ΜΕΡΕΣ
ΣΙΩΠΗΣ
Είχε
αρχίσει να ψιλοβρέχει. Κι αυτές οι σταγόνες που έπεφταν πάνω στο τζάμι έμοιαζαν
πως χάραζαν το πρόσωπο της Αγνής. Στεκόταν εκεί, πίσω απ’ τις κουρτίνες. Καμιά
φορά τις παραμέριζε και προσπαθούσε να δει στην άκρη του δρόμου, μήπως κάποια
σκιά περάσει ξυστά κάτω απ’ το παράθυρό της, μήπως κάποιος φωνάξει το όνομα
της, μήπως κάποιος πει…, περίμενε.
Γύρισε
το κεφάλι της. Κοίταξε το δωμάτιο. Το περιεργάστηκε σα να το ‘βλεπε για πρώτη
φορά. Όλα ήσαν στη θέση τους. Πίστευε
πως αυτές οι λίγες μέρες απουσίας της απ’ την πραγματικότητα θα την βοηθούσαν
να σκεφθεί πιο ξεκάθαρα τη ζωή της. Να βρει τρόπους, ώστε να λύσει τους γρίφους,
που γέμιζαν όλο και περισσότερο τις λευκές σελίδες της.
Όχι, όχι. Δεν μπορούσε
να περιμένει. Αντίθετα έπρεπε να τρέξει, να βιαστεί να αρπάξει τα ινία και να
σταθεί μπροστά στο άγριο πλήθος που έτρωγε τις σάρκες της, να παλέψει με τα
στοιχειά που την βασάνιζαν, με καθ’ ένα θεριό που έπινε το αίμα της.
Τα
κλειδιά ήταν πεταμένα πάνω στο τραπεζάκι του χολ. Η βαλίτσα της περίμενε
μπροστά στην εξώπορτα. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, ούτε επιστροφή. Αλίμονο αν
υπήρχε επιστροφή, τότε, δεν θα υπήρχε τέλος, κι έπρεπε να τελειώσει το
συντομότερο.
Αυτό ήταν! Είχε πάρει
τις αποφάσεις της. Το ‘ξερε. Ήταν σίγουρη, λίγες μέρες, μόνο λίγες μέρες ήταν
αρκετές για να σβήσουν το χθες, το προ ολίγου, το παρελθόν, κι έτοιμη πια θα
έκλεινε τις κουρτίνες για πάντα.
Σωτηρία
για κείνον που της άρπαξε τη ζωή, για κείνον που της έκλεψε τα όνειρά της, δεν
θα υπήρχε πια. Μαχαίρι θα έμπηγε στην καρδιά του κι ας την εκλιπαρούσε, ας
σερνόταν στα πόδια της, ας της υποσχόταν πως ήταν η τελευταία φορά, όπως
άπειρες φορές είχε δώσει ίδιες υποσχέσεις και λόγια που σκορπίζονταν στον αέρα.
Όχι, τώρα πια δεν θα περίμενε. Όταν θα γύριζε, εκείνος θα ήταν εκεί κι εκείνη,
η Αγνή δεν θα επέτρεπε πια κανέναν βιασμό ψυχής. Η μέθη των ονείρων θα έσβηνε
για πάντα για να ανοίξει ένα καινούριο μονοπάτι της ζωής της.
Μέθη
των ονείρων της! Και πράγματι άπειρες φορές μέθυσε μέσα στις φλόγες ενός έρωτα,
που κατέληξε στην πιο τραγική φάρσα της ζωής της. Εκείνος που παρουσιάστηκε σαν
άγγελος, που γιάνει τις πληγές, για να την παρασύρει στην άβυσσο και να της
ξεριζώσει τις ομορφιές του παραδείσου που ονειρεύτηκε, δεν θα μπορούσε να την
αγγίξει πια. Όχι, όχι! Ήρθε η στιγμή που βρήκε το κουράγιο για να διώξει από
πάνω της την αβεβαιότητα. Όχι, όχι! Ήρθε το τέλος, αλλά και η αρχή του δικού
της θριάμβου.
Πήρε τα κλειδιά, τη βαλίτσα της κι
έφυγε.
Copyright
© 2013 Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
“All
rights reserved”