αυτά δεν πείραζε. Σε λίγο καιρό όλα διορθώνονταν, ακόμα και η κατεστραμμένη
σκεπή κι εκείνος αμέσως άρχισε να βοηθά τον Φώτη και την Μαγδάλω σε οτιδήποτε
δουλειά χρειαζόταν για να ζήσουν. Τους βοηθούσε στα πρόβατα και τα γίδια, στις
κότες, στα σπαρτά, παντού. Ήταν ευχαριστημένος κοντά τους. Αλλά η πιο μεγάλη
του χαρά ήταν η προσμονή για την εκπλήρωση του ονείρου του.
Τα δρομάκια του χωριού ήταν πολύ στενά, από πέτρες και
χώμα που σταματούσαν κάπου σε ακαθόριστα σημεία, καμιά φορά και μπροστά σε
δένδρα. Η πλατεία ήταν αρκετά μεγάλη με μια μικρή αλλά πολύ όμορφη εκκλησιά, με
δυο μαγαζάκια κι εκεί κοντά, το σχολειό. Εκεί πήγε ο Πέτρος και βρήκε τον
δάσκαλο. Μιλήσανε πολύ ώρα κι εκείνος έδειξε μεγάλη κατανόηση και προθυμία να
τον βοηθήσει.
Ο δάσκαλος ήταν πολύ διηγηματικός, καθόταν μαζί του ως
αργά τα βράδια διηγόντας του διάφορες ιστορίες, για το χωριό τους, για τους
ληστές μιας παλιάς εποχής, ακόμα και για την θαυματουργή Παναγιά, την
Προυσσιώτισσα, εκεί που είχε πάει λίγες μέρες πριν, να προσκυνήσει τη χάρη Της.
Είχε περάσει καιρός και ακόμα κανείς δεν είχε μάθει τίποτε
για τους γονείς του Πέτρου, αν πράγματι υπήρχε αυτό το όνομα. Εκείνος όμως
περίμενε με υπομονή και πίστη.
Ήταν όμορφες οι νύχτες κι ας άρχιζε το φθινόπωρο,
ασυνήθιστα ήσυχες. Ο αέρας φυσούσε απαλά και το πέρασμα του μέσα απ’ τα δένδρα
ακουγόταν σαν μουσική. Ο Πέτρος τότε νοσταλγούσε τον Πειραιά, κάποια περίοδο
της ζωής του που του φαινόταν τόσο μακρινή, σα να ανήκε κάπου πολύ παλιά κι
αυτό που ζητούσε να βρει του φαινόταν κάποιες φορές πως δε θα το εύρισκε ποτέ,
η υπομονή του και το πιστεύω του χανόταν και δάκρυζε.
Ξεκίνησε αυτό το ταξίδι με μια μεγάλη επιθυμία.
Εγκατέλειψε τους αγαπημένους του ανθρώπους και δεν έφτασε πουθενά. Σίγουρα ήταν
λάθος του και αυτό το λάθος δεν θα έπρεπε να το επαναλάβει. Θα προσπαθούσε λίγο
ακόμα και μετά θα επέστρεφε στην παλιά του ζωή. Αυτή τη ζωή που ήξερε και δεν
υπήρχε κανένας λόγος ν’ αλλάξει. Πήρε το βιολί του και μέσα σ’ αυτή τη σιωπή
της νύχτας, που μόνο το αεράκι τη γέμιζε, άρχισε να παίζει. Οι νότες ανέβηκαν
ψιλά ως τ’ αστέρια κι εκείνα έλαμψαν πιο πολύ. Η Μαγδάλω ξύπνησε, σηκώθηκε απ’
το κρεβάτι της, έριξε το σάλι στους ώμους της
και βγήκε έξω.
Μπροστά στο μαγικό φως του φεγγαριού είδε τον Πέτρο να
παίζει και οι νότες αυτές χρωμάτισαν την ψυχή της. Αισθάνθηκε πως ξύπνησε από
έναν λήθαργο που κράτησε χρόνια. Στεκόταν ακίνητη και τον κοίταζε. Για κάποια
στιγμή εκείνος ένοιωσε το βλέμμα της επάνω του, άφησε το βιολί απ’ τα χέρια του
και γύρισε προς το μέρος της. Έμειναν και οι δυο να κοιτάζονται σιωπηλά για
κάποια ατέλειωτα δευτερόλεπτα. Η Μαγδάλω χαμήλωσε τα μάτια της κι έκανε να
επιστρέψει στο δωμάτιο της. Ο Πέτρος έτρεξε πίσω της, την τράβηξε απ’ το χέρι
κοντά του και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Κι έτσι αγκαλιασμένοι περπάτησαν για
λίγο προς το μαντρί.
«Σ’ αρέσει το βιολί;»
«Πρώτη φορά βλέπω κι εσύ παίζεις πολύ ωραία!»
«Χόρεψε για μένα Μαγδάλω. Να παίζω για σένα κι εσύ να
χορεύεις για μένα. Θέλεις;» Για κάποια στιγμή του φάνηκε σαν ιεροσυλία, γιατί
αυτό ήταν αποκλειστικά για την Μίνα και για εκείνον. Η Μαγδάλω κοκκίνισε αλλά
μετά από λίγο καθώς άκουγε την μουσική του άρχισε να γυρίζει γυρω γύρω και να
γελά, για πρώτη φορά. Ήταν τόσο όμορφα κοντά του. Ένοιωθε μια ανεξήγητη
θαλπωρή. Έμειναν εκεί καθισμένοι στο νωπό χώμα να μιλούν και να κοιτάζουν τα
αστέρια.
Το πρώτο φως του ήλιου τους βρήκε αγκαλιασμένους.
Ο Πέτρος
ζήτησε να παντρευτεί την Μαγδάλω πρώτα από την μητέρα της, η οποία συγκινημένη
τους έδωσε την ευχή της κι εκείνος της φίλησε τα χέρια και, ύστερα από τον
Φώτη, ο οποίος και την συνόδευσε ως την εκκλησία. Κουμπάρος τους έγινε ο
δάσκαλος και το θεώρησαν όλοι σε αυτή την μικρή κοινωνία πολύ σπουδαίο γεγονός.
Ποτέ δεν μπορούσε ο Πέτρος να φανταστεί πως θα παντρευόταν μια χωριατοπούλα και
θα έκανε ένα τέτοιο γάμο, τόσο απλό, χωρίς τους δικούς του ανθρώπους. Είχε όμως
ορκιστεί πως ποτέ ξανά, μα ποτέ δε θα εγκατέλειπε αυτούς που τον αγαπούν και η
Μαγδάλω τον είχε αγαπήσει, ένοιωθε πως τους προστάτευε. Είχαν τέλος πάντων έναν
άντρα μέσα στο σπίτι τους. Η ζωή της είχε αλλάξει και ο Πέτρος ήταν το παν.
Συνεχίζεται
Copyright © Καίτη
Λιανού-Ιωαννίδου 2020
All rights
reserved