ΑΡΩΜΑ
ΛΕΒΑΝΤΑΣ*
Οι κεραυνοί έσπαγαν σε
αμέτρητα κομμάτια τα σύννεφα. Έμοιαζε σα να κομματιάζεται ο ουρανός και
πληγωμένος έριχνε όλο και περισσότερα δάκρυα στη γη. Μικρή έτσι νόμιζα κι
έκλαιγα κι εγώ. Φοβόμουν. Παρηγοριά εύρισκα στην αγκαλιά της γιαγιάς μου. Αχ!
Αυτή η γιαγιά! Πόσες πολλές φορές τη θυμάμαι! Πόσες φορές όταν κλαίει ο ουρανός
κάθομαι στο τζάκι και συλλογιέμαι. Έτσι και χθες με αυτή την ακατάπαυστη βροχή
κάθισα απέναντι απ’ το αναμμένο τζάκι. Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και χτύπαγαν
στα τοιχώματά του και ύστερα χώνονταν κάτω απ’ τα κούτσουρα που έμοιαζαν με
πυρακτωμένο ατσάλι. Πάντα μου άρεσε να σκαλίζω τη φωτιά και να βλέπω αυτό το
χρυσαφί νέφος να απλώνεται μέσα στο τζάκι μας, να χάνεται σε κλάσματα
δευτερολέπτου και να εμφανίζεται πάλι.
Αναπολώντας το παρελθόν
ξεκίνησα από τις ιστορίες της γιαγιάς, μακρινές ιστορίες με άρωμα λεβάντας, μια
και μοσχομύριζαν έτσι όλα της τα συρτάρια, φωτογραφίες ξεθωριασμένες μιας άλλης
εποχής που όμως δεν πέρασε στη λήθη. Ένωσα πολλές φορές το τότε με το τώρα και βρήκα τις ομορφιές εκείνης της ζωής και τις
αξίες της που η γιαγιά πάντα μου μίλαγε. Εκείνη ήρθε ξεριζωμένη απ’ την Πόλη,
μαζί με την οικογένεια της, με όνειρα κι ελπίδες που τις απόθεσε σε έναν
καινούριο κόσμο, για μια καινούρια ζωή κι ένα πιστεύω, που έμεινε αλώβητο στην
ψυχή της, πως η Πόλη θα γίνει πάλι Ελληνική.
“….
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολύ δακρύζεις
Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα’
ναι”.
Έμενε σε αυτούς τους
στίχους του δημοτικού τραγουδιού που αναφέρεται σε αυτή την ελπίδα που οι
θρύλοι κράτησαν ζωντανή στις καρδιές μας. Μου μίλαγε συχνά για όλες αυτές τις
παραδόσεις με τέτοιο σθένος και σιγουριά, πως κάποτε…Ναι! πίστευε πως κάποτε θα
γύριζε στα μέρη της κι αν δεν πρόφταινε εκείνη πως… εγώ ή… κάποιος άλλος θα
ζούσαμε εκείνη την ημέρα που ο Θεός θα επέτρεπε η Πόλη να γίνει πάλι Ελληνική.
Γιατί, έλεγε ο Θεός επέτρεψε και τότε, το 1453 να πάψει να είναι δικιά μας.
“…Πάψετε
το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια
Παπάδες
πάρτε τα Ιερά και σεις κεριά σβηστείτε
Γιατί
είναι θέλημα Θεού η Πόλη να Τουρκέψει…”
«Άκουσες;» μου έλεγε. «Άκουσες
τι λέει το τραγούδι; Και πάλι ο Θεός θα το επιτρέψει, να το ξέρεις, και τότες
όλα θα αλλάξουν. Το ποτάμι θα αρχινήσει να κυλά, γιατί σταμάτησε απότομα όταν
ένα πουλί έφερε το τρομερό μαντάτο στην Ήπειρο και το άκουσαν οι βοσκοί την ώρα
που το κοπάδι τους έπινε νερό από εκείνο το ποτάμι. Και ο παπάς θα συνεχίσει το
τηγάνισμα, γιατί το άφησε στη μέση, τα ψαράκια πήδησαν από το τηγάνι του στη
δεξαμενή, στο Μπαλουκλί, για αυτό είναι μισοτηγανισμένα. Άσε που το πλοίο που
έφυγε από την Πόλη με τους Κρητικούς για Κρήτη δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό
του και περιπλανιέται στο Πέλαγος μέχρι εκείνη την ημέρα, που ο Θεός θα το
επιτρέψει, κι έτσι οι Κρητικοί με τους άντρες τους θα επιστρέψουν να συνεχίσουν
την μάχη και να νικήσουν. Αλλά και ο παππάς, την ώρα που Λειτουργούσε και
μπήκαν οι Τούρκοι στην Άγια Σοφιά, πήρε το Άγιο Δισκοπότηρο, για να μην πέσει
στα χέρια τους και μπήκε μέσα σε μια πόρτα που έκλεισε πίσω του. Τότε που η
Πόλη θα γίνει πάλι Ελληνική ο παππάς θα συνεχίσει να Λειτουργεί. Και ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος-ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς-που ένας άγγελος Κυρίου τον
άρπαξε, τον μαρμάρωσε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, την ώρα που κάποιος πήγε να
τον σκοτώσει, θα του ξαναδώσει ζωή και με το σπαθί του θα διώξει τους Τούρκους.
Άκουσες;»
Κι όποτε μου μίλαγε για
την Πόλη, την πόλη της, τέλειωνε με εκείνο το ίδιο δημοτικό τραγούδι που
αναφέρεται στην Άγια Σοφιά, στην άλωση και στην μεγάλη ελπίδα πως κάποτε… πάλι
δικά μας θα ‘ναι. Την θυμάμαι σα να είναι τώρα. Σηκωνόταν όρθια και, όπως ένας
μεγάλος ηθοποιός που πάνω στη σκηνή του θεάτρου ζει με πάθος την κάθε στιγμή
του ήρωα, άρχιζε να απαγγέλει.
“Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν
τα επουράνια
Σημαίνει και η Άγια-Σοφιά, το Μέγα
Μοναστήρι
Με
τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες…
……………………”
Καίτη
Λιανού-Ιωαννίδου
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Παλμός Γαλατσίου Παρασκευή 23 Μαΐου 2014 αρ. φύλλου 375